Σελίδες

Σάββατο 1 Μαρτίου 2025

Cesare Pavese, Η ζωή και το έργο του - «Το Φεγγάρι και οι Φωτιές» - Παρουσίαση Μαριλένα Βαβούρη

                                        

                          

Γεννιέται στις 9 Σεπτεμβρίου 1908 στο Santo Stefano Belbo, τόπο καταγωγής του πατέρα του, στην επαρχία του Cuneo, στην καρδιά της περιοχής Langhe του Piemonte. Ισχυρό δέσιμο θα αναπτύξει με τον τόπο αυτό, στον οποίο διαρκώς θα επιστρέφει και μέσα από τα βιβλία του. Γονείς του ήταν ο Eugenio Pavese, δικαστικός υπάλληλος, και η Consolina Mesturini, από οικογένεια ευκατάστατων εμπόρων. Το σπίτι που γεννήθηκε ήταν η θερινή κατοικία της οικογένειας, η οποία έμενε στο Torino. Το 1902 είχε γεννηθεί η αδελφή του Maria, με την οποία υπήρξε συνδεδεμένος σε όλη την ζωή του. Οι γονείς του είχαν αποκτήσει άλλα τρία παιδιά, μεταξύ των δύο, τα οποία όμως χάθηκαν πολύ πρόωρα.

Στις 2 Ιανουαρίου 1914, σε ηλικία πέντε ετών, χάνει τον πατέρα του. Την  ανατροφή του αναλαμβάνει η αυστηρή και λιγόλογη μητέρα του. Εσωστρεφής και ανασφαλής, είχε μια παιδική ηλικία άνετη, αν και όχι τελείως ξένοιαστη. Το Φθινόπωρο του 1914 η  αδελφή του αρρωσταίνει και η οικογένεια παραμένει στο Santo Stefano, εκεί ο μικρός Cesare θα φοιτήσει στην  Α΄ Δημοτικού. Δύο χρόνια μετά τον θάνατο του πατέρα του, το 1916,  η μητέρα του πουλάει το σπίτι και αγοράζει ένα άλλο στους λόφους, στα περίχωρα του Torino. Το Santo Stefano όμως θα μείνει για εκείνον ως ο τόπος της μνήμης και της φαντασίας, ενώ το Torino, θα είναι ο βιωμένος, καθημερινός τόπος, της ζωής, για σαράντα χρόνια.

Από τα χρόνια της εφηβείας εκδηλώνει την μεγάλη του αγάπη για τα γράμματα. Φοιτά στο Κλασικό Λύκειο Massimo dAzeglio, ιστορικό σχολείο, από το οποίο αποφοίτησαν πολλές προσωπικότητες από τον χώρο της τέχνης, της επιστήμης και της πολιτικής. Σε αυτό διδάσκει ο Augusto Monti, φωτισμένος δάσκαλος, φιλόλογος, συγγραφέας, παιδαγωγός, πολέμιος του φασισμού και φίλος του Gramsci, ο οποίος άσκησε μεγάλη επίδραση με την διδασκαλία του, αλλά και το παράδειγμά του, στους μαθητές του. Γύρω του συγκέντρωνε τους καλύτερους –τον Pavese γρήγορα τον ξεχώρισε– και έτσι δημιουργήθηκε ένας κύκλος συνειδητοποιημένων και φερέλπιδων μαθητών.

Μέσα από τον κύκλο αυτό θα ξεπηδήσει αργότερα, η αυτοαποκαλούμενη αδελφότητα. Θα συναντιούνται σε καφέ, σε ταβέρνες, σε σπίτια, θα κάνουν περιπάτους στα όρια της πόλης, στους λόφους γύρω από το Torino. Ατέρμονες θα είναι οι συζητήσεις και οι ζυμώσεις πάνω στην πολιτική και την τέχνη. Ανάμεσά τους βρίσκονται οι: Leone Ginzburg, Norberto Bobbio, Massimo Mila, Giulio Carlo Argan, Vittorio Foa, Giulio Einaudi,  Mario Sturani και ο  Tullio Pinelli. Οι δύο τελευταίοι υπήρξαν στενοί του φίλοι του Pavese. 

Το 1926 ξεκινάει σπουδές φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Torino. Ανακαλύπτει την αγγλική και παθιάζεται με την αμερικανική λογοτεχνία. To 1930 υποβάλλει την πτυχιακή εργασία του με θέμα την ερμηνεία του έργου του Αμερικανού ποιητή Walt Whitman. O καθηγητής του Federico Olivero, την απορρίπτει όμως, καθώς βρίσκει ότι είναι επηρεασμένη από τη θεωρία αισθητικής του φιλοσόφου και θεωρητικού της τέχνης Benedetto Croce, εκφραστή του φιλελευθερισμού, πράγμα επικίνδυνο για εκείνα τα χρόνια του φασισμού. Με παρέμβαση του φίλου του Ginzburg, θα γίνει δεκτή από τον Ferdinando Neri, καθηγητή της γαλλικής λογοτεχνίας. Την ίδια χρονιά χάνει την μητέρα του. Αρχίζει να εργάζεται ως μεταφραστής, παράλληλα παραδίδει μαθήματα και αρθρογραφεί. Η δουλειά του περιστρέφεται γύρω από τους Αμερικανούς συγγραφείς (Sinclair Lewis, Herman Melville...). Ήταν από τους πρώτους, αν όχι ο πρώτος, που έδειξε ενδιαφέρον και ασχολήθηκε σοβαρά με τη σύγχρονη αμερικανική λογοτεχνία, στην διάδοση της οποίας συνέβαλε περισσότερο από οποιονδήποτε ομότεχνό του. Εκτός από τις μεταφράσεις έγραψε και πολλά δοκίμια. Αυτά συγκεντρώθηκαν σε έναν τόμο, μετά τον θάνατό του, το 1950,  με τίτλο Η αμερικανική λογοτεχνία και άλλα δοκίμια.

Το 1931 ξεκινάει μία περίοδος κατά την οποία εργάζεται ως αναπληρωτής καθηγητής σε διάφορα σχολεία. Επιδίωξή του ήταν να ακολουθήσει αυτόν τον δρόμο, όμως οι διάφορες εξελίξεις στην ζωή του, τον έφεραν στον κόσμο των εκδόσεων, που με ζέση τελικά υπηρέτησε.

Το 1933 ιδρύεται ο ιστορικός εκδοτικός οίκος Einaudi, που θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην ζωή του. Τον επόμενο χρόνο αρχίζει η συνεργασία του με τον Giulio Einaudi, καθώς διευθύνει για μία χρονιά το περιοδικό La Cultura, μετά την σύλληψη του Leone Ginzburg.

                              Cezare Pavese, Leone Ginzburg, Franco Antonicelli, Carlo Frassinelli.

Στις 15 Μαίου 1935 η αστυνομία συλλαμβάνει πολλά μέλη της αντιφασιστικής οργάνωσης Giustizia e Libertà, μεταξύ αυτών και τον Pavese, που αν και δεν ήταν πολιτικά δραστήριος, θέλοντας να διευκολύνει την φίλη του Tina Pizzardo, στρατευμένη καθηγήτρια, κρατούσε στο σπίτι του αλληλογραφία της. Φυλακίζεται στο Torino και τη Ρώμη και από τις 4 Αυγούστου περνάει οκτώ μήνες εξορία στο Brancaleone της Καλαβρίας. Εδώ θα ξεκινήσει το ημερολόγιό του, Il mestiere di vivere (Το επάγγελμα του να ζεις), που θα κλείσει με τον θάνατό του. Το βιβλίο αυτό, που πρόκειται να εκδοθεί το 1952, είναι ένα «εργαστήριο» σκέψεων, συλλογισμών, στοχασμών. Όλα όσα τον απασχόλησαν κατά την διάρκεια του βίου του βρίσκονται εδώ: η μοναξιά, η αποξένωση, η έλλειψη αγάπης, η λογοτεχνική μυθοπλασία. Πολλές σελίδες του είναι γεμάτες απόγνωση.

Στις 19 Μαρτίου 1936 επιστρέφει στο Torino από την εξορία. Μόλις έχει εκδοθεί η ποιητική του συλλογή Lavorare stanca (Η εργασία κουράζει), με ποιήματα γραμμένα μεταξύ 1931 και 1936, η οποία όμως πέρασε απαρατήρητη. Εν τω μεταξύ, η αγαπημένη του Tina ετοιμάζεται να παντρευτεί. Όλα αυτά του προκαλούν απογοήτευση. Ξαναρχίζει για λόγους βιοπορισμού την μετάφραση (Dos Passos, Steinbeck κ.ά.). Σιγά σιγά στρέφεται προς την πεζογραφία. Επιρροές του αποτελούν σε μεγάλο βαθμό, ο βερισμός του Giovanni Verga και η ρεαλιστική λογοτεχνία των Αμερικανών, σε επίπεδο όχι μόνο περιεχομένου, αλλά και μορφής, δηλαδή η χρήση του ζωντανού προφορικού λόγου, η διάλεκτος (ενδιαφέρεται για το αμερικάνικο slang και κάνει έρευνες πάνω σε αυτό).


Την 1η Μαου 1938 μονιμοποιείται η σχέση του με τις εκδόσεις Einaudi. Προσλαμβάνεται ως επιμελητής εκδόσεων, μεταφραστής και συντονιστής,  παρά τις αρχικές του αντιρρήσεις. Αυτός ο χώρος θα γίνει το δεύτερο του σπίτι, αν όχι το πρώτο. Εργασιομανής και ευσυνείδητός, θα εξελιχθεί και θα γίνει η ψυχή του εκδοτικού οίκου. Καθοριστική υπήρξε η συμβολή του στην δημιουργία διαφόρων αναγνωρισμένων σειρών: Τα Δοκίμια, Ξένοι Λογοτέχνες, Σύγχρονοι Πεζογράφοι, Τα Κοράλλια κτλ. Οι προσωπικές του αναζητήσεις είναι ιδιαιτέρως εμφανείς στην σειρά Οι Χιλιετηρίδες, με θέματα γύρω από τον μύθο, τον αρχαίο ελληνικό, αλλά και τον σύγχρονο αμερικάνικο.

Από τα τέλη του 1937 μέχρι τον Απρίλιο του 1939 αφιερώνεται στην συγγραφή του πρώτου σύντομου μυθιστορήματος του Il carcere (Η φυλακή) που είναι εμπνευσμένο από την περίοδο της στέρησης της ελευθερίας του και το οποίο θα κυκλοφορήσει δέκα χρόνια μετά. Αναφέρεται στην μοναξιά του εξόριστου και την διαφοροποίησή του από τον ακατανόητο εξωτερικό κόσμο.

Μέσα στο 1939 γράφει το Paesi tuoi (Οι δικοί σου τόποι). Είναι το πρώτο πεζογράφημά του, εκδίδεται το 1941 και αποτελεί και την πρώτη επιτυχία. Τυχαίνει θερμής υποδοχής από την κριτική. Σε αυτό το βιβλίο, που έχει νεορεαλιστικά χαρακτηριστικά, επιστρέφει στην γενέθλια γη, την γη του Piemonte, αφηγούμενος τις ζωές, τις περιπέτειες των ανθρώπων της αγροτικής τάξης.

Το 1940 σχετίζεται με την Fernanda Pivano, πρώην μαθήτριά του, τότε νεαρή φοιτήτρια, η οποία μελετούσε την αγγλική λογοτεχνία. Θα την στηρίξει στο μεταφραστικό της έργο. Η φιλία τους θα διαρκέσει, όμως η κοπέλα θα απορρίψει τις δύο προτάσεις γάμου που της κάνει, σε διάστημα πέντε ετών. Σε αυτήν θα αφιερώσει και μερικά ποιήματά του. Την ίδια χρονιά γράφει το La bella estate (Το ωραίο καλοκαίρι), με αρχικό τίτλο La tenda (Η κουρτίνα) και, μεταξύ ’40 και ’41, το  La Spiaggia (Η Παραλία).


Θα μετακινηθεί στην Ρώμη, το 1943, για λογαριασμό του εκδοτικού οίκου Einaudi. Τον καλούν να παρουσιαστεί στον στρατό. Θα περάσει έξι μήνες σε στρατιωτικό νοσοκομείο, λόγω του άσθματος από το οποίο υποφέρει. Επιστρέφει στο Torino, το βρίσκει βομβαρδισμένο και τους φίλους απόντες. Μετά την υπογραφή της ανακωχής, τον Σεπτέμβριο, και τα γεγονότα που ακολούθησαν (εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας του Σαλό), ο εκδοτικός οίκος θα βρεθεί κάτω από τον έλεγχο των φασιστών. Στα βουνά οργανώνεται το κίνημα των παρτιζάνων. Τότε ο Pavese, σε αντίθεση με πολλούς φίλους του που πέρασαν στην Αντίσταση,  αποσύρεται, αρχικά μαζί με την οικογένεια της αδελφής του στην Serralunga di Crea, μικρό χωριό στο Monferrato, και στην συνέχεια καταφεύγει σε κολέγιο – οικοτροφείο μοναχών στο Casale Monferrato (Collegio Trevisio di Casale Monferrato), όπου ασχολείται με την διδασκαλία. Την περίοδο εκείνη διαβάζει Σαίξπηρ και Υπαρξιστές, ανακαλύπτει μιλώντας με τους ντόπιους τις τελετουργίες της υπαίθρου. Βιώνει κρίση βαθιά που τον οδηγεί να σκεφτεί πάνω στην σημασία του μύθου, της θρησκείας, των αξιών της κλασικής παιδείας, της βάναυσης πλευράς της Ιστορίας. Όμως παρακολουθεί ως θεατής τα γεγονότα. Από τα βιώματά του αυτά θα γεννηθεί το βιβλίο La casa in collina (Το σπίτι στον λόφο). 


Επιστρέφει στο Torino, το 1945, μετά την απελευθέρωση. Εκεί μαθαίνει για τον θάνατο αρκετών φίλων του. Αισθάνεται τύψεις και ενοχές, πράγμα που θα εκφράσει μέσα από τα γραπτά του. Αποφασίζει να γραφτεί στο Κομμουνιστικό Κόμμα και ξεκινάει συνεργασία με την Unità γράφοντας διάφορα κείμενα στα οποία προσεγγίζει το θέμα του καθήκοντος των πνευματικών ανθρώπων, όπως και της σχέσης λογοτεχνίας – κοινωνίας. Γράφει στον φίλο του Massimo Mila: “εγώ τελικά τακτοποίησα τη θέση μου με την εγγραφή μου στο Κομμουνιστικό Κόμμα”, μια ύστατη, εκτός των άλλων, προσπάθεια να σπάσει την απομόνωση και να επανασυνδεθεί με τον κόσμο. Τους μήνες που συνεργαζόταν με την Unità γνώρισε τον Italo Calvino, ο οποίος τον ακολούθησε στον Einaudi και έγινε ένας από του στενότερους συνεργάτες του.

Στα τέλη του 1945 μετακινείται στη Ρώμη για έναν χρόνο, προκειμένου να επαναοργανώσει το παράρτημα του εκδοτικού οίκου. Δύσκολη και μελαγχολική περίοδος, νοιώθει εξορισμένος, μακριά από το οικείο περιβάλλον του. Γνωρίζει την Bianca Garufi. Νέο πάθος γεννιέται μέσα του, καταδικασμένο όμως και αυτό. Μαζί θα γράψουν ένα βιβλίο που δεν ολοκληρώθηκε. Θα το εκδώσει μετά θάνατον, το 1959, ο Calvino που τον διαδέχεται στον εκδοτικό οίκο και θα το τιτλοφορήσει Fuoco grande (Μεγάλη φωτιά).

Το 1946 εκδίδεται το Feria dagosto (Αυγουστιάτικες διακοπές). Πρόκειται για συλλογή με αφηγήσεις και δοκίμια γραμμένα μεταξύ 1937 και 1944. Εδώ εκθέτει την προσωπική του οπτική για τον κόσμο και την λογοτεχνία. Τρία θέματα – σύμβολα αναπτύσσει, τη θάλασσα, την πόλη και το αμπέλι. Το ενδιαφέρον του Pavese για τον μύθο θα εκδηλωθεί τη δεκαετία του ’40. Σε αυτό το στοιχείο και στο λαϊκό βίο (φολκλόρ) αποδίδει τις γενεσιουργές αιτίες της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Αναζητά την αρχή των πάντων, το αρχέγονο, το αμόλυντο, το αυθεντικό, αυτό δηλαδή που αντιπροσωπεύει ο μύθος, πριν ο πολιτισμός εξελιχθεί και έρθει η συνειδητοποίηση του πόνου.


Το 1947 εκδίδονται οι Dialoghi con Leucò (Διάλογοι με την Λευκώ), βιβλίο γραμμένο μεταξύ 1945 και 1947. Το έργο βασίζεται στους αρχαίους ελληνικούς μύθους. Μέσα από τους διαλόγους με μία θεότητα, την Λευκοθέα, αναζητά το νόημα της ύπαρξης. Είναι αφιερωμένο στην Bianca G. (Λευκώ). Ο ίδιος το θεωρεί το σημαντικότερο βιβλίο του. Την ίδια χρονιά γράφει το Il compagno (Ο σύντροφος), μυθιστόρημα για το οποίο τον επόμενο χρόνο θα τιμηθεί με το Βραβείο Salento. Στον εκδοτικό τομέα είναι ιδιαίτερα δραστήριος. Ξεκινάει την σειρά Συλλογή θρησκευτικών, εθνολογικών και ψυχολογικών μελετών, γνωστή και ως μωβ σειρά. Έτσι βλέπουν το φως της δημοσιότητας στην Ιταλία κείμενα των Malinowski, Propp, Jung κλπ.

Μεταξύ 1947 και 1948 γεννιέται το La casa in collina (Το σπίτι στον λόφο). Σε πρώτο πρόσωπο αφηγείται την ζωή ενός καθηγητή από το Torino, ο οποίος κατά την διάρκεια του πολέμου απομονώνεται σε ένα σπίτι στον λόφο. Η ανάγκη του πνευματικού ανθρώπου για μοναχικότητα και η αποχή του από τις συλλογικές διαδικασίες, είναι το θέμα αυτού του βιβλίου. Πρόβλημα προσωπικό που ο ίδιος βίωσε και τον δίχαζε, καθώς δεν συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση, αναγνωρίζει όμως μέσα στα γραπτά του την ύπαρξη ευθύνης.


Το βιβλίο La bella estate (Το ωραίο καλοκαίρι) εκδίδεται το 1949. Περιλαμβάνει τρία σύντομα μυθιστορήματα: το ομότιτλο, γραμμένο το 1940, αρχικά με τίτλο Η κουρτίνα, το Il diavolo sulle colline (Ο διάβολος στους λόφους ), με θέμα τις περιπλανήσεις τριών νέων από το Torino, ανάμεσα σε πόλη και λόφους, και το Tra donne sole (Μεταξύ γυναικών μόνων ), στο οποίο αφηγείται ιστορίες γυναικών την περίοδο της μετάβασης προς την νεωτερικότητα και την οικονομική έκρηξη, μετά το τέλος του πολέμου.

Μεταξύ 18 Σεπτεμβρίου και 9 Νοεμβρίου 1949 γράφει το La luna e I falò (Το φεγγάρι και οι φωτιές). Με την ολοκλήρωση αυτού του μυθιστορήματος, που θα είναι και το τελευταίο του, πηγαίνει στην Ρώμη, όπου γνωρίζει την αμερικανίδα ηθοποιό Constance Dowling, αδελφή της Doris Dowling που είχε παίξει στην ταινία Riso amaro (Πικρό ρύζι) του Giuseppe De Santis. Την ερωτεύεται κεραυνοβόλα, ζουν μία σύντομη σχέση, όμως εκείνη τελικά θα τον αφήσει και θα γυρίσει στην Αμερική. Και πάλι κλονίζεται, νοιώθει άλλη μία φορά μετέωρος και προδομένος.

Την άνοιξη του 1950, ένα άρθρο του στο περιοδικό Cultura e realtà δημιούργησε αντιδράσεις στους κόλπους του κόμματος, γενικός γραμματέας του οποίου τότε ήταν ο Palmiro Togliati. Η πικρία του αυξάνεται. Τον Απρίλιο εκδίδεται Το φεγγάρι και οι φωτιές, από τον Einaudi, και στις 24 Ιουνίου του απονέμεται το βραβείο Strega για το βιβλίο La bella estate. Tο γεγονός όμως αυτό δεν τον χαροποιεί, «θλιβερή υπόθεση» το χαρακτηρίζει στα γράμματα προς τους φίλους του. Αιτία η βαθιά απογοήτευση που νοιώθει από τις εξελίξεις στην προσωπική ζωή του.

Στις 17 Αυγούστου 1950, γράφει στο ημερολόγιό του, μεταξύ των άλλων: «Στο επάγγελμά μου λοιπόν είμαι βασιλιάς… Αυτό που μένει είναι ότι τώρα ξέρω ποιος είναι ο υψηλότερος θρίαμβός μου και από αυτόν τον θρίαμβο λείπει η σάρκα, λείπει το αίμα, λείπει η ζωή». Ήδη από τα χρόνια της νιότης, ο δάσκαλος του ο Monti τον προέτρεπε να ζει όπως οι συνομήλικοί του, εκείνος όμως δεν το ακολούθησε και σε ένα γράμμα του λέει: «δεν μπορώ, η λογοτεχνία είναι μια πολλή ζηλιάρα ερωμένη». Ο χαμένος χρόνος πλέον δεν μπορεί να ανακτηθεί, αυτό το συνειδητοποιεί στο τέλος και τίποτε δεν θα σταθεί ικανό να του γεμίσει το υπαρξιακό του κενό. Κλείνει στο ημερολόγιό του, στις 18 Αυγούστου: «Όχι λόγια. Μία χειρονομία. Δεν θα ξαναγράψω».

Την νύχτα της 26ης Αυγούστου 1950 αυτοκτονεί στα 42 του χρόνια,  στο ξενοδοχείο “Roma” στο Torino. Στο κομοδίνο δίπλα του αφήνει τους Διαλόγους με την Λευκώ και στην εσωτερική λευκή σελίδα τα τελευταία του λόγια: «Όλους τους συγχωρώ και από όλους ζητώ συγγνώμη. Εντάξει; Μην κάνετε πάρα πολλά κουτσομπολιά».

Ο τάφος του Παβέζε στον Αγ. Στέφανο του Μπέλμπο

Ο Italo Calvino, πιστός μαθητής του και διάδοχός του στον εκδοτικό οίκο, γράφει το 1953, σε ένα λογοτεχνικό περιοδικό (LApprodo Letterario, Ιαν.- Μαρτ. 1953, άρθρο “Forestiero a Torino. Ritratto di Torino”): «Είναι αλήθεια ότι τα βιβλία του δεν φθάνουν για να σχηματίσουμε μια ολοκληρωμένη του εικόνα, διότι είναι θεμελιώδες να κατανοήσουμε πως εργαζόταν, να αντιληφθούμε πως η παιδεία του ανθρώπου των γραμμάτων και η ευαισθησία του ποιητή μετατρέπονταν σε παραγωγικό έργο, σε αξίες μεταδοτικές, σε οργάνωση και ανταλλαγή ιδεών, σε εφαρμογή και σχολείο όλων των τεχνικών που συμπεριλαμβάνει ένας σύγχρονος πολιτισμός».

ΤΟ ΦΕΓΓΑΡΙ ΚΑΙ ΟΙ ΦΩΤΙΕΣ

Το βιβλίο αυτό κατατάσσεται στα σημαντικότερα έργα της μεταπολεμικής ιταλικής λογοτεχνίας. Γράφτηκε μεταξύ 18 Σεπτεμβρίου  και 9 Νοεμβρίου 1949 και εκδόθηκε τον Απρίλιο του 1950 από τον Einaudi. Είναι το τελευταίο του βιβλίο πριν τον θάνατό του τον Αύγουστο του 1950. Για αυτόν τον λόγο έχει μια ιδιαίτερη βαρύτητα, ως μαρτυρία των θεμάτων που πάντα τον βασάνιζαν. Είναι αφιερωμένο στην C., δηλαδή στην Constance Dowling, την αμερικανίδα ηθοποιό.  Στην ίδια επίσης είναι αφιερωμένο ένα από τα τελευταία του ποιήματα  Ο θάνατος θα ‘ρθεί και θα έχει τα δικά σου μάτια.

Ο πρωταγωνιστής του μυθιστορήματος, το Χέλι, γνωστός μόνο με το παρατσούκλι,  επιστρέφει μετά την Απελευθέρωση, στη γενέθλια γη, από την Αμερική, όπου έκανε την τύχη του. Η τοποθεσία δεν ονομάζεται ρητά ταυτίζεται όμως με το Santo Stefano Belbo, εκεί όπου γεννήθηκε ο συγγραφέας, στην περιοχή Langhe του Piemonte.

Σάντο Στέφανο Μπέλμπο

Το Χέλι άφησε την Ιταλία πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, και αφού είχε έρθει σε επαφή με αντιφασιστικούς κύκλους κατά την διάρκεια της στρατιωτικής θητείας του. Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο και ξεδιπλώνεται ανάμεσα σε διάφορα γεγονότα, χωρίς χρονολογική σειρά. Αποτελείται από 32 μικρά κεφάλαια, όπου παρόν και παρελθόν αλληλοσυμπλέκονται.

Η εξιστόρηση ξεκινάει από τις πρώτες στιγμές του πρωταγωνιστή που εγκαταλείπεται βρέφος έξω από τον καθεδρικό ναό της Alba. Ένα ζευγάρι αγροτών τον υιοθετεί, λαμβάνοντας και μια μηνιαία οικονομική βοήθεια. Μετά τον θάνατο της θετής μητέρας του και μια φυσική καταστροφή ο μικρός, που συχνά άκουγε να τον αποκαλούν μπάσταρδο, μετακινείται στο αγρόκτημα της Mora, όπου αρχίζει να εργάζεται. Εκεί θα έρθει σε επαφή με τον κόσμο των πλουσίων γαιοκτημόνων. Θα γνωριστεί με τις όμορφες κόρες του ιδιοκτήτη, που στα μετέπειτα εφηβικά του χρόνια θα γίνουν αντικείμενο θαυμασμού και ερωτικού πόθου. Η φιλία του με τον κατά τρία χρόνια μεγαλύτερο Nuto, του ανοίγει ένα μεγάλο παράθυρο στον κόσμο. Στην επιστροφή του, ο κεντρικός ήρωας διασχίζει τους δρόμους του χωριού, πηγαίνει στην ύπαιθρο, στους λόφους, όπου όμως πολλά έχουν αλλάξει. Σε αυτό το ταξίδι του νόστου, παρέα με τον παλιό του φίλο, ο οποίος έμεινε ριζωμένος στον τόπο όλα τα χρόνια, ξυπνούν οι μνήμες, νοσταλγεί και ψάχνει για τις ρίζες του. Αυτό θα τον φέρει στο σπίτι που μεγάλωσε, στο οποίο τίποτε δεν έχει αλλάξει. Εκεί γνωρίζει τον καινούργιο ιδιοκτήτη του, τον Valino και τον ανάπηρο μικρό γιο του, τον Cinto, που θα του θυμίζει τα χρόνια τα δικά του, της αθωότητας, τότε που ανακάλυπτε τον κόσμο με την βοήθεια του μεγαλύτερου Nuto. Θα γίνει ο μέντορας και προστάτης του ευάλωτου αγοριού και ιδιαίτερα την στιγμή της καταστροφής που θα προκαλέσει ο βίαιος πατέρας του. Το Χέλι αν και γνωρίζει την κακή κατάληξη των δύο κοριτσιών από το αγρόκτημα της Μόρα, δεν ξέρει τίποτε για την τύχη της μικρότερής τους αδελφής. Ο φίλος του θα του αποκαλύψει στο τέλος του βιβλίου ότι η πανέμορφη κοπέλα, κατά την διάρκεια του πολέμου και της Αντίστασης, ως διπλή κατάσκοπος των γερμανών, των φασιστών και των παρτιζάνων, βρήκε άγριο τέλος. Ο πρωταγωνιστής από μικρό παιδί αναζητούσε την φυγή και την γνωριμία άλλων τόπων, πουθενά όμως δεν στέριωσε, δεν αισθάνθηκε ότι ανήκει, οι τόποι του ήταν πάντα ξένοι, γι αυτό και αποφάσισε τον γυρισμό στους λόφους των πρώτων χρόνων της ζωής του. Τίποτε όμως δεν θα τον κρατήσει και εδώ.  

Το εργαστήρι του Νούτο

Το μυθιστόρημα δομείται σε δύο αφηγηματικά επίπεδα: το ένα σχετίζεται με τον χρόνο της παιδικής ηλικίας, τότε που γίνονται οι ανακαλύψεις και γεννιούνται οι επιθυμίες, και το άλλο με την φάση της ωριμότητας, όταν μαζί με την συνειδητοποίηση γεννιέται και η απογοήτευση. Στις σελίδες του βιβλίου αυτού ο συγγραφέας περικλείει όλα τα αγαπημένα του θέματα: αγροτικό τοπίο, μύθος, αναζήτηση της προέλευσης, των καταβολών και καταστροφή ως συνέπεια του πολέμου. Επιπλέον, αυτό το τελευταίο  πεζογράφημα του Pavese, συγκεντρώνει τα περισσότερα συμβολικά και αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο αφηγητής – πρωταγωνιστής δεν είναι παρά το alter ego του, που γυρίζει πίσω αναζητώντας την παιδική ηλικία και τις ρίζες του, «μπάσταρδος», δηλαδή αποξενωμένος και εξορισμένος από τον ανοίκειο κόσμο.

Οι λόφοι του Piemonte που αποτελούν την ποιητική γεωγραφία του συγγραφέα, οι φωτιές κάτω από το φεγγάρι, η μουσική που παίζει ο Nuto από χωριό σε χωριό, ο έρωτας με στοιχεία φαντασίωσης και οι ίντριγκες των προνομιούχων γυναικών, η ζωή του χωριού με τις προλήψεις, τις προκαταλήψεις και τις σκοτεινές πλευρές, όλες αυτές οι πτυχές παρουσιάζονται στο βιβλίο με έναν τρόπο ποιητικό, λυρικό. Τα εξωτερικά γεγονότα και η αντικειμενική πραγματικότητα είναι για τον συγγραφέα το εφαλτήριο για να μιλήσει για τις πολλαπλές σημασίες μιας κατάστασης μυστικής που ο ίδιος ονόμαζε «συμβολική πραγματικότητα». Ο λόφος γίνεται ο μυθικός τόπος και τα γεγονότα που διαδραματίζονται εκεί παίρνουν μία συμβολική διάσταση. Το θέμα της επιστροφής στον γενέθλιο τόπο και η αναζήτηση του εαυτού και της ταυτότητας, συνδέεται με την παιδική ηλικία, στιγμή προνομιακή, καθώς το πρωταρχικό στοιχείο, ο μύθος, βιώνεται αυθόρμητα και ασυνείδητα. Ο μύθος που είναι αρχέτυπο, στοιχείο προϋπάρχον, κοινό και πανανθρώπινο, ταυτόχρονα σκοτεινό και μυστήριο.

Το ζήτημα της Αντίστασης και των παρτιζάνων που εμφανίζεται στις σελίδες αυτού του βιβλίου, οδήγησε αρχικά τους κριτικούς να το χαρακτηρίσουν ως νεορεαλιστικό. Παρότι έχει στοιχεία νεορεαλισμού, εντούτοις η περιγραφή δεν αποσκοπεί στην καταγραφή των συμβάντων, αλλά διαμέσου των γεγονότων ο συγγραφέας εκφράζει την προσωπική του οπτική για την τραγικότητα της ζωής. Οι καταστροφικές συνέπειες των συγκρούσεων παίρνουν συμβολικό χαρακτήρα, καθώς ανάγονται στην αναπόφευκτη τραγωδία του ανθρωπίνου γένους.

Το φεγγάρι και οι φωτιές, που αποτελούν και τον τίτλο του βιβλίου, διαπερνούν το μυθιστόρημα από την αρχή έως το τέλος. Η σελήνη είναι το στοιχείο που συνδέεται με τις αγροτικές εργασίες, με τον κύκλο και τις εναλλαγές των εποχών, πράγμα απόλυτα ταυτισμένο με την ζωή και τις τύχες των ανθρώπων. Οι φωτιές, αρχικά είναι εκείνες οι γιορτινές, των πρώτων χρόνων της ζωής του αφηγητή, που αποτελούσαν μέρος μιας τελετουργίας, συνδεδεμένης με την φύση και την γονιμότητα της γης. Στη λάμψη αυτών των πυρών που ανάβονταν την νύχτα κατά την διάρκεια των εορτών της υπαίθρου, φώτιζαν τον ουρανό και αντιπροσώπευαν για το μικρό αγόρι στιγμές μαγικές, ανακάλυψης, αντιπαραβάλλονται άλλες φωτιές, οι βίαιες, των χρόνων της ωριμότητας και του τέλους των ψευδαισθήσεων. Συμβολικός είναι ο χαρακτήρας της φωτιάς που έκαψε το σπίτι του πρωταγωνιστή στον λόφο, εκεί όπου έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, όπως και εκείνης στο τέλος του βιβλίου που συνδέεται με τη θηριωδία του πολέμου στους ίδιους λόφους. Ίσως σε αυτό συμπυκνώνεται το νόημα του μυθιστορήματος: από την μια η μυθική εποχή της παιδικής ηλικίας και από την άλλη η ματαίωση που φέρνει ο χρόνος και η ιστορία. Μια κατάρα διακατέχει την φύση της ανθρώπινης ύπαρξης θέλει να μας πει ο Pavese. Η απαισιόδοξη στάση του σε αυτό το τελευταίο βιβλίο σχετίζεται με την πεποίθησή του ότι η ζωή είναι συνυφασμένη με μια τραγική και αναπόφευκτη μοίρα. Με αυτό διάλεξε να μας αποχαιρετήσει. 

1η έκδοση, Einaudi, 1949

Ο λόγος του λιτός, καθαρός, διαυγής και παρατακτικός. Η χρήση της προφορικής γλώσσας των απλών ανθρώπων προσδίδει ζωντάνια και αυθεντικότητα. Ο ήρωας του μυθιστορήματος μιλάει για γεγονότα με τρόπο απλό, με λέξεις απλές, χωρίς να καταφεύγει σε λεπτομέρειες και μακροσκελείς περιγραφές. Δημιουργείται έτσι ένα ελκυστικό αφηγηματικό ύφος, με το οποίο συλλογισμός και νοήματα αποκαλύπτονται μέσα από τα διάφορα επεισόδια. Αυτό ίσως είναι το μεγαλείο του συγγραφέα, ότι καταφέρνει, δηλαδή, να μας μεταφέρει το βάσανό του, το προσωπικό του δράμα, το όραμά του για τον κόσμο μέσα από απλά γεγονότα.

Γενικότερα το έργο του Pavese, ολόκληρο, είναι μια εσωτερική διαρκής κατάδυση και ανάλυση των στοχασμών σχετικά με θέματα που επιστρέφουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο: τα παιδικά χρόνια στις Langhe και ο κόσμος της υπαίθρου που αντιπροσωπεύουν την αυθεντικότητα, η φύση με τους αδυσώπητους ρυθμούς της από τη γέννηση έως τον θάνατο, ο αιώνιος χρόνος και το θνησιγενές του μύθου, η πόλη και η νεωτερικότητα που αλλοτριώνουν την φύση, η πόλη ως τόπος προσποίησης, οι μάσκες, η ψεύτικη εικόνα που οι άλλοι, αλλά και εμείς οι ίδιοι, σχηματίζουμε για τον εαυτό μας, οπτική συγγενής με του Pirandello, μόνο που στον Pavese παίρνει μια πιο τραγική διάσταση.

Η παρουσίαση και συζήτηση για το μυθιστόρημα Το φεγγάρι και οι φωτιές του Cesare Pavese σε μετάφραση Άννας Παπασταύρου (Μεταίχμιο, 2021 έγινε τη Δευτέρα 16 Δεκεμβρίου 2024 στο Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού του Δήμου Αμαρουσίου. 

Οι φωτογραφίες από τους χώρους όπου διαδραματίζεται η πλοκή είναι από τον ιστότοπο Cesare Pavese: life and works:  https://fondazionecesarepavese.it/en/cesare-pavese-life-and-works/

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου