Η Κορεάτισσα συγγραφέας Χαν Γκανγκ ακολούθησε μια ιδιαίτερη Κορεατική λογοτεχνική παράδοση κατά την οποία οι συγγραφείς συνδέουν μεταξύ τους αυτόνομα διηγήματα που έχουν γράψει στο παρελθόν δημιουργώντας ένα μυθιστόρημα. Το 2007 η Χαν Γκανγκ συνέδεσε τρία μυθιστορήματα και προέκυψε «H χορτοφάγος». Παρόλο που κάθε κεφάλαιο μπορεί να διαβαστεί χωριστά και φαίνεται να λέει τη δική του ιστορία, όταν τα βάλουμε και τα τρία μαζί, η ιστορία παίρνει μια εντελώς διαφορετική μορφή.
Και στα τρία μέρη του μυθιστορήματος η ηρωίδα Γιονγκ
Χιε μιλάει ελάχιστα.

Στο πρώτο μέρος του μυθιστορήματος η αφήγηση
γίνεται από τον σύζυγό της. Η προσωπικότητά της περιγράφεται ως ένα άχρωμο
άτομο, με βολικό χαρακτήρα, ήσυχη και τυπική χωρίς καμία «λάμψη εξυπνάδας ή
κάποια εκλεπτυσμένη ψυχή». Μόνο ένα ασυνήθιστο γνώρισμα έχει: δεν φοράει
στηθόδεσμο κάτι που το βρίσκει χαριτωμένο στην αρχή του γάμου τους και δεν το
αξιολογεί.
Στα πέντε χρόνια του γάμου τους αρχίζει μια μεγάλη
αλλαγή: «είδα
ένα όνειρο…». σελ 13 Η Γιονγκ Χιε παρουσιάζεται να πετάει τα
κρέατα από το ψυγείο και να γίνεται χορτοφάγος, μάλλον ωμοφαγική, τρώει φρούτα,
χορταρικά. Δηλώνει την αλλαγή στις συνήθειες διατροφής με φωνή ατάραχη «πέταξα και τα αυγά….σταμάτησα και το γάλα» σελ 18.
Ο σύζυγος λειτουργεί με την ρουτίνα του, δουλειά
μέχρι τις 12 το βράδυ, απομακρύνεται από το πρόβλημα της αλλαγής των συνηθειών
της συζύγου του. Τον εκθέτει κοινωνικά η περίεργη συμπεριφορά της γυναίκας του στο
τραπέζι με τον διευθυντή του αλλά δεν ήταν εμπόδιο στην πρόοδο στα
επαγγελματικά του. Ευχαριστημένος με τον εαυτό του επιδιώκει να υποτάξει με
βιασμό τη γυναίκα του (σελ 36) και επιστρατεύει την επέμβαση της μητέρας της
και της αδερφής της για να λυθεί το πρόβλημα
διατροφής της γυναίκας του και των συνεπειών αυτής της αλλαγής στην
εμφάνισή της.
Η αδερφή της παρουσιάζεται με δυναμικό προφίλ,
επιτυχημένη επαγγελματικά και οικονομικά, έχει οικογένεια με ένα παιδάκι 5 χρόνων
και έναν σύζυγο καλλιτέχνη αλλά όχι τόσο επιτυχημένο οικονομικά.
Στο οικογενειακό τραπέζι που γίνεται στο σπίτι της αναδεικνύεται
περίτρανα το πρόβλημα της Γιονγκ Χιε, η
εξασθένησή της είναι ορατή και αρχίζει η συναισθηματική πίεση να τραφεί που
εξελίσσεται σε βίαιη παρέμβαση του πατέρα (βετεράνος από τον πόλεμο του Βιετνάμ).
Ο πατριάρχης της οικογένειας την πιέζει να φάει και καταφεύγει στο ξύλο όταν
είναι ανυποχώρητη στην απόφασή της. Η σύγκρουση φτάνει στο αποκορύφωμα με τον αυτοτραυματισμό
της Γιονγκ Χιε «κόβει το χέρι της και αιμορραγεί» Την μεταφέρουν στο
νοσοκομείο αφού σταμάτησαν την αιμορραγία, τη φρόντισαν ο άντρας της αδερφής
της (ο γαμπρός της), ο σύζυγός της, η μητέρα της αλλά η κατάσταση της χειροτερεύει
όταν το σκάει από το θάλαμο νοσηλείας και βρίσκεται στην αυλή (σελ 59), την
μεταφέρουν σε νοσοκομείο για ψυχικές παθήσεις.
.jpg)
Το 2ο μέρος του μυθιστορήματος «Μογγολική
κηλιδα»
Η παρουσίαση της Γιονγκ Χιε συνεχίζεται από τον
άντρα της αδερφής της. Είναι ένας καλλιτέχνης που επιθυμεί να δημιουργεί
αισθησιακές εικόνες, επίσης το έργο του έχει τον ρεαλισμό της καθημερινότητας
των ανθρώπων στη μετακαπιταλιστική κοινωνία με 3D γραφικά και ρεαλιστικά
ντοκιμαντέρ (σελ 63).
Η αναφορά της γυναίκας του στην μογγολική κηλίδα
(σημάδι) εξάπτει την ερωτική του φαντασίωση για την αδερφή της.
Ο σύζυγος της αδερφής της παρουσιάζει τη γυναίκα του
τονίζοντας ότι έχει επωμιστεί πολλές ευθύνες αλλά θεωρεί ότι η καλοσύνη της
είναι καταπιεστική (σελ.69).
Ο σύζυγος της αδερφής της άρχισε να νοιώθει σεξουαλική έλξη
προς την κουνιάδα του, τη Γιονγκ
Χιε, όταν την φιλοξένησαν ένα μήνα, μέχρι
να μείνει μόνη της σε μια νοικιασμένη γκαρσονιέρα. Την επισκέπτεται για
να της πάει τρόφιμα και της προτείνει να γίνει το μοντέλο του, να βάψει το σώμα
της με λουλούδια … οργανώνει και βάφει το σώμα της ενώ η φαντασίωση των ζωγραφισμένων
σωμάτων που κάνουν σεξ τον βασανίζει εξαντλητικά.
Η σύζυγός του δείχνει κατανόηση
για την απουσία του, ευγένεια και
υπομονή και αυτός γίνεται πιο ανεύθυνος και εγωκεντρικός. (σελ.103)
Ο σύζυγος της αδερφής καταλαβαίνει ότι η Γιονγκ Χιε θα έκανε έρωτα αν είχε
κάποιος βαμμένο το σώμα του με λουλούδια,
έτσι με τη βοήθεια μιας φίλης του
ζωγράφισε το σώμα του και έκανε έρωτα με
την Γιονγκ Χιε στη συνέχεια κάνει και βιντεοσκόπηση γιατί τον ενδιαφέρουν οι αισθησιακές εικόνες. Αλλά
όλα καταρρέουν όταν η γυναίκα του εμφανίζεται στην γκαρσονιέρα (σελ.123) τρομερή περιγραφή της
αντίδρασής της, ο τόνος της φωνής και τα μάτια της δηλώνουν δυνατά συναισθήματα
«στα μάτια της υπήρχε σοκ, φόβος και απελπισία που δεν μπορούσαν να εκφραστούν
με λόγια». Καλεί το ασθενοφόρο για να κλειστεί στο ψυχιατρείο και η Γιονγκ
Χιε και ο άντρας της.

Το 3ο κεφάλαιο: «Δέντρα στις φλόγες»
Η περιγραφή της Γιονγκ Χιε συνεχίζεται από την
αδερφή της, την Ινχιε, που την επισκέπτεται στην ψυχιατρική κλινική. Η Γιονγκ
Χιε δραπετεύει στο δάσος «στέκεται ακίνητη σαν να ήταν κι αυτή ένα από τα
βρεγμένα δέντρα) σελ 131.
Η Ινχιε προστατεύει την αδερφή της και σκέφτεται τις
αντιδράσεις της όταν γεννήθηκε ο γιος της (σελ 134). Για παράδειγμα, την ημέρα
που γεννήθηκε ο ΤζιΟυ στο νοσοκομείο και
ήρθε η Γιονγκ Χιε να δει τον πρώτο της ανιψιό αντί για τα συνηθισμένα συγχαρητήρια
ρώτησε μόνο σαν να μουρμούρισε: …»πρώτη φορά βλέπω ένα τόσο μικρό μωρό…έτσι
είναι όταν είναι νεογέννητα;….μπορείς να πας μέχρι τη μαμά;….θέλεις να πάμε μαζί;» ήταν έκφραση ενδιαφέροντος
από την λιγομίλητη Γιονγκ Χιε.
Στη σελ 136 ανακαλεί στη μνήμη της πώς γνώρισε τον
άντρα της και τον περιγράφει «εξαντλημένο, σιωπηλό, απασχολημένο με τα δικά
του». Αναφέρει τις δυσκολίες της όταν 19 χρονών εγκαταστάθηκε στη Σεούλ και
επανέρχεται στις σκέψεις για τον άντρα της, ξέρει ότι δεν την είχε ερωτευθεί «αγαπούσε μόνο τις εικόνες» την
είχε εντυπωσιάσει η απεικόνιση του
πάθους στο έργο του σε σχέση με την καθημερινότητά του όταν είδε μια έκθεση των έργων του.
Ο άντρας της ήταν απών για τον μικρό Τζιου που
ρωτούσε «έχουμε μπαμπά στην οικογένεια» όχι του απαντούσε είμαστε
μόνο εσύ κι εγώ, θα είμαστε πάντα έτσι.
Σελ 141-143 κάνει
αναδρομή 3 χρονια πριν στην παράδοξη
συμπεριφορά της Γιονγκ Χιε από τη
στιγμή που δήλωσε χορτοφάγος και στην εξαφάνιση του άντρα της.
Όλοι έχουν εγκαταλείψει τη Γιονγκ Χιε, οι γονείς γέρασαν
και μένουν μακριά. Η Ινχιε μόνη της εκπληρώνει όλους τους ρόλους που είχε στη
ζωή της (σελ 144). Κόρη, μεγάλη αδερφή, σύζυγος, μητέρα, ακόμη και ως επιβάτης
του μετρό έβαζε τα δυνατά της.
Στις επισκέψεις στην ψυχιατρική κλινική ενημερώνεται από τους γιατρούς που θεωρούν
ότι η Γιονγκ Χιε έχει σχιζοφρένεια.
Σελ 162 οι σκέψεις του θανάτου, οι ελάχιστες
κουβέντες της Γιονγκ Χιε και η εξάντλησή της περιγράφονται ανατριχιαστικά.
Σελ 164 οι αναδρομές στην παιδική τους ηλικίας
αποκαλύπτουν τη βία του πατέρα ειδικά στη Γιονγκ Χιε και στο αγόρι της
οικογένειας και τις συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς. Η Γιονγκ Χιε είχε
απορροφήσει τον πόνο ως το μεδούλι.
Η Ινχιε δούλευε σκληρά, ήταν η αυτοθυσιαζόμενη κόρη και νοιώθει ότι η στάση
της ήταν ανάγκη επιβίωσης, νοιώθει ενοχή και πιστεύει ότι η δειλία της οδηγούσε
τη συμπεριφορά της. Παρακολουθεί την προσπάθεια σίτισης της αδερφής της δεν το
αντέχει να τη βλέπει να υποφέρει και καλεί ασθενοφόρο για τη Σεούλ.
Σελ191 φαίνεται ότι συγχωρεί την αδερφή της και
βλέπει το δάσος…
Το κεφάλαιο κλείνει με τις φράσεις «Ίσως όλο αυτό
είναι κάτι σαν όνειρο. Το βλέμμα της ήταν σκοτεινό και επίμονο».

Το μυθιστόρημα θίγει πολλά θέματα…αν προσέξουμε την οικογένεια
που παρουσιάζεται δυσλειτουργική και τις συμπεριφορές των μελών που είναι
απομονωμένα, ο βίαιος αλκοολικός πατέρας, επηρεάζει τις ζωές και των τριών παιδιών.
Η μητέρα πλήρως προσαρμοσμένη στον κοινωνικό ρόλο
της στην αυταρχικότητα και τη βία του άντρα της, φροντίζει και συμβουλεύει το «ανυπάκουο»
παιδί της να φάει κρέας «φάε, θα σε φάνε». Προσπαθεί να μεταφέρει τις
δικές της πεποιθήσεις χωρίς να κατανοεί τη στάση της Γιονγκ Χιε. Τελικά, δεν
μπορεί να τη στηρίξει μακροπρόθεσμα και την εγκαταλείπει.
Για τη Γιονγκ Χιε τα δέντρα και τα βουνά συνιστούν
ένα καταφύγιο από τη βία των ανθρώπων. Δεν υπάρχει πιο ειρηνική μορφή ζωής από
τα μη βίαια, μη διεκδικητικά, μη παρεμβατικά φυτά.
Η συγγραφέας δηλώνει ότι το βιβλίο δεν αποτελεί κοινωνιολογική
ανάλυση της κορεατικής κοινωνίας, ωστόσο, από όσα γράφει, βλέπουμε ότι
πρόκειται για μια υβριδική κοινωνία όπου τα πάντα συνυπάρχουν δυναμικά και
ταυτόχρονα βρίσκονται σε αντίθεση: παραδοσιακές αξίες παράλληλα με εξελιγμένη
τεχνολογία πληροφοριών, ατομικιστικές τάσεις μαζί με κοινωνική συνείδηση.
Η συγγραφέας εξηγεί ότι η Γιονγκ Χιε συμβολικά «στερείται
φωνής», τη γνωρίζουμε μέσα από τα μάτια των άλλων
«Ήθελα οι αναγνώστες να συναντήσουν τη Γιονγκ Χιε
με αυτό τον τρόπο. Αντί να περιγράψω τον πόνο της ευθέως, Ήθελα να τους κάνω να
αισθανθούν την απόγνωση, την αηδία, τον πόνο και τη βίαιη μοναξιά»
Η Ινχιε έχει υποστεί και αυτή τις συνέπειες από τη
βίαιη συμπεριφορά του πατέρα... Έχει διαλέξει
το ρόλο της υπάκουης και άξιας κόρης που αναλαμβάνει πολλές ευθύνες χωρίς
να διαμαρτύρεται, παραδέχεται στους εσωτερικούς μονολόγους που κυριαρχούν στην
αφήγησή της, συνειδητοποιεί ότι ο φόβος από
τη βίαιη συμπεριφορά και η δειλία της την έκαναν υπάκουη, βασανίζεται από τα ψυχικά της τραύματα κι αυτή.
Απομακρύνεται από την αδερφή της λόγω της απιστίας και
την κλείνει στο ψυχιατρείο αλλά νοιώθει ενοχή και λύπη για αυτήν όταν
παρακολουθεί τη νοσηλεία της και αποφασίζει να της συμπαρασταθεί χωρίς
να το δηλώνει λεκτικά τη συνοδεύει στο ασθενοφόρο παρατηρώντας το βλέμμα
της.
Μια φεμινιστική θεώρηση και πληροφορίες για τη θέση
της γυναίκας και τις ανισότητες των φύλων ίσως εξηγεί και την προβολή
της κορεάτικης λογοτεχνίας με το Διεθνές Βραβείο Booker 2016 για το συγκεκριμένο βιβλίο και το Νόμπελ λογοτεχνίας
2024 για τη Χαν Γκανγκ.
Άλλες πτυχές του βιβλίου είναι η αντιμετώπιση της
ψυχικής νόσου και οι αιτίες που υποκρύπτονται.
Πώς χειρίζεται η οικογένεια και η κοινωνία το ευάλωτο άτομο.
Μια ακόμη ερμηνεία του θέματος και της εμμονής της Γιονγκ
Χιε να μεταμορφωθεί σε δέντρο ίσως άπτεται της ελληνικής μυθολογίας - ο
περίφημος μύθος της Δάφνης.
Η ίδια η συγγραφέας παραδέχεται σε συνέντευξή της
ότι είχε διαβάσει μυθολογία γιατί μεγάλωσε σε περιβάλλον με πολλά βιβλία λόγω
του πατέρα της που ήταν καθηγητής αλλά θεωρεί ότι συσχέτιση με το συγκεκριμένο
μύθο ίσως προέκυψε ασυνείδητα, δεν
ήταν αυτός ο στόχος του μυθιστορήματος.

Η συγγραφέας Χαν Κανγκ ζει στη Σεούλ με τον
σύζυγό της, τον πανεπιστημιακό και κριτικό λογοτεχνίας Χονγκ Γιονγκ-χι και
είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Δημιουργικής Γραφής του Ινστιτούτου Τεχνών της
πόλης, ενώ διατηρεί και βιβλιοπωλείο με τον γιο τους από το 2018.
Έχει δηλώσει ότι πάσχει από περιοδικές ημικρανίες
και τους πιστώνει ότι «την κράτησαν ταπεινή».
Ο πατέρας της θεωρεί ότι ήταν τυχερή στη μετάφραση στα
αγγλικά γιατί απέδωσαν το ύφος της γραφής
της «τη λυπηρή ομορφιά». Η γραφή της έχει την ικανότητα να αναδεικνύει
περισσότερα με τις σιωπές και τις παραλείψεις παρά με τα φανερά λόγια
Στην Ελλάδα, η μετάφραση της Αμαλίας Τζιώτη έγινε
από την κορεατική και απέδωσε όμορφα τους εσωτερικούς μονολόγους και με κινηματογραφική
ακρίβεια έδωσε ποιητικές περιγραφές που μαγεύουν και, ταυτόχρονα, προκαλούν
σοκ.
Χάρηκα που με
αφορμή το βιβλίο αυτό
ήρθαμε σε επαφή με μια χώρα και
ένα λαό τόσο μακρινό και τόσο κοντά και κάναμε μικρή ιστορική αναφορά στον
πόλεμο της Κορέας 1950-53.
Η παρουσίαση και συζήτηση του μυθιστορήματος Η
χορτοφάγος της Han Kang σε μετάφραση Αμαλίας
Τζιώτη (Καστανιώτης, 2024) έγινε τη Δευτέρα 17 Μαρτίου 2025 στον πολυχώρο πολιτισμού Άρτεμις του
Δήμου Αμαρουσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου