Σελίδες

Τρίτη 1 Ιουλίου 2025

Μεξικάνικη Ποίηση - Μέρος 2ο: Οκτάβιο Πας

 Παρουσίαση Τάκης Ροϊδάκης και Στέλλα Χατζημαρή 


Στον 20ό αιώνα, η μεξικανική λογοτεχνία γνώρισε τεράστια άνθηση και είναι ιδιαίτερα γνωστή για το έργο συγγραφέων όπως ο Οκτάβιο Πας, ο Κάρλος Φουέντες, ο Χουάν Ρούλφο. Ο Χουάν Ρούλφο, για παράδειγμα, είναι γνωστός για το μυθιστόρημά του Πέδρο Πάραμο, το οποίο θεωρείται από τα σημαντικότερα έργα του λατινοαμερικανικού ύφους ενώ ο Κάρλος Φουέντες προσπάθησε με το έργο του να συγκεράσει το ατομικό με το ιστορικό. Η μεξικανική λογοτεχνία διακρίνεται για τη σύνδεσή της με την κοινωνία και τις κοινωνικές συγκρούσεις, όπως και για την έντονη σχέση της με την ταυτότητα, την παράδοση, τον τόπο και τη σύγκρουση μεταξύ της μοντέρνας και παραδοσιακής κουλτούρας. Εκφράζει, επίσης, τη θρησκευτικότητα και τη μοναξιά των Μεξικανών με τη χαρακτηριστική πρωτοτυπία των δημιουργημάτων της.

Παθιασμένη καρδιά

κρύψ’ τη θλίψη σου

Λαϊκό τραγούδι

Πιο σύγχρονοι συγγραφείς όπως η Βαλέρια Λουισέλι, η Γκουαδαλούπε Νέτελ και ο Ομέρο Αριτζίς (Η Σμύρνη στις Φλόγες) συνεχίζουν να εμπλουτίζουν τη μεξικανική λογοτεχνία με σύγχρονα θέματα και διαφορετικές αφηγηματικές τεχνικές.

 

Στην ποίηση, η Λατινική Αμερική του 20ου αιώνα ανέδειξε τρεις μείζονες ποιητές: τον Σέσαρ Βαλιέχο (Περού), τον Πάμπλο Νερούδα (Χιλή) και τον Οκτάβιο Πας (Μεξικό)

Οκτάβιο Πας (1914-1998)

«Γιος του Μεξικού, αδελφός της Λατινικής Αμερικής, προγονός της Ισπανίας, θετός γιος της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ιταλίας, οικείος επισκέπτης, συναισθηματικά δεμένος με την Ιαπωνία και την Ινδία, νόθος γιος των ΗΠΑ…» έτσι τον χαρακτήρισε ο Κάρλος Φουέντες.[i]

Ο πιο διάσημος μεξικανός ποιητής, κεντρική φιγούρα στην ποίηση του 20ού αιώνα. Το έργο του, πολυφωνικό και πολυδιάστατο, συνδυάζει έντονο λυρισμό με βαθιά στοχαστικότητα και φιλοσοφική αναζήτηση. Τόσο με το ποιητικό όσο και με το – εξίσου εξαιρετικό – δοκιμιακό του έργο, αναγεννησιακός και παγκόσμιος, σφράγισε τη λογοτεχνία του 20ού αιώνα.

Ο Οκτάβιο Λοσάνο Πας είχε κρεολική καταγωγή. Γεννήθηκε στην Πόλη του Μεξικού της 31/3/1914 όπου και πέθανε της 19/4/1998. Η μητέρα του Χοσεφίνα Λοσάνο είχε ρίζες από την Ανδαλουσία, ενώ ο πατέρας του Οκτάβιο Πας Σολόρσανο εργαζόταν ως δικηγόρος του Εμιλιάνο Ζαπάτα.

«Ζούσαμε σ’ ένα μεγάλο σπίτι με κήπο. Ήμασταν οικογένεια ξεπεσμένη, που έχασε την περιουσία της στην Επανάσταση και τον Εμφύλιο. Το σπίτι της, γεμάτο παλαιικά έπιπλα, βιβλία και αντικείμενα, γκρέμιζε λίγο λίγο. Όταν ένα δωμάτιο κατέρρεε, κουβαλούσαμε τα έπιπλα σε άλλο... Κάτι πολυτελή παραπετάσματα με προστάτευαν από τον άνεμο και τη βροχή. Ένα αναρριχητικό είχε τρυπώσει στο δωμάτιό μου» [ii]  

Μετά τη δολοφονία του Ζαπάτα η οικογένεια του Πας μετανάστευσε της Η.Π.Α. Ο Οκτάβιο μυήθηκε στον μαγικό κόσμο της λογοτεχνίας από τον παππού του και τη βιβλιοθήκη του, γεμάτη με κλασικά βιβλία της ευρωπαϊκής και μεξικανικής λογοτεχνίας. Τα βιώματά του γεμίζουν της στίχους του:

Άδειοι δρόμοι, φώτα θαμπά.

Σε μια γωνιά

το φάντασμα της σκύλου.

Ψάχνει μες στα σκουπίδια

το φάντασμα της κόκαλου.

Καυγάδες σε κοτέτσι:

μια νοικιασμένη μεσαυλή κι ο σαματάς της

(Κουτσουρέλης, σ.138-9)

 



Γνωρίζει τον ποιητή Ραφαέλ Αλμπέρτι και επηρεάζεται από της Ισπανούς ποιητές Χεράρδο Ντιέγο, Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και Αντόνιο Ματσάδο. Στα 17 του, υπό την επίδραση του Ν.Χ. Λώρενς, εξέδωσε τα πρώτα του ποιήματα (Καμπεγιέρα-H Kόμη-στεφάνι) και στα 19, εξέδωσε τη συλλογή ποιημάτων Λούνα Σιλβέστρε (Ασημένιο Φεγγάρι). Συνεργάζεται για την έκδοση της φιλολογικής επιθεώρησης την Μπαραντάλ (Η Κουπαστή).

Ο μονόλογος (1935)

Κάτω απ’ της σπασμένες στήλες

ανάμεσα στο κενό και στον ύπνο

διασχίζουν της άγρυπνες ώρες μου

οι συλλαβές απ’ τ’ όνομά σου.

 Η μακριά και πυρόχρωμη κόμη σου

αστροπελέκι του καλοκαιριού

δονείται στην πλάτη της νύχτας

με γλυκιά δριμύτητα.

Ρεύμα σκοτεινό του ονείρου

που κυλά ανάμεσα στα ερείπια

κι απ’ το τίποτα σε συναρμολογεί:

πικρές πλεξούδες, λησμονιά,

ακτή της νύχτας νοτισμένη

που ξαπλώνει και πάλλεται

μια θάλασσα υπνοβάτις και τυφλή.

Μετ. Τάσος Δενέγρης



Ξεσπά ο εμφύλιος στην Ισπανία και ο Οκτάβιο γράφει το ποίημα Δεν θα περάσουν (No pasaran!), το οποίο τυπώνει σε 3.000 αντίτυπα. Είναι το 1935, ο Πας εγκαταλείπει τις νομικές του σπουδές και εργάζεται για την ίδρυση γυμνασίου για τα παιδιά των χωρικών και εργατών. Εκεί άρχισε να εργάζεται στο πρώτο φιλόδοξο ποίημά, το Entre la piedra y la flor (Between the stone and the flower), επηρεασμένος από τον Τ.Σ. Έλιοτ, το οποίο περιγράφει την κατάσταση των μεξικανών χωρικών υπό την εξουσία των άπληστων τσιφλικάδων της εποχής. 

Ελεγεία σ’ ένα σύντροφο που σκοτώθηκε στο μέτωπο της Αραγωνίας

… Κι υψώνοντάς σε,

κλαίγοντάς σε,

φωνάζοντάς σε,

δίνοντας φωνή στο σώμα σου το κρεουργημένο,

αίμα στις κομμένες φλέβες σου,

χείλη και λευτεριά στη σιωπή σου,

βλασταίνουν μέσα μου,

με κλαίνε, με φωνάζουνε,

μανιασμένα με ξεσηκώνουν,

άλλα κορμιά και φλέβες,

άλλα μάτια μιας γης κατάπληκτης,

άλλα μάτια ενός δέντρου που ρωτά,

άλλες μαύρες ανώνυμες σιωπές.

Μετ. Μάγια Μαρία Ρούσσου

Το 1937, με πρόσκληση του Νερούδα και του Αλμπέρτι, συμμετείχε στο «Β’ Διεθνές Συνέδριο των Αντιφασιστών Συγγραφέων» στη Βαλένθια κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, όπου εξέφρασε την αλληλεγγύη του στο Δημοκρατικό στρατόπεδο και τάχθηκε ενάντια στο φασισμό. Εκεί γνώρισε τον Κουβανό ποιητή Σέσαρ Βαγιέχο, τον Χιλιανό Βισέντε Ουιδόμπρο αλλά και την Ελένα Γκάρρο, από τις σπουδαιότερες μεξικάνες συγγραφείς με την οποία παντρεύτηκαν και απόκτησαν μια κόρη, την Ελένα. Χώρισαν το 1959. 

Το μαχαίρι [1944]

Πουλί από πάγο το μαχαίρι.

Ατόφιο πέφτει, κι ο αέρας παγώνει

όπως παγώνει μια κραυγή μες στη σιωπή,

στην άκρια μιας τρίχας εξαγνίζεται

το αίμα που κρεμιέται και η στιγμή

στα δυο ανοίγει μολυβένια…

Ακατοίκητος κόσμος και ψυχρός ουρανός

όπου ένας κομήτης σταχτής βουίζει κι εκτρέπεται.

Μετ. Τάσος Δενέγρης


 
Ο δρόμος

Είν’ ένας δρόμος μακρύς, σιωπηλός.

Προχωρώ στα σκοτεινά, γλιστρώ και πέφτω

σηκώνομαι και περπατώ τυφλά

πάνω στις πέτρες τις μουγκές και τα ξερά τα φύλλα:

πίσω μου κάποιος πατά κι αυτός τις πέτρες και τα φύλλα:

αν σταματήσω, σταματά

αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι: κανένας

όλα σκοτάδι γύρω μου και έξοδος καμία,

και κάνω βόλτες στις γωνίες

που πάντα βγάζουνε στο δρόμο:

κανένας δεν με περιμένει εκεί ούτε μ’ ακολουθεί,

εγώ ακολουθώ ένανε που γλιστρά,

σηκώνεται κι όταν με βλέπει λέει:

κανένας.

Μετ. Τάσος Δενέγρης

Με την επιστροφή του στο Μεξικό, ο Πας υπήρξε συνιδρυτής του φιλολογικού περιοδικού Taller (Εργαστήρι) που εξελίχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα με συνεργάτες όχι μόνο Μεξικανούς αλλά και εξόριστους από τον Φράνκο και κορυφαίους δημιουργούς από όλον τον κόσμο. Ο Πας γράφει: «Θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την ποίηση σαν ένα πήδημα θανάτου, εμπειρία ικανή να τσακίσει τα θεμέλια της ύπαρξης και να μας πάει στην άλλη όχθη, εκεί όπου συνταιριάζονται και συμφωνούν οι αντιθέσεις απ’ τις οποίες είμαστε φτιαγμένοι».

Το 1943, ξεκίνησε να σπουδάζει με υποτροφία λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ και ήλθε σε επαφή με τους κορυφαίους Αμερικανούς λογοτέχνες (Κάμινγκς, Φροστ). Δύο χρόνια αργότερα μπήκε στο Μεξικανικό Διπλωματικό Σώμα, όπου θα παραμείνει για 23 χρόνια. Υπηρέτησε στο Παρίσι και τη Νέα Υόρκη. 

Άτιτλο (1950-1954

Μόλις χαράξει

το νεογέννητο ψάχνει για όνομα

στους νυσταγμένους κορμούς λαμπυρίζει το φως

καλπάζουν τα βουνά προς το ακρογιάλι

ο ήλιος μπαίνει στα νερά με τα σπιρούνια

ορμάει ο βράχος κι ανατρέπει τη γυαλάδα

η θάλασσα πεισμώνει κι ανορθώνεται στον ορίζοντα

γη μπερδεμένη, επικείμενη γλυπτική

σηκώνει ο κόσμος αψηλά γυμνό το μέτωπό του

πέτρα στιλπνή, γυαλιστερή για να χαράξεις ποίημα

το φως ανοίγει τη βεντάλια με τα ονόματα

είν’ ένας σπόρος ύμνου σαν ένα δέντρο

είναι κι ο άνεμος

κι ονόματα ωραία μες στον άνεμο.

Μετ. Τάσος Δενέγρης


Στο Παρίσι έρχεται σε επαφή με τους υπερρεαλιστές (συλλογή Αετός ή Ήλιος;) και, επίσης, γνωρίζει τον νεαρό φιλόσοφο Κώστα Παπαϊωάννου. Το αφιερωμένο στην μνήμη του καλού του φίλου, για 35 χρόνια, ποίημα ανακαλεί την  πρώτη συνάντησή τους στο Παρίσι του μεσοπολέμου:

Κώστας

Εγώ ήμουνα τριάντα χρονώ, ερχόμουν από την

Αμερική κι αναζητούσα στις στάχτες του

1946 το αυγό του Φοίνικα,

 εσύ ήσουν είκοσι, ερχόσουν από την Ελλάδα,

απ’ την εξέγερση κι από την φυλακή

βρεθήκαμε πρώτη φορά μες σ’ ένα καφενείο

όλο καπνό, φωνές, λογοτεχνία,

 μια εστία μικρή, που την κρατούσε ζωντανή ο

ενθουσιασμός, ενάντια στην ανέχεια και την

παγωνιά εκείνου του Φλεβάρη

βρεθήκαμε και πιάσαμε κουβέντα για τον Ζαπάτα

και για τ’ αλογό του, για την πεπλοφόρο

Δήμητρα, μια πέτρα μαύρη, μιας φοράδας κεφαλή

[…]

κύμα βαρύ το γέλιο σου σκέπασε γύρω τις φωνές

και το κουδούνισμα απ’ τα κουταλάκια

στα φλιτζάνια,

ένας αχός σηκώθηκε, ένα ποδοβολητό,

αίγες ασπρόμαυρες πήραν ν’ αναρριχώνται βιαστικά

σ’ ένα τοπίο όλο καμένους λόφους,

το διπλανό ζευγάρι έπαψε να μιλάει ψιθυριστά

και απόμεινε άναυδο με αδειανό το βλέμμα

λες κι η πραγματικότητα είχε απογυμνωθεί κι

άλλο δεν έμενε παρά η βουβή τροχιά ατόμων και μορίων,

[…]

αγγίξαμε τις σκέψεις που σκεπτόμασταν, τις

λέξεις είδαμε που είχαμε στο στόμα,

[…]

ήσουν ο Κώστας Παπαϊωάννου, ένας Έλληνας

οικουμενικός του Παρισιού, με το ένα πόδι

στη Βακτριανή και το άλλο στους Δελφούς,

 κι είναι γι’ αυτό που γράφω τώρα εις μνήμην

σου του στίχους τούτους στο μέτρο το ακανόνιστο

της συστολής και της διαστολής,

μια προσωδία της καρδιάς που επιμηκύνει τις

βραχείες συλλαβές και τις μακρές βραχύνει,

[…]

 Μετ. Κ. Κουτσουρέλης

  


Το 1950 εκδίδει το βιβλίο του Ο λαβύρινθος της μοναξιάς (El laberinto de la soledad), μια σημαντική μελέτη σε θέματα μεξικανικής ταυτότητας.

Στη συνέχεια, υπηρετεί στο Νέο Δελχί, το Τόκυο και τη Γενεύη. Σημαντική τομή στην εξέλιξή του ήταν και η γνωριμία του με τον ινδικό πολιτισμό με τη συλλογή του Λευκό. Το 1957 εκδίδεται το εκτενές του ποίημα η Ηλιόπετρα.

Ηλιόπετρα (αποσπάσματα) μετ. Κώστας Κουτσουρέλης

1 Μια ιτιά κρυστάλλινη, μια υδρόεσσα λεύκα,

ένα ανεμοδαρμένο σιντριβάνι,

ένα  δέντρο βαθύ  που όμως  χορεύει,

το πέρασμα ενός  ποταμού πού ελίσσεται,

μακραίνει, αναποδίζει, αλλάζει κοίτη

και πάντα  εκβάλλει :   […]    


23 μια παρουσία σαν έξαφνο τραγούδι,

σαν άνεμος που τραγουδά στις φλόγες,

δυο μάτια που τον κόσμο μετεωρίζουν

μ’όλα  τα πέλαγα  και τα βουνά  του,

σώμα  από  φως που φίλτραρε ο αχάτης,

μηροί από  φως, κοιλιά από  φως, οι κόλποι,

οι βράχοι  του ήλιου, ένα  κορμί στο χρώμα

του σύννεφου, στο χρώμα  άλτριας  μέρας,

η ώρα σπινθηρίζει, παίρνει σώμα,

είναι  ορατός στο σώμα  σου ήδη  ο κόσμος,

διάφανος μες στη διαφάνειά  σου,   

 περνώ μεσ’ απ’ τις σήραγγες των ήχων,

ρέω  σε παρουσίες  που αντηχούνε,

σαν τον τυφλό διασχίζω τις διαφάνειες,…[…]

 

45 σαν τον κισσό οι ματιές μου σε σκεπάζουν,

είσαι  μια πόλη πελαγοζωσμένη,

ένα  οχυρό που έχει το φως διχάσει

σε δύο ροδακινόχροα κομμάτια,

μια γη απ’ αλάτι, από  πουλιά και βράχους

κάτω από  του μεσημεριού τον νόμο, 

ντυμένη με των πόθων μου το χρώμα

όπως η σκέψη  μου γυμνή γυρίζεις,

περνώ  απ’ τα μάτια σου σαν από  κρήνη,... […]

 

235 μόνο  η κραυγή  απόμεινε από  σένα,

κι εγώ  με μάτια ασθενικά και βήχα

αιώνες μετά παλιές  φωτογραφίες

κοιτάω:

             κανείς εδώ, κανείς δεν είσαι,

μια χούφτα στάχτη και  μια ξεσκονίστρα,

μια σκούπα  κι ένα ατρόχιστο μαχαίρι,

μια στοίβα  κόκαλα σ’ ένα σαρκίο,

ένα  τσαμπί ξερό, μια μαύρη τρύπα,

και στον βυθό της τρύπας τα δυο μάτια

κόρης πνιγμένης πάνε  χίλια  χρόνια,

 θαμμένα βλέμματα σ’ ένα  πηγάδι,

ματιές  που ήδη απ’ την αρχή  μας βλέπουν,

βλέμμα παιδιού μάνας γριάς που βλέπει

στον πρώτο  της τον γιο τον νέο γονιό  της,

βλέμμα  μητέρας της μοναχοκόρης

που βλέπει στον πατέρα  της τον γιο της,

βλέμματα που μας βλέπουν  απ’ τα βάθη

του βίου αυτού, παγίδες του θανάτου

-ή να’ναι αλλιώς: σ’ αυτά  τα μάτια  η πτώση

να'ναι στη γνήσια  τη ζωή η επάνοδος ; …[…]


288 1937, Μαδρίτη,

κεντούσαν οι γυναίκες στην πλατεία,

με τα παιδιά  τους λέγανε  τραγούδια,

μετά  ο συναγερμός, κραυγές τριγύρω,

σπίτια γονατισμένα μες στη σκόνη,

κτήρια φτυσμένα, τείχη  ραγισμένα,

κι ο ορυμαγδός διαρκώς των κινητήρων :

οι δυο γυμνώθηκαν  κι αγαπηθήκαν

ν’ αγωνιστούν για το αιώνιο μερτικό μας,

το μερτικό μας στην Εδέμ, στον χρόνο,

τις ρίζες μας ν’ αγγίξουν, ν’ ανακτήσουν

τον κλήρο μας που της ζωής οι κλέφτες

χίλιους αιώνες τώρα  μας αρπάξαν,

οι δυο γυμνώθηκαν και φιληθήκαν

γιατί  οι γυμνότητές  τους οι ενωμένες

ειν’ άτρωτες κι υπερπηδούν τον χρόνο,

ανέγγιχτες γυρίζουν στην αρχή  τους,

δεν έχει εκεί εσύ ή εγώ, χθες, αύριο,

των δυο η αλήθεια ειν’ μια ψυχή, ένα  σώμα,

ω είναι  ακέραιο… […] 

 

365 […] μάχη είναι η αγάπη, όταν δυο φιλιούνται
αλλάζει ο κόσμος, παίρνουν σάρκα οι πόθοι,
η σκέψη παίρνει σάρκα και στου σκλάβου
τους ώμους βγαίνουνε φτερά, αληθεύει
ο κόσμος, το κρασί κρασί ‘ναι πάλι
και το νερό νερό, ψωμί με γεύση,
μάχη είναι η αγάπη, σαν ν’ ανοίγεις πόρτες
και παύεις να ‘σαι ένας ακόμα ίσκιος,
εγκάθειρκτος μ’ αιώνιες αλυσίδες
σ’ απρόσωπο δυνάστη∙…
[…]

 

424 (Μετ. Τάσος Δενέγρης)

                          αλλάζει ο κόσμος

αν δυο σε ιλιγγιώδεις περιπτύξεις

πέφτουν  στο χόρτο  : ο ουρανός χαμηλώνει,

υψώνονται τα δέντρα, το διάστημα

δεν είναι  παρά  φως και σιωπή,  μονάχα

διάστημα ανοιχτό στον αιτό του ματιού,

η λευκή  φυλή  των συννέφων διαβαίνει,

το σώμα  σπάει παλαμάρια,  σηκώνει  άγκυρα  η ψυχή,

τα ονόματά μας χάνομε και πλέουμε

ανερμάτιστοι  ανάμεσα  στο μπλε και στο πράσινο,

χρόνος  ακέραιος  όπου  τίποτα δεν  συμβαίνει

εκτός  από  το μακάριό του πέρασμα,

τίποτα  δεν συμβαίνει, σωπαίνεις, βλεφαρίζεις

( σιωπή : αυτή  τη στιγμή ένας  άγγελος διάσχισε  τον αέρα

τεράστιος σαν τη ζωή χίλιων ήλιων )

τίποτα  δεν υπάρχει, μονάχα ένα  βλεφάρισμα ;[…]


504 -η ζωή, πότε ήταν πράγματι δική μας;

πότε είμαστε ό,τι είμαστε στ' αλήθεια;

και μόνοι μας εντέλει είμαστε πάντα

μονάχα ένα κενό, μια ζάλη, σ' έναν

καθρέφτη μορφασμοί, ναυτία και τρόμος,

δεν είν' ποτέ η ζωή δική μας, είναι

άλλων, δεν είναι κανενός, όλοι είμαστε

η ζωή -ψωμί του ήλιου για τους άλλους,

όλους τους άλλους που είμαστε οι ίδιοι-,

είμαι ένας άλλος όταν είμαι, οι πράξεις μου

είν' πιο δικές μου όταν ανήκουν σ' όλους,

για να' μαι εγώ πρέπει να είμαι άλλος,

να βγω απ' το εγώ, να με ζητήσω σ' άλλους,

τους άλλους που δεν είναι αν δεν υπάρχω,

τους άλλους που πληρούν την ύπαρξή μου,

είμαι δεν έχει ή εγώ, εμείς μονάχα,

πάντα η ζωή είναι άλλη, αλλού, πιο πέρα,

πέρ' από εσένα ή εμένα, πάντα ορίζοντας,

ζωή που μας ποθεί και μας διχάζει,

μας δίνει πρόσωπο και το τσακίζει,

πείνα του είναι, ω θάνατε, ψωμί όλων,…[…]

 

571 να πάω  ζητώ, μα δεν μπορώ, πιο πέρα,

έπεσε η μία στιγμή πάνω  στην άλλη,

τα όνειρα  κοιμήθηκα  της πέτρας

που όνειρα δεν βλέπει, το αίμα μου άκουσα

στης  πέτρας τον καιρό δέσμιο να ψάλλει,

με  μια βοή όλο φως έψαλλε ο πόντος,

ένα  προς ένα  τα οχυρά λυγίζαν,

στα τείχη όλες  οι πύλες καταρρέαν

και κούρσευε το μέτωπό  μου ο ήλιος,

βίαζε  τα κλειστά  τα βλέφαρά  μου,

το είναι  μου απ’ τη φλούδα του αποσπούσε,

με άρπαζε από  μένα, με τραβούσε

από  τον βάρβαρο  ύπνο αιώνων  πέτρας

και του είδωλού  του ανάσταινε η μαγεία

μια ιτιά  κρυστάλλινη, μια υδρόεσσα λεύκα,

ένα ανεμοδαρμένο σιντριβάνι,

ένα δέντρο βαθύ  που όμως χορεύει,

το πέρασμα ενός ποταμού που ελίσσεται,

μακραίνει, αναποδίζει, αλλάζει κοίτη

και πάντα  εκβάλλει :

Μεξικό, 1957

 



Διάρκεια (1958-1961)

Βροντή και άνεμος : διάρκεια

I CHING

Ι

Μαύρος ουρανός

κίτρινη γη

ο πετεινός ξεκολλάει τη νύχτα

το νερό σηκώνεται και ρωτά την ώρα

σηκώνεται ο άνεμος ρωτάει για σένα

περνά ένα άσπρο άλογο.

IV

Μίλησε άκου απάντησε μου

αυτό  που λέει  ο κεραυνός

το δάσος  το καταλαβαίνει.

V

Μπαίνω  απ’ τα μάτια  σου

βγαίνεις απ’ το στόμα μου

στο  αίμα μου  κοιμάσαι

ξυπνώ στο μέτωπό σου.

VI

Θα σου μιλήσω στη γλώσσα της  πέτρας

(απάντησε μ’ένα πράσινο  μονοσύλλαβο)

θα σου μιλήσω μια γλώσσα χιονιού

(απάντησε με μια βεντάλια μέλισσες)

θα σου μιλήσω μια γλώσσα  νερού

(απάντησε μ’ ένα πλοιάριο αστραπές)

θα σου μιλήσω  μια γλώσσα αιμάτινη

(απάντησε μ’ έναν πύργο πουλιών).

Μετ. Τάσος Δενέγρης

 

Ξαφνική εμφάνιση (1962-1968)

Αν είναι  σκόνη ο άνθρωπος

αυτοί  που προχωρούν στο μάκρος της πεδιάδας

είναι ανθρώποι.

Μετ. Τάσος Δενέγρης

  

Ερχόμαστε στο 1968. Η βίαιη, πολύνεκρη καταστολή μιας ειρηνικής συγκέντρωσης φοιτητών τις παραμονές των Ολυμπιακών Αγώνων τον ωθεί σε παραίτηση από το διπλωματικό σώμα όπως ακριβώς έκανε και ο Κάρλος Φουέντες. Για τρία χρόνια, θα ζήσει αυτοεξόριστος και θα δημοσιεύσει τη συνέχεια του Λαβύρινθου της μοναξιάς με τίτλο Εκ των υστέρων, που αναφέρεται στο πολιτικό σύστημα του Μεξικού. Με την αμνήστευση των πολιτικών κρατουμένων επιστρέφει στην πατρίδα του. Δημοσιεύει πολλά δοκίμια και δίνει διαλέξεις σε πανεπιστήμια του εξωτερικού ενώ έρχεται σε σύγκρουση με τον σταλινισμό αλλά και με την Καθολική εκκλησία. 

Η όραση, η αφή (1976-1987

                                           Στον Balthus

Το φως στηρίζει-μετέωρους,πραγματικούς-

τον άσπρο λόφο και τις μαύρες δρυς,

το  μονοπάτι  που προχωρεί,

το δέντρο  που  μένει


το φως που ανατέλλει ψάχνει το δρόμο  του,

ποτάμι ετοιμόρροπο που ζωγραφίζει

τους δισταγμούς του  και τους κάνει  βεβαιότητες,

ποτάμι  της αυγής σε βλέφαρα κλειστά

 

το  φως τον άνεμο λαξεύει στην κουρτίνα,

κάνει  την κάθε  ώρα σώμα  ζωντανό,

μπαίνει  μες στο δωμάτιο κι έρπει,

μένει  ξυπόλυτο  πάνω στην κόψη  του μαχαιριού

 

το  φως γεννάει  γυναίκα  σε καθρέφτη

γυμνή  σε διάφανα φυλλώματα  από  κάτω

την περιορίζει ένα  βλέμμα

ένα  βλεφάρισμα την εξαφανίζει

 

το φως φρούτα  θωπεύει και ψαύει  το αόρατο,

σταμνί  όπου  τα μάτια  πίνουν  φωτεινότητα,

φλόγα κομμένη  σε λουλούδι  κι αγρύπνια  μέσα  στην αγρύπνια

όπου η πεταλούδα  με τα μαύρα  φτερά  καίγεται  :

 

το φως ανοίγει του σεντονιού  τις ζάρες

και τις πτυχές  της ήβης,

καίει  στην καπνοδόχο, οι φλόγες του που’ γιναν ίσκιοι

σκαρφαλώνουν τους τοίχους, εναγώνιος κισσός ˙

 

το φως δεν απαλλάσσει ούτε καταδικάζει

δίκαιο δεν είναι ούτε κι άδικο,

το φως με χέρια αόρατα σηκώνει

τα κτίρια της συμμετρίας˙

 

φεύγει το φως από ένα πέρασμα σπινθηρισμάτων

κι επιστρέφει στον εαυτό του:

είν’ ένα χέρι που επινοείται,

ένα μάτι που κοιτάζεται στις επινοήσεις του.

 

Το φως είναι χρόνος που συλλογιέται τον εαυτό του.

Μετ. Τάσος Δενέγρης

 


Το 1981 του απονέμεται το βραβείο Θερβάντες, το 1984 το Βραβείο Ειρήνης και το 1990 το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Στην ομιλία του θα αναφερθεί στις σχέσεις της ποιητικής τέχνης με τον χρόνο, τη διάρκεια και τη στιγμή:

Η ποίηση είναι ερωτευμένη με τη στιγμή και επιζητεί να την ξαναφέρει στη ζωή με το ποίημα˙ να τη λυτρώσει από το σκόρπισμα και να την τρέψει σε στέρεο παρόν. 

Το 1994 δημοσιεύει το Οδοιπορικό, μια περιδιάβαση στον 20ό αιώνα και τα πάθη του:

…Ένα από τα θλιβερά χαρακτηριστικά της κοινωνίας μας είναι η ομοιομορφία των συνειδήσεων, των γούστων και των ιδεών, που συνοδεύεται από την καλλιέργεια ενός εγωιστικού και ξέφρενου ατομικισμού … (Κατσουλέρης. Σ. 149)

Την ίδια χρονιά, υπερασπίζεται την εξέγερση των ιθαγενών. Το 1998 πεθαίνει από καρκίνο. Στο ποίημά του «Επιτάφιος για έναν ποιητή» γράφει:

Ήθελε να τραγουδά,

τραγουδώντας ξέχναγε

την πραγματική

όλο ψέματα ζωή του

και θυμόταν

τη ζωή του από αλήθειες που διαψεύστηκαν.

Μετ. Τάσος Δενέγρης

Η ποίησή του, κοσμολογική, μεταφυσική, κοινωνική, ερωτική – όλα αυτά μαζί σε θαυμαστή ενότητα. Σύμφωνα με τον Αμερικανό κριτικό Ιρβινγκ Χάου, ο Πας ήταν από μόνος του ολόκληρη ορχήστρα. Γι’ αυτό και η ποίησή του καλύπτει όλο το μορφολογικό φάσμα της νεότερης ποίησης: από το σονέτο ως τον ελεύθερο στίχο και την ποίηση σε πρόζα.[iii]

Έχει γραφτεί ότι «η ανάγνωση του Οκτάβιο Πας είναι ένας διάλογος με την ευαισθησία, τη διάνοια, τη συγκίνηση ενός ανθρώπου˙ είναι όμως ακόμη κι ένας διάλογος με την πολλαπλή περιπέτεια των λέξεων».

Ο ίδιος ο Πας λέει: Δεν βλέπω με τα μάτια/Μάτια μου, οι λέξεις. 


 Πηγές:

·        Οκτάβιο Παζ, Η πέτρα του ήλιου & άλλα ποιήματα. Μετάφραση Τάσος Δενέγρης. Ίκαρος, 1993.

·        Οctavio Paz, Ηλιόπετρα, Παράρτημα Κώστας (το ποίημα για τον Κ. Παπαϊωάννου). Δίγλωσση έκδοση. Εισαγωγή, μετάφραση, επίμετρο Κώστας Κουτσουρέλης. 2η έκδ. Gutenberg, 2015.

·        Οκτάβιο Πας, Ο λαβύρινθος της μοναξιάς. Μετάφραση Ντιάνα Μπόμπολου, επίμετρο Βίκτωρ Ιβάνοβιτς. 2η έκδ. Αλεξάνδρεια, 1997.

·        Οctavio Paz, Ποιήματα. Μετάφραση, εισαγωγή Μάγια Μαρία Ρούσσου. Ηριδανός, 1986.

 


Οι πίνακες ζωγραφικής είναι του Ντιέγκο Ριβέρα, ο οποίος προσπάθησε να εξιστορήσει την πορεία του Μεξικού μέσα στους αιώνες, όπως ακριβώς και ο Κάρλος Φουέντες με την πεζογραφία του και ο Οκτάβιο Πας με την ποίησή του.

 



[i] Οκτάβιο Πας, Ο λαβύρινθος της μοναξιάς, σ. 10.

[ii] Κουτσουρέλης, σ.138

[iii] https://www.tovima.gr/print/books-ideas/grafi-fotias-epano-ston-nefriti/






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου