Σελίδες

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2024

Ο Ιταλικός Κινηματογράφος: Μια παγκόσμια κληρονομιά - παρουσίαση Ρεβέκκα Καββαδά

Ο ιταλικός κινηματογράφος κατέχει μια ξεχωριστή θέση στην παγκόσμια σκηνή, επηρεάζοντας καθοριστικά τις διεθνείς κινηματογραφικές τάσεις. Με μια ιστορία γεμάτη διακρίσεις, όπως 14 Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας, 12 Χρυσούς Φοίνικες, Χρυσούς Λέοντες και Χρυσές Άρκτους, η Ιταλία έχει αποδείξει την καλλιτεχνική της υπεροχή. Άλλωστε, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας, που ξεκίνησε το 1932, είναι το πρώτο φεστιβάλ στον κόσμο. Διεξάγεται κάθε χρόνο στο νησί Λίντο, στο ιστορικό Palazzo del Cinema, φιλοξενώντας κορυφαίες δημιουργίες που εδραιώνουν την Ιταλία σαν ένα κινηματογραφικό κέντρο διεθνούς εμβέλειας.

Η Πρώιμη Περίοδος του Ιταλικού Κινηματογράφου (μέχρι το 1900)

Η πρώιμη περίοδος του ιταλικού κινηματογράφου (μέχρι το 1900), ξεκινά με τις πρώτες προβολές των αδελφών Λυμιέρ στην Ευρώπη, το 1895 και ένα χρόνο αργότερα στην Ιταλία. Ο Βιτόριο Καλτσίνα, ο πρώτος Ιταλός σκηνοθέτης και συνεργάτης των Λυμιέρ, πραγματοποίησε την πρώτη προβολή στη χώρα το 1896, καταγράφοντας την ενθρόνιση του Πάπα Λέοντα XIII. Οι μαθητές σκηνοθέτες των Λυμιέρ, δημιούργησαν ταινίες μικρού μήκους με καταγραφές καθημερινών σκηνών από τη ζωή στην Ιταλία, στα τέλη του 19ου αι. και στις αρχές του 20ου. Αυτή θεωρείται και η "γενέθλια φάση" του ιταλικού κινηματογράφου, χωρίς ακόμα  η κινηματογραφική βιομηχανία να έχει αναπτυχθεί.





Ο Βουβός Κινηματογράφος (1900-1920)

Η επόμενη περίοδος του βουβού κινηματογράφου (1900-1920) χαρακτηρίζεται από καλλιτεχνική άνθιση και την ίδρυση των πρώτων κινηματογραφικών εταιρειών. Παράγονται καινοτόμες ταινίες μεγάλου μήκους, εμπνευσμένες από τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις,  λογοτεχνικά και  θεατρικά έργα . Κλασικά παραδείγματα είναι ο Οθέλλος(1906),του Μάριο Κασερίνι Οι Τελευταίες μέρες της Πομπηίας (1908),του Αρτούρο Αμπρόζιο, Το Κβο Βάντις (1913), του Ενρίκο Γκαζόνε και η επική Καμπίρια (1914) του Τζιοβάνι Παστρόνε. Ιδιαίτερα η "Καμπίρια" έφερε μια πρωτοποριακή τεχνική, το "tracking shot", που επέτρεψε στο κοινό να δει ένα κινούμενο πλάνο με τη μετακίνηση της κάμερας. Αυτή η καινοτομία δεν αποτέλεσε μόνο τεχνική επανάσταση, αλλά έβαλε τις βάσεις για την παγκόσμια διαμόρφωση της κινηματογραφικής γλώσσας.



Φουτουρισμός και Αβάν Γκαρντ (1910-1920)

 Στα 1916 μέχρι 1919, καθιερώθηκε σαν ένα από τα πρώτα κινηματογραφικά κινήματα της αβάν γκαρντ, ο ιταλικός φουτουρισμός,  με σημαντική επίδραση στην αισθητική και τις τεχνικές του ιταλικού σινεμά. Οι φουτουριστές, όπως οι Φιλίππο Μαρινέτι, Αρμάντο Τζίνα, Μπρούνο Κόρρα και Τζιάκομο Μπάλλα, υιοθέτησαν πειραματικές τεχνικές, επιχειρώντας να αποδώσουν την ένταση, την ταχύτητα της σύγχρονης ζωής και την ισχύ της τεχνολογίας. Παρότι οι περισσότερες ταινίες αυτής της περιόδου δεν διασώθηκαν, η ταινία Θάις (1917) του Άντον Τζούλιο Μπραγκάγκλια, θεωρείται χαρακτηριστικό δείγμα φουτουριστικής κινηματογραφίας και αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον γερμανικό εξπρεσιονισμό την επόμενη δεκαετία.



Μεταπολεμική Παρακμή  (1920-1930)

Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η δεκαετία του 1920 αποτέλεσε περίοδο παρακμής για τον ιταλικό κινηματογράφο, λόγω του έντονου ξένου ανταγωνισμού και της οικονομικής κρίσης. Παρ' όλα αυτά, αναδείχθηκαν σημαντικές βουβές ταινίες, όπως το Rotaie (1929) του Μάριο Καμερίνι και ο Ήλιος (1929) του Αλεσάντρο Μπλασέττι. Αυτές οι παραγωγές συνδύαζαν δραματική ένταση με δυναμική αφήγηση, εισάγοντας κοινωνικά και πολιτικά θέματα στην κινηματογραφική θεματολογία.

Η εποχή του συγχρονισμένου ήχου. Φασιστική Περίοδος και  Άνοδος της Προπαγάνδας  (1930-1943) 

   Η  άφιξη του συγχρονισμένου ήχου σηματοδοτήθηκε από την ομιλούσα ταινία Το Τραγούδι της Αγάπης (1930) του Τζενάρο Ριτζέλλι και εγκαινίασε μια νέα εποχή. Ακολούθησαν οι ταινίες Η Μητέρα Γη (1930) και Η Ανάσταση (1931) του Αλεσάντρο Μπλασέττι.

   Με την έλευση του ήχου, οι ταινίες απέκτησαν επιπλέον δύναμη στην επικοινωνία μηνυμάτων, καθώς οι θεατές δεν μπορούσαν μόνο να βλέπουν, αλλά και να ακούν. Ο Μουσολίνι και οι συνεργάτες του αναγνώρισαν τον κινηματογράφο σαν  εργαλείο προπαγάνδας που μπορούσε να επηρεάσει τη δημόσια γνώμη και να προωθήσει τις αρχές του φασιστικού καθεστώτος. Έτσι, η λογοκρισία εντάθηκε και οι ταινίες έπρεπε να ακολουθούν αυστηρές θεματικές και αισθητικές επιταγές.

  Το 1934, ιδρύεται η Γενική Διεύθυνση Κινηματογράφου, με διευθυντή τον Λουίτζι Φρέντι. Με την έγκριση του Μουσολίνι ξεκίνησε και ολοκληρώθηκε το 1937, η Τσινετσιτά (Cinecittà), μια πόλη-στούντιο που αναδείχθηκε σε κέντρο της κινηματογραφικής παραγωγής στην Ιταλία. Με δική της σχολή κινηματογράφου, το Πειραματικό Κέντρο Κινηματογράφου και εξοπλισμένη με σύγχρονα στούντιο και τεχνικές υποδομές, έκανε τις ιταλικές παραγωγές πιο ανταγωνιστικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο.

Ο κινηματογράφος καθοδηγούμενος από τον γιο του δικτάτορα  Βιτόριο Μουσολίνι,   χρησιμοποιήθηκε και για να προωθήσει την πολιτική ατζέντα του φασιστικού καθεστώτος. Η ταινία "Scipione l'Africano" (1937), του Καρμίνε Γκαλόνε, είναι ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της εποχής, προβάλλοντας τον ηρωισμό και τις αυτοκρατορικές φιλοδοξίες της Ιταλίας. Ο Βιτόριο Μουσολίνι οργάνωσε το έργο διακεκριμένων συγγραφέων, σκηνοθετών και ηθοποιών, ακόμα και πολιτικών αντιπάλων, δημιουργώντας ένα δίκτυο επικοινωνίας και συνεργασίας. Πολλοί σκηνοθέτες της εποχής όπως ο Πιέτρο Τζέρμι, ο Ρομπέρτο Ροσελίνι, Γκράτσια Ντελέντα, συνεργάστηκαν με την Cinecittà και δημιούργησαν ταινίες που αντανακλούσαν τις πολιτικές επιθυμίες του καθεστώτος. Κάποιοι όμως από αυτούς παρά την κυβερνητική παρέμβαση, ενσωμάτωσαν τα  προσωπικά τους καλλιτεχνικά οράματα, ή εκμεταλλεύτηκαν το σύστημα για να δημιουργήσουν έργα που δεν περιορίζονταν στην προπαγάνδα.




Telefoni Bianchi -Τα Λευκά Τηλέφωνα (1930–1940)

Την περίοδο του ‘30 αναδείχθηκε και το κινηματογραφικό είδος των Telefoni Bianchi (Λευκά Τηλέφωνα), με χαρακτηριστικά παραδείγματα ο Παράδεισος (1932) του Γκουίντο Μπριγκόνε και το Μαζί στο Σκοτάδι (1935) του Τζενάρο Ριτζέλι. Οι ταινίες αυτές ήταν ελαφρές κωμωδίες που παρουσίαζαν ιδανικές εκδοχές της ιταλικής κοινωνίας με στόχο την ψυχαγωγία του λαού σαν μέσο διαφυγής από την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα.

Ιταλικός Νεορεαλισμός (1943-1952)

Μετά το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, κορυφώθηκε το ιταλικό νεορεαλιστικό κίνημα (1943-1952) και άσκησε βαθιά επιρροή τόσο στον ιταλικό όσο και στον παγκόσμιο κινηματογράφο. Η ταινία Διαβολικοί Εραστές (Ossessione 1943) του Λουκίνο Βισκόντι θεωρείται η απαρχή του νεορεαλισμού, εισάγοντας βασικές αρχές του, όπως ο ρεαλιστικός τρόπος αφήγησης με έμφαση σε απλούς, καθημερινούς χαρακτήρες. Η ταινία διαφοροποιήθηκε από τα αυστηρά χαρακτηριστικά του φασιστικού καθεστώτος, προκαλώντας την έντονη αντίδραση  κυρίως  του Βιτόριο Μουσολίνι. Η κυβέρνηση την απαγόρευσε λόγω της κοινωνικής κριτικής και της πρόκλησης στις παραδοσιακές αξίες.

          Ο ιταλικός νεορεαλισμός καθιερώθηκε σαν το κινηματογραφικό κίνημα που αποτύπωνε με αμεσότητα τις σκληρές κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της μεταπολεμικής Ιταλίας. Σημαντικοί δημιουργοί, όπως οι Ρομπέρτο Ροσελίνι, Λουκίνο Βισκόντι, Βιτόριο Ντε Σίκα και Τζουζέπε Ντε Σάντις, συνδύασαν την αλήθεια της καθημερινής ζωής με μια ριζοσπαστική κινηματογραφική γλώσσα, αναδεικνύοντας τη σκληρή πραγματικότητα της εποχής. Απέφευγαν τις στημένες σκηνές στα στούντιο, επέλεγαν φυσικά τοπία και χρησιμοποιούσαν επαγγελματίες και ερασιτέχνες ηθοποιούς, χαράσσοντας μια νέα πορεία για τον κινηματογράφο.

Η τριλογία του Ρομπέρτο Ροσελίνι, με τις ταινίες Ρώμη, Ανοχύρωτη Πόλη (1945), με πρωταγωνίστρια την Άννα Μανιάνι, Αυτοί που Έμειναν Ζωντανοί (1946) και Γερμανία, Έτος Μηδέν (1948), ανέδειξε τις κοινωνικές συνέπειες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, καθώς και την αντίσταση του ιταλικού λαού ενάντια στις δύσκολες συνθήκες της εποχής. Η Γη Τρέμει (1948) του Λουκίνο Βισκόντι αποτύπωσε με ρεαλισμό τη ζωή σε ένα ψαροχώρι της Σικελίας, φωτίζοντας τη σκληρή καπιταλιστική εκμετάλλευση. Στο ίδιο πνεύμα, το Πικρό Ρύζι (1949) του Τζουζέπε Ντε Σάντις αντλεί έμπνευση από τις σκληρές συνθήκες εργασίας και τις ταξικές ανισότητες στην ιταλική αγροτική κοινωνία.

Ο Βιτόριο Ντε Σίκα, σε συνεργασία με τον σεναριογράφο Τσέζαρε Ζαβατίνι, υπήρξε ένας από τους πιο καθοριστικούς σκηνοθέτες του νεορεαλισμού. Το Λούστρο Παπουτσιών (1946) θεωρείται μία από τις πρώτες ταινίες που εκφράζουν ολοκληρωμένα τις αρχές του κινήματος, παρουσιάζοντας την καθημερινή πάλη του φτωχού ανθρώπου για επιβίωση. Ο Κλέφτης Ποδηλάτων (1948), ίσως η πιο εμβληματική ταινία του, απέσπασε το Τιμητικό Όσκαρ (Honorary Oscar) για την ανθρωπιστική προσέγγιση και την αυθεντική αντανάκλαση της ιταλικής κοινωνίας. Στην ταινία Θαύμα στο Μιλάνο (1951), ο Ντε Σίκα συνδύασε τον ρεαλισμό  για να θίξει θέματα όπως η φτώχεια, η ελπίδα και η δύναμη της ανθρωπιάς. Το αριστούργημά του, Ό,τι Μου Αρνήθηκαν οι Άνθρωποι (1952), αποτελεί  καθοριστική στιγμή του νεορεαλισμού, συνδυάζοντας το ρεαλιστικό με το φαντασιακό και προσφέρει μια  πολυεπίπεδη προσέγγιση στην κοινωνική πραγματικότητα.




Παρά την επιρροή του, το μεγαλύτερο ποσοστό των ιταλικών ταινιών της εποχής δεν υιοθέτησε τον νεορεαλισμό. Δημοφιλή είδη, όπως η κωμωδία, γνώρισαν μεγάλη απήχηση  με πρωταγωνιστές τον Τοτό, γνωστός ως Ο Πρίγκιπας του Γέλιου, και τον Αλμπέρτο Σόρντι, με παραγωγές περισσότερο φαντασμαγορικές που αναζητούσαν  εμπορική επιτυχία.

 Η νεορεαλιστική περίοδος θεωρείται ότι ολοκληρώνεται με την ταινία Ό,τι Μου Αρνήθηκαν οι Άνθρωποι (1952), οι ταινίες της επόμενης δεκαετίας διατηρούν στοιχεία, αλλά με διαφορετικές προσεγγίσεις. Ενδεικτικά, το La Strada (Πουλημένη απ' τη Μητέρα της, 1954) του Φεντερίκο Φελίνι συνδύασε κοινωνικά θέματα με φανταστικές και ψυχολογικές διαστάσεις. Η Ατιμασμένη (La Ciociara, 1960) του Βιτόριο Ντε Σίκα, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, ανέδειξε την ανθρώπινη οδύνη μέσα από μια έντονα συναισθηματική αφήγηση. Η πρώτη ταινία του Πιερ Πάολο Παζολίνι, Accattone (1961), παρέμεινε πιστή στις νεορεαλιστικές αρχές, εξετάζοντας τη φτώχεια και τη ζωή στο περιθώριο της κοινωνίας. Τέλος, ο Γατόπαρδος (Il Gattopardo, 1963) του Λουκίνο Βισκόντι, βασισμένη στο μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, αποτελεί ένα κινηματογραφικό αριστούργημα και μία από τις κορυφαίες ταινίες όλων των εποχών, εστιάζοντας στις κοινωνικές αλλαγές και την παρακμή της αριστοκρατίας στη Σικελία.   Η νεορεαλιστική περίοδος αποκαλείται σαν η "Χρυσή Εποχή" του Ιταλικού Κινηματογράφου, γιατι εξέλιξε την κινηματογραφική τέχνη και γεφύρωσε τον νεορεαλισμό με νέες κινηματογραφικές τάσεις. Ο Φεντερίκο Φελίνι, με την Γλυκιά Ζωή (La Dolce Vita, 1959) και το "8½" (1963),  ο Μικελάντζελο Αντονιόνι, με την Περιπέτεια (L'Avventura, 1960) και Κόκκινη έρημος (Red Desert 1964), αν και έχουν επηρεαστεί δεν ανήκουν αυστηρά στον νεορεαλισμό. Το έργο τους ανήκει σε πιο μετα-νεορεαλιστικά ρεύματα, όπου η ανθρώπινη  ψυχολογία, η αποξένωση του σύγχρονου κόσμου και η φαντασία παίζουν πιο κεντρικό ρόλο.




Ροζ Νεορεαλισμός (1950-1960)

  Ο ροζ νεορεαλισμός (1950-1960) αποτέλεσε μια μετάβαση από την αυστηρότητα του παραδοσιακού νεορεαλισμού σε πιο ανάλαφρες και ψυχαγωγικές ταινίες, που αντλούσαν από τις νέες και καλύτερες κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες της Ιταλίας μετά τον πόλεμο. Παρότι διατηρούσαν ορισμένα κοινωνικά θέματα του νεορεαλισμού, είχαν ελαφρύτερο και λιγότερο δραματικό τόνο. Κατά την περίοδο αυτή αναδείχθηκαν ηθοποιοί που απέκτησαν διεθνή φήμη, όπως η Σοφία Λόρεν, η Τζίνα Λολομπρίτζιτα, η Σιλβάνα Παμπανίνι, η Κλαούντια Καρντινάλε, η Στεφανία Σαντρέλι.

Κομέντια αλα Ιταλιάνα (1950-1980)

Ο ροζ νεορεαλισμός σταδιακά έδωσε τη θέση του στην Κομέντια αλα Ιταλιάνα (1950-1980), ένα είδος κωμωδίας που συνδύαζε το χιούμορ με σοβαρά κοινωνικά σχόλια. Χαρακτηριστικά παραδείγματα οι ταινίες, όπως Ο Κλέψας του Κλέψαντος (I Soliti Ignoti, 1958) του Μάριο Μονιτσέλι και το Διαζύγιο αλά Ιταλικά (Divorzio all'Italiana, 1961) του Πιέτρο Τζέρμι. Ενώ αρχικά σατίριζε με υποτιμητική χροιά κοινωνικές και πολιτικές καταστάσεις, εξελίχθηκε σε ένα καλλιτεχνικά σημαντικό και δημοφιλές κινηματογραφικό είδος. Εδώ, ξεχώρισαν ηθοποιοί όπως οι Βιτόριο Γκάσμαν, Μαρτσέλλο Μαστρογιάννι, Μόνικα Βίτι και Νίνο Μανφρέντι και  καθιερώθηκαν σαν μεγάλοι σταρ της εποχής.

Σπαγγέτι Γουέστερν  (1960-1970)

Κατά τις δεκαετίες του 1960 και 1970, ο ιταλικός κινηματογράφος ακολούθησε μια νέα καλλιτεχνική κατεύθυνση με την ανάπτυξη του Σπαγγέτι Γουέστερν, ενός υποείδους του παραδοσιακού αμερικανικού γουέστερν. Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η Τριλογία του Δολαρίου του Σέρτζιο Λεόνε, με τις ταινίες Για μια Χούφτα Δολάρια (1964) – ριμέικ του ιαπωνικού γουέστερν Yojimbo (1961) του Ακίρα Κουροσάβα, Η Μονομαχία στο Ελ Πάσο (1965) και Ο Καλός, ο Κακός και ο Άσχημος (1966). Ο Σέρτζιο Λεόνε εισήγαγε πρωτοποριακές τεχνικές όπως τα κοντινά πλάνα και οι αργές σκηνές, που ενίσχυσαν την ψυχολογική διάσταση και ανανέωσαν το ύφος του γουέστερν. Στην τριλογία, οι χαρακτήρες κινούνται σε έναν σκοτεινό, βίαιο και κυνικό κόσμο, η διάκριση μεταξύ καλού και κακού είναι  θολή.  Οι ήρωες-αντιήρωες, είναι συχνά κυνηγοί επικηρυγμένων ή περιθωριακές φιγούρες, ενώ η βία έχει κεντρικό ρόλο στην αφήγηση.  Η μουσική του Ένιο Μορικόνε αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ταυτότητας του Σπαγγέτι Γουέστερν, με εμβληματικές συνθέσεις που προσδίδουν ένταση και ενισχύουν την ατμόσφαιρα. Άλλες ταινίες του είδους περιλαμβάνουν τον Τζάνγκο (1966) του Σέρτζιο Κορμπούτσι, και το Κάποτε στη Δύση (1968) του Σέρτζιο Λεόνε, που παραμένει κορυφαία στιγμή του Σπαγγέτι Γουέστερν.






Πολιτικός Κινηματογράφος  (1970-1980)

   Ο Πολιτικός Κινηματογράφος ανθεί στην Ιταλία τη δεκαετία του 1970, αντανακλώντας από τη βαθιά πολιτική κρίση και κοινωνική αναταραχή της εποχής. Αντιπροσωπευτικές  ταινίες, που χρησιμοποίησαν τον κινηματογράφο σαν μέσο σχολιασμού κοινωνικών και πολιτικών ζητημάτων,  είναι το Σαλό, ή 120 Μέρες στα Σόδομα (Salò, or 120 Days of Sodom, 1975) του Πιερ Πάολο Παζολίνι, που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις, γιατί πραγματεύεται την καταπίεση και την εξουσία με έναν ακραίο και αλληγορικό τρόπο. Το πολιτικό δράμα Ο Κομφορμίστας (Il Conformista, 1970) του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια, εξερεύνησε τη συνενοχή και την υποταγή στο φασιστικό καθεστώς αναδεικνύοντας τις ψυχολογικές και ηθικές συγκρούσεις του ατόμου. Η ταινία,  Υπεράνω Πάσης Υποψίας (Investigation of a Citizen Above Suspicion 1970), του Έλιο Πέτρι, εξέτασε τη διαφθορά και την κατάχρηση εξουσίας στην ιταλική κοινωνία. Η Λίνα Βερτμίλερ με ταινίες γνωστές για το δυναμικό κοινωνικό και πολιτικό σχόλιο σαν την Ιστορία έρωτα και αναρχίας (Love and Anarchy 1973) και με το Ο Πασκουαλίνο και οι 7 καλλονές (Seven Beauties 1975) ήταν η πρώτη γυναίκα σκηνοθέτρια που προτάθηκε για Όσκαρ Σκηνοθεσίας. Οι Αδελφοί Ταβιάνι με τη νύχτα του Σαν Λορέντζο (La Notte di San Lorenzo 1982) αναδεικνύουν την κοινωνική και πολιτική διάσταση των χαρακτήρων τους.




Το Giallo: Το Ιταλικό Θρίλερ (1960-1970)

  Το Τζάλο (Giallo) εμφανίζεται τη δεκαετία του 1960 και αποτελεί ένα ιδιαίτερο είδος θρίλερ και τρόμου με έντονα στοιχεία μυστηρίου και αγωνίας. Οι ταινίες του είδους διακρίνονται για τις στυλιζαρισμένες απεικονίσεις τους, τα ζωντανά χρώματα και τις εντυπωσιακές, συχνά σοκαριστικές σκηνές βίας. Σημαντικοί δημιουργοί όπως ο Μάριο Μπάβα, με το Αίμα και Μαύρη Δαντέλα (Blood and Black Lace, 1964), και ο Ντάριο Αρτζέντο με το Suspiria (1977), ανέδειξαν το είδος σε κινηματογραφικό ορόσημο, προσδίδοντας νέα διάσταση στον τρόμο και επηρεάζοντας βαθιά τη διεθνή κινηματογραφική σκηνή.

Κρίση και Αναγέννηση του Ιταλικού Κινηματογράφου (1980-1990)

Η δεκαετία του 1980 αποτέλεσε περίοδο κρίσης για τον ιταλικό κινηματογράφο, καθώς αντιμετώπιζε την αυξανόμενη επιρροή των αμερικανικών ταινιών, την ανάπτυξη της τηλεόρασης και την πτώση της παραγωγής των παραδοσιακών ιταλικών ταινιών. Ωστόσο, τη δεκαετία του 1990, παρατηρείται αναγέννηση χάρη σε σκηνοθέτες όπως ο Τζουζέπε Τορνατόρε, με το Σινεμά ο Παράδεισος (Cinema Paradiso 1988), ο Ντάριο Αρτζέντο με το Τραύμα (trauma1993), ο Γκαμπριέλε Σαλβατόρε με το Mediterraneo (1991), ο Νάνι Μορέτι με το Αγαπημένο μου ημερολόγιο (Caro diario 1993) και ο Ρομπέρτο Μπενίνι με το η Ζωή είναι ωραία (Life is Beautiful (1997). Αυτές οι ταινίες με τη νοσταλγία και την κοινωνική κριτική, αναζωπύρωσαν το ενδιαφέρον για τον ιταλικό κινηματογράφο.

Σύγχρονος Ιταλικός Κινηματογράφος (2000-σήμερα)

    Ο σύγχρονος ιταλικός κινηματογράφος (2000-σήμερα) έχει επανέλθει δυναμικά  με σκηνοθέτες που καταφέρνουν να  συνδυάζουν τη δημιουργική κληρονομιά με σύγχρονα κοινωνικά θέματα. Αναφέρουμε το Ματέο Γκαρόνε με το Γόμορρα (Gomorra 2008) και  το Πάολο Σορεντίνο με την  Τέλεια Ομορφιά (La Grande Bellezza 2013).

Ζωντάνια και συνεχή εξέλιξη αποδεικνύουν ακομα πιο πρόσφατες ιταλικές παραγωγές.  Η Πάολα Κορτελέσι, με το Πάντα Υπάρχει το Αύριο (C’è Ancora Domani, 2023), εξετάζει τις κοινωνικές προσδοκίες στη μεταπολεμική Ρώμη της δεκαετίας του 1940. Ο Μικέλε Πλασίντο, στο Στη Σκιά του Καραβάτζιο (Caravaggio’s Shadow, 2023), αφηγείται την ταραχώδη ζωή του διάσημου ζωγράφου, ενώ ο Νάνι Μορέτι, με το Ένα Καινούργιο Αύριο (A Brighter Tomorrow, 2023), προσφέρει μια δραματική κωμωδία για τις προκλήσεις στη σύγχρονη κινηματογραφική βιομηχανία. Η La Stranezza (2024) της Ρομπέρτα Αντό αντλεί έμπνευση από τη ζωή του Λουίτζι Πιραντέλο παρουσιάζοντας τη μοναδικότητα της Σικελίας της δεκαετίας του 1920. Ο Πάολο Σορεντίνο  με το Παρθενόπη (Parthenope, 2024), δημιουργεί ένα ρομαντικό δράμα για τη ζωή στη Νάπολη.




Καταλήγοντας

    Ο ιταλικός κινηματογράφος, με την πλούσια ιστορία και πολυμορφία, έχει καταφέρει να επηρεάσει καθοριστικά την παγκόσμια κινηματογραφική γλώσσα, παραμένοντας πάντα επίκαιρος. Κάθε κινηματογραφικό είδος, με τον δικό του μοναδικό τρόπο, έφερε νέα δημιουργική πνοή και καινοτομία. Οι ταινίες παρόλο που απευθύνθηκαν σε διαφορετικά ακροατήρια, πρόσφεραν μοναδικά έργα που αντικατοπτρίζουν την ιταλική κουλτούρα, και γιαυτο ο κινηματογράφος τους συνεχίζει να εμπνέει, να συγκινεί και να παραμένει σημείο αναφοράς στον παγκόσμιο πολιτισμό. 

Βιβλιογραφία 

  1. Cinema of Italy. (n.d.). Wikipedia. Retrieved October 27, 2024, from https://en.wikipedia.org/wiki/Cinema_of_Italy
  2. Arabian, A. (2017). The evolution of Italian cinema: Neorealism to post-modernism. Film Inquiry. Retrieved October 27, 2024, from https://www.filminquiry.com/evolution-italian-cinema/
  3. Brunetta, G. P. (2011). The History of Italian Cinema: A Guide to Italian Film from Its Origins to the Twenty-First Century. Princeton University Press.
  4. Rosenbaum, J. (2004). The Last Cinema: A History of Italian Neorealism. University of California Press.
  5. Λοράνς Σιφανό (2018). Λουκίνο Βισκόντι: Μια ζωή σαν ταινία, μετ. Κωνσταντίνα Γεωργούλια, Γ. Παπαγιαννάκης. Οδός Πανός, τ. 177.


Η παρουσίαση και συζήτηση για τον Ιταλικό κινηματογράφο έγινε τη Δευτέρα 18 Νοεμβρίου 2024 στο Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού του Δήμου Αμαρουσίου.

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου