Σελίδες

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2024

«Καπούτ» του Κούρτσιο Μαλαπάρτε - παρουσίαση Μαίρη Συμεωνίδου

Ο Κούρτσιο Μαλαπάρτε γεννήθηκε ως Kurt Erich Zuckert στο Πράτο της Τοσκάνης, στις 9 Ιουνίου 1898 από πάμπλουτο Γερμανό πατέρα και Ιταλίδα μητέρα. Ο διχασμός στη ζωή του ήρθε από νωρίς. Για κάποιους λόγους, τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε μια οικογένεια της εργατικής τάξης, μακριά από τους γονείς του. Μετά τα έξι τον πήραν κοντά τους αλλά το γερμανικό του όνομα του δημιουργούσε προβλήματα στο σχολείο… Κάνοντας ένα άλμα στο χρόνο τον βρίσκουμε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, ήδη δημοσιογράφος στο επάγγελμα, να πολεμάει εναντίον των Γερμανών με τον βαθμό του λοχαγού. Ασπάζεται τον φασισμό και είναι από τους πρωτεργάτες της μεγάλης πορείας του Μουσολίνι προς τη Ρώμη το 1922. Όμως η δημοσιογραφική κριτική του μάτια τον φέρνει σε ρήξη με το κυβερνών κόμμα. Η έκδοση του πολύ επιτυχημένου του βιβλίου Η Τεχνική του Πραξικοπήματος το 1932, όπου δεν χαρίζεται στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, τον στέλνει στην εξορία για πέντε χρόνια στο νησί του Λίπαρι (1933–1938). Γενικώς, ταλαιπωρείται από το φασιστικό καθεστώς και φυλακίζεται για μικρά χρονικά διαστήματα, σχεδόν κάθε χρόνο. Η φιλία του όμως με τον γαμπρό του δικτάτορα, τον Τσιάνο, τον σώζει από τα χειρότερα. Προτού ξεσπάσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος αποφασίζει να μείνει μόνιμα στο Κάπρι, όπου είχε κτίσει την Casa Malaparte

Το 1963 ο Γκοντάρ γύρισε την ταινία Η Περιφρόνηση, που είχε εντυπωσιάσει για το τολμηρό θέμα της, την ατίθαση ομορφιά της Brigitte Bardot, το καβουράκι του Μισέλ Πικολί και το σκηνικό της: «ένα τρελό σπίτι κάπου στην Ιταλία!» Το τρελό σπίτι είναι η περίφημη Casa Malaparte. Κτισμένο σε έναν κάθετο βράχο 32 μέτρων πάνω από τον κόλπο του Σαλέρνο, δυσπρόσιτο οδικά (μιάμιση ώρα ποδαρόδρομος), προσεγγίζεται διά θαλάσσης, αφού ανέβεις από μια μικρή προβλήτα το σχεδόν κάθετο μονοπάτι με τα 99 σκαλιά.


Κατά τη διάρκεια του πολέμου και μετά την επιστροφή του από τη Φινλανδία, φυλακίζεται πάλι από το καθεστώς ώσπου τον απελευθερώνουν οι Αμερικανοί. Μετά τον πόλεμο αντιμετωπίζει δίωξη ως παλαιός συμπαθών του φασιστικού κόμματος αλλά αθωώνεται και μεταναστεύει στην Γαλλία όπου θα ζήσει μέχρι το θάνατό του από καρκίνο το 1957. Κατά τη διάρκεια του πολέμου ασπάσθηκε τον κομμουνισμό ενώ, προς το τέλος της ζωής του, «φλέρταρε» με τον μαοϊσμό…

Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι το γιατί έγινε φασίστας και το πώς μετά έγινε αντιφασίστας!

Ο Μαλαπάρτε δεν προσέγγισε το φασισμό γιατί ήταν αντισημίτης, αλλά γιατί έβλεπε στη βία του φασισμού έναν αισθητικό πίνακα, ένα δημιούργημα του χεριού ενός Μιχαήλ Άγγελου. Και όταν έγινε αντιφασίστας πάλι έβλεπε την βία ως το ωραιότερο έργο ζωγραφικής (Γιώργος Σιακαντάρης).

Αρχικά ήταν εθνικιστής. Σε ηλικία μόλις δεκαεπτά ετών κατετάγη στο Σώμα των Αλπινιστών του Βασιλικού Στρατού της Ιταλίας για να πολεμήσει κατά των δυνάμεων της Αυστροουγγαρίας. Η συντριβή του ιταλικού στρατού στο Caporetto της Σλοβενίας το 1917 οδήγησε τον Μαλαπάρτε να γράψει το πρώτο του βιβλίο που αρχικά είχε τον τίτλο Viva Caporetto. Εδώ η ήττα αποδόθηκε σε εσωτερική προδοσία. Ακολουθώντας τον διαχωρισμό σε «πατριώτες και προδότες» βγήκε στο δρόμο του φασισμού μαζί με άλλα μεγάλα ονόματα της ιταλικής διανόησης, όπως ο Φίλιππο Τομάζο Μαρινέττι και ο Γκαμπριέλε Ντ’ Ανούντσιο. Ο χώρος που συσπείρωσε γύρω του όλους αυτούς τους διανοούμενους ήταν το Εθνικό Φασιστικό Ινστιτούτο Πολιτισμού, που ίδρυσε το 1925 ο Τζοβάνι Τζεντίλε και το οποίο μετονομάστηκε αργότερα σε Ινστιτούτο Φασιστικού Πολιτισμού. Ποια ήταν η πυρηνική ιδέα του Τζεντίλε; Η ιδέα της αξιοποίησης από το κράτος και την κοινωνία μόνο των «Άξιων». Όλοι αυτοί πίστευαν ότι μέσω της προώθησης των «Άξιων», της ελίτ, μπορούσαν να δημιουργηθούν τέτοιοι πολιτικοί θεσμοί που θα οδηγούσαν στην πνευματική αναγέννηση της Ιταλίας που, βεβαίως, ήταν προϋπόθεση για την εθνική αναγέννηση της χώρας. Στην περίπτωση όμως του Κούρτσιο Μαλαπάρτε υπάρχει ένας ακόμη λόγος που έγινε φασίστας. Θαυμάζει τη βία όχι ως μέσο κοινωνικού μετασχηματισμού, αλλά ως απόρροια της κακής φύσης του ανθρώπου.  (Αυτό βέβαια έρχεται σε αντίθεση με τις κοινωνιολογικές προσεγγίσεις που διδάσκουν ότι ο άνθρωπος είναι από τη φύση του καλός αλλά οι συνθήκες του «περιβάλλοντος» τον μετασχηματίζουν.)

Στο βιβλίο του Το Δέρμα, (σελ. 411) λέει:

Ο άνθρωπος είναι πράγμα ακόμα πιο θλιβερό και πιο φρικτό από αυτήν τη στοίβα σάπιο κρέας. Άνθρωπος είναι αλαζονεία, σκληρότητα, προδοσία, δειλία, βία. Η διαλυμένη σάρκα είναι θλίψη, αιδώς, φόβος, τύψη, ελπίδα. Ένας άνθρωπος, ένας ζωντανός άνθρωπος, είναι κάτι ασήμαντο σε σύγκριση με μια στοίβα σάπιο κρέας.

Ο Μαλαπάρτε, είτε ως φασίστας είτε ως αντιφασίστας είτε ως φιλοσοβιετικός είτε ως μαοϊκός κομμουνιστής είτε και ως καθολικός, ήταν και παρέμεινε ένας εστέτ της βίας, ένας εστέτ του θανάτου. Στη σελίδα 413 του ίδιου βιβλίου (Το Δέρμα) γράφει:

Είναι θαυμάσιο να είναι νεκρός. Ό,τι δίνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο είναι πράγμα βρώμικο. Ακόμα και ο έρωτας, το μίσος, το καλό και το κακό, όλα. Ακόμη και ο θάνατος που δίνει ο άνθρωπος στον άνθρωπο είναι βρώμικο πράγμα. Ακόμη και η συγχώρεση είναι πράγμα βρώμικο



Αμφιλεγόμενη προσωπικότητα! Αγαπήθηκε και μισήθηκε στον καιρό του. Άλλοι τον περιγράφουν ως αυθεντικό αριστοκράτη, bon viveur και μεγάλο πνεύμα, άλλοι ως ακραίο καιροσκόπο, αδίστακτο. Πάντως όλοι αναγνωρίζουν τη μεγάλη του αξία ως συγγραφέα. Ήταν ένας άνθρωπος που σημάδεψε το πρώτο μισό του 20ού αιώνα με τα βιβλία του και την δράση του…

Το Καπούτ είναι ένα βιβλίο που δύσκολα μπορεί να ταξινομηθεί. Μυθιστόρημα δεν μπορείς να το πεις, ούτε ημερολόγιο, γιατί μπορεί κάποια γεγονότα να είναι επινοημένες ιστορίες. Ο ακριβέστερος χαρακτηρισμός θα ήταν, ίσως, χρονικό. Ίσως δεν έχει και τόση σημασία η ταξινόμηση γιατί η αλήθεια είναι πως το Καπούτ είναι ένα βιβλίο απαραίτητο για τον κάθε πολίτη αυτής της γης, για τον κάθε αναγνώστη που ζητάει κάτι παραπάνω από τη λογοτεχνία. Διαβάζοντας το ταξιδεύεις στην καρδιά του σκοταδιού, στη χώρα του ποτέ, στην κόλαση και στη φρίκη του αλληλοσπαραγμού.

Από μια άλλη σκοπιά είναι το οδοιπορικό ενός πολεμικού ανταποκριτή (ο Μαλαπάρτε ήταν διαπιστευμένος πολεμικός ανταποκριτής της μεγάλης ιταλικής εφημερίδας Κοριέρε ντέλα Σέρα) στις εμπόλεμες ζώνες του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κατά την περίοδο 1941–43. Τον βρίσκουμε σε Ουκρανία, Φιλανδία, Σουηδία, Ρωσία, Γερμανία, Πολωνία, και πάλι στο ρωσο-ουκρανικό μέτωπο, και στην επιστροφή του, στη Νάπολη. Οι συναντήσεις του με διπλωμάτες, αριστοκράτες και ανώτερους στρατιωτικούς και όχι οι μάχες αποτελούν το βασικό κορμό του έργου. Στο Καπούτ ο πόλεμος μετράει ως μοιραίο, δεν είναι ο πρωταγωνιστής, είναι το αντικειμενικό τοπίο αυτού του βιβλίου.

Στις πρώτες σελίδες του βιβλίου, όπου αναγράφεται η ιστορία του χειρόγραφου, ο ίδιος ο συγγραφέας λέει (σελ. 17):

Ο βασικός πρωταγωνιστής του βιβλίου είναι το Καπούτ, αυτό το εύθυμο και ανάλγητο τέρας. Καμιά λέξη εκτός από την σκληρή, σχεδόν μυστηριώδη γερμανική λέξη ΚΑΠΟΥΤ, που κυριολεκτικά σημαίνει »σπασμένο, τελειωμένο, κομματιασμένο, συφοριασμένο»  δεν θα μπορούσε να αποδώσει καλύτερα το νόημα αυτού που είμαστε, αυτού που είναι πλέον η Ευρώπη: ένας σωρός ερειπίων. Κι ας είναι σαφέστατο ότι εγώ προτιμώ αυτή την καπούτ Ευρώπη από την Ευρωπή του χτες και από εκείνη προ εικοσαετίας η τριακονταετίας. Καλύτερα να πρέπει όλα να ξαναφτιαχτούν, παρά να πρέπει όλα να τα αποδεχτούμε σαν μια αμετάβλητη κληρονομιά.

Μία άλλη παρεμφερής προσέγγιση είναι η εξής: Όσον αφορά την προέλευση της λέξης προέρχεται από το εβραϊκό Koppâroth, που σημαίνει θύμα.

Το πεπρωμένο του γερμανικού λαού είναι να μετατραπεί σε Koppâroth, σε θύμα, σε kaputt.

Από τις πρώτες σελίδες του Καπούτ δεν έχουμε μόνο την εξιστόρηση του πολέμου και των συνεπειών του αλλά, κυρίως, την εξιστόρηση της ζωής του ανθρώπου – θύματος.

Το βιβλίο χωρίζεται σε έξι ενότητες, με δύο, τρία ή τέσσερα κεφάλαια η καθεμία. Οι τίτλοι των ενοτήτων είναι ονόματα ζώων: τα άλογα, τα ποντίκια, τα σκυλιά, τα πουλιά, οι τάρανδοι και (τελευταίες και νικήτριες – survivors) οι μύγες. Εστιάζει στα ζώα, αυτά εμπλέκονται στις ιστορίες του, στα ζώα που υποφέρουν, στα ζώα που θριαμβεύουν, στα ζώα που είναι πιο ανθρώπινα από τον θηριώδη άνθρωπο.

Το Kαπούτ ξεκινά με τον συγγραφέα να αναπαύεται στην Στοκχόλμη, στην ουδέτερη Σουηδία, μετά από ανάρρωση σε κλινική του Ελσίνκι. Είναι Σεπτέμβριος του 1941. Είναι εκεί μαζί με τον πρίγκηπα Ευγένιο, γνωστό του από την Μονμάρτη στο Παρίσι. Παρατηρούν τις αποβάθρες της Νίμπροπλαν όπου

λικνίζονται λευκά ατμόπλοια… Πίσω από το Ναύσταθμο ανέθρωσκε ένα γαλάζιο σύννεφο καπνού, που κάθε τόσο το έκοβε με μία κάτασπρη αστραπή το πέταγμα ενός γλάρου. (σελ. 22)

Συζητούν για τον αιμοσταγή Ντίτριχ (διοικητή της προσωπικής φρουράς του Χίτλερ) και παρομοιάζουν το σουηδικό τοπίο με άλογο που καλπάζει.

Η φωνή της σουηδικής φύσης ήταν μια φωνή αλόγου, ένα ερωτικό χλιμίντρισμα, μια βαθύτατη θηλυκή φωνή. (σελ. 38 – 39)

Αρχίζει να ιστορεί πως ευρισκόμενος στο στρατόπεδο του Σμολένσκ στη Ρωσία είδε να έχουν στήσει οι Γερμανοί όρθιο ένα σοβιετικό νεκρό:

Στεκόταν ακίνητος, με το δεξί μπράτσο απλωμένο για να μας δείξει το δρόμο. Ένας νεκρός που έπαιζε το ρόλο πινακίδας. Ιδού η τροχαία μας, του είπε ο Γερμανός αξιωματικός, ή αλλιώς η αμίλητη αστυνομία μας. (σελ. 36)

Στα Ρωσοφινλανδικά σύνορα συναντά νεκρά άλογα μέσα στην παγωμένη λίμνη με το κεφάλι τους να εξέχει.

Αλαφιασμένα από τον τρόμο άλογα του σοβιετικού πυροβολικού κάπου 1000, πολλά χάθηκαν στις φλόγες, πολλά ρίχτηκαν στα νερά. Γραπώθηκαν το ένα πάνω στο άλλο τρέμοντας από το κρύο και το φόβο με το κεφάλι τεντωμένο έξω από το νερό. Τη νύχτα κατέβηκε ο άνεμος του βορρά, το νερό πάγωσε…

Και έτσι, το επόμενο πρωί, οι στρατιώτες αντικρίζουν ένα απίστευτο θέαμα.

Η λίμνη έμοιαζε με μια απέραντη πλάκα λευκό μάρμαρο, πάνω στην οποία ακουμπούσαν ολόκληρες εκατοντάδες αλογοκεφαλές. Έμοιαζαν κομμένες με μια κόφτη τσεκουριά. Μόνο τα κεφάλια εξείχαν από την κρούστα του πάγου. Όλα τα κεφάλια ήταν στραμμένα στην όχθη. Μέσα στα γουρλωμένα μάτια έκαιγε ακόμη η άσπρη φλόγα του τρόμου. (σελ. 88)

(Θυμήθηκα την Μπαλάντα του κυρ Μέντιου, του Κώστα Βάρναλη και συγκεκριμένα το στίχο «και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα, να σκοτώνονται οι λαοί για τ’ αφέντη το φαΐ».)

Εδώ εικονίζεται ο André Prah που εμπνέεται από την ιστορία αυτή και δημιουργεί, 

στην ίδια λίμνη, τα δικά του άλογα. Φωτο Joakim Lundgren

 

Στη συζήτησή του στη Βαρσοβία με τον Γενικό Κυβερνήτη της κατεχόμενης Πολωνίας, τον μετέπειτα καταδικασθέντα σε θάνατο Φρανκ, εκδηλώνει το ταλέντο του «να σκοτώνει» τον συνομιλητή του με το χιούμορ και την ειρωνεία του. Επιχειρηματολογεί υποστηρίζοντας ότι ο Χίτλερ είναι γυναίκα:

Ο Χίτλερ είναι η μητέρα όλου αυτού του νέου γερμανικού λαού, τον συνέλαβε στην κοιλιά του, τον γέννησε με πόνο, τον έθρεψε με το αίμα του. (σελ. 104)

Ο Φρανκ αυτοπαρουσιάζεται ως βασιλιάς της Πολωνίας και ευελπιστεί να εκπολιτίσει τη σλαβική βαρβαρότητα των Πολωνών.

Στο δείπνο που του προσφέρεται στο ανάκτορο, με ψητό αγριογούρουνο και χήνα, και στην θέα των συνδαιτημόνων και των εδεσμάτων, ο Μαλαπάρτε νιώθει «ένα μελαγχολικό σκίρτημα αιδούς να φουντώνει στο πρόσωπό του». Βλέπει τη χλιδή και τη συγκρίνει με τους πεινασμένους Πολωνούς που ξεπουλούν τα τιμαλφή τους για να ζήσουν. Περιγράφοντας τη χοντρή βουλιμική βασίλισσα, που του επιδεικνύει την επίπλωση του ανακτόρου από αρπαγές αρχόντων στην Πολωνία, Γαλλία, Βέλγιο, Ολλανδία, ομολογεί: «Αισθανόμουν για κείνην ένα κράμα αηδίας και συμπόνιας…» Επισκέπτεται το γκέτο της Βαρσοβίας. Λάσπη, παγερή σιωπή, νεκροί, άσαρκα πρόσωπα, βρώμικες γενειάδες, πείνα… Τους νεκρούς περισυλλέγουν νεαροί φοιτητές από το Βερολίνο, το Μόναχο, τη Βιέννη, το Βέλγιο, τη Γαλλία, την Ολλανδία, τη Ρουμανία, παιδιά που υπήρξαν πλούσια, ευτυχισμένα, σπουδαγμένα στα καλύτερα πανεπιστήμια. Σε δείπνο με ζαρκάδι, φασιανούς και λαγό στου Φίσερ, Γερμανού κυβερνήτη της Βαρσοβίας, οι συνδαιτημόνες συζητώντας την εμπειρία του στο γκέτο:

Η βρωμιά είναι η φυσική κατάσταση των Εβραίων. Έχουν 54% παιδική θνησιμότητα… πεθαίνουν σαν τα ποντίκια… Γι' αυτό και στην ταφή βάζουμε μία στρώση πτώματα και μία στρώση ασβέστη…

Συνεχίζει με την σφαγή των Εβραίων στο Ιάσιο της Ρουμανίας και το ρίσκο που παίρνει να μοιράσει χρήματα και τρόφιμα Πολωνών της Ιταλίας σε συγγενείς τους. Στην Οδύσσεια της αναζήτησης ενός Εβραίου δικηγόρου, ιδιοκτήτη του οικήματος του ιταλικού προξενείου, περιγράφει την αποσφράγιση ενός τρένου με αιχμαλώτους.

Έπεφταν ομάδες ομάδες, σωριάζονταν με κούφιο γδούπο, σαν τσιμεντένια αγάλματα. (σελ. 252)

Οι στρατιώτες ανέβηκαν στο βαγόνι και βάλθηκαν να πετούν έξω τα πτώματα ένα ένα· ήταν 179 νεκροί σε ένα βαγόνι από ασφυξία. Όλοι τους είχαν το κεφάλι πρησμένο, το πρόσωπο μπλάβο… Οι μύγες βούιζαν λυσσασμένα. Οι νεκροί ξαπλωμένοι αράδα στο πρανές του σιδηροδρόμου, ήταν κάπου 2000 (από όλο το τρένο)… Σφιγμένο ανάμεσα στα γόνατα της μάνας του, βρέθηκε ένα μωρό λίγων μηνών, ζούσε ακόμη. Είχε λιποθυμήσει, ανέπνεε ακόμη. Το μπρατσάκι του είχε σπάσει. Η μάνα είχε καταφέρει να το κρατήσει τρεις μέρες με το στόμα του κολλημένο σε μια χαραμάδα της πόρτας· είχε αμυνθεί σαν αγρίμι, ώστε να μην την τραβήξει από κει το πλήθος των ετοιμοθάνατων, είχε πεθάνει πλακωμένη μες το άγριο στριμωξίδι. Το μωρό είχε μείνει θαμμένο κάτω από την νεκρή μάνα σφιγμένο ανάμεσα στα γόνατα της, ρουφώντας με τα χείλη ελάχιστον αέρα.


Ρουμανία, 1941

Φινλανδία, Ελσίνκι, τέλη Μαρτίου 1942. Φινλανδέζικος χειμώνας, εξωπραγματικά δάση, παγωμένες λίμνες. 45 βαθμοί υπό το μηδέν με τον κόμη Αγκουστίν ντε Φοξά που εκπροσωπούσε την Ισπανία του Φράνκο στην Φινλανδία. Μόλις ο Μαλαπάρτε είχε επιστρέψει από το μέτωπο του Λένινγκραντ. Περιγράφει την επίθεση γερμανικών τεθωρακισμένων που ξεπροβάλλουν από το δάσος στην ανοιχτή πεδιάδα του Κιέβου υπό τον στρατηγό φον Σόμπερτ. Και οι Ρώσοι Κοζάκοι με θλιμμένο αλλά και πονηρό χαμόγελο εξαπολύουν σκυλιά εκπαιδευμένα νηστικά ζωσμένα με εκρηκτικά που έμπαιναν κάτω από τα άρματα και τα ανατίναζαν. Περιγράφει τον αεροπορικό βομβαρδισμό του Βελιγραδίου που κράτησε τρεις μέρες και ήταν από τους πιο ανηλεείς φονικούς του πολέμου. Εδώ παρεμβάλλει την ιστορία του κυνηγόσκυλου Σπιν που νόμιζε ότι το τουφέκι του αφεντικού του έκανε αυτό το θόρυβο και σκέφτηκε «Τετέλεσται». Έμεινε 10 μέρες στο καταφύγιο από το φόβο του. Στο Βερολίνο με την πριγκίπισσα Λουίζε φον Πρόισεν, ανιψιά του Κάιζερ Γουλιέλμου του Β’ και τη φίλη της Ίλζε. Η πριγκίπισσα, (του Γερμανικού οίκου Χοεντσόλερν, που, μαζί με τους Αψβούργους και Βίττελζμπαχ, αποτελούν τους σπουδαιότερους ηγεμονικούς οίκους της Γερμανίας αλλά και τους σημαντικότερους της Ευρώπης) με τα σκασμένα χέρια παραπονιέται:

«Δεν αντέχω άλλο να ζω σαν μικροαστή. Είμαστε οι παρίες της Γερμανίας. Δεν ξέρουν τι να την κάνουν μια αυτοκρατορική υψηλότητα.»

Στο εστιατόριο μπαίνουν δύο τυφλοί φαντάροι με μία νοσοκόμα. Η Λουίζε:

«Τι νέοι που είναι… Μοιάζουν με παιδιά!»

Και ο Μαλαπάρτε:

Τυχεροί στάθηκαν. Ο πόλεμος δεν τους έφαγε. Ο πόλεμος δεν τρώει τα πτώματα, καταβροχθίζει μονάχα τους ζωντανούς στρατιώτες. Τρώει τα μάτια, τα χέρια, τα πόδια… σχεδόν πάντα την ώρα που κοιμούνται, όπως κάνουν τα ποντίκια. Όμως οι άνθρωποι είναι πιο πολιτισμένοι. Δεν τρώνε ποτέ τους ζωντανούς. Προτιμούν να τρώνε τα πτώματα… Στο Σμολένσκ είδα κάτι Ρώσους αιχμαλώτους να τρώνε τα πτώματα των συντρόφων τους, που είχαν πεθάνει από την πείνα και το κρύο. Οι Γερμανοί φαντάροι κάθονταν και τους κοιτούσαν αμίλητοι με το πιο ευγενικό και σεβάσμιο ύφος του κόσμου. Οι Γερμανοί είναι γεμάτοι ανθρωπιά, έτσι δεν είναι; Αλλά δεν έφταιγαν αυτοί, δεν είχαν τίποτα φαγώσιμο να δώσουν, γι' αυτό κάθονταν και τους κοιτούσαν κουνώντας το κεφάλι τους και έλεγαν: τους κακομοίρηδες. Οι Γερμανοί είναι λαός συναισθηματικός, είναι ο πιο συναισθηματικός και πολιτισμένος λαός του κόσμου. Ο γερμανικός λαός δεν τρώει τα πτώματα. Ένας πολιτισμένος λαός δεν τρώει τα πτώματα. Τρώει τους ανθρώπους ζωντανούς. (σελ. 382-383)

Πυροβολώντας κυριολεκτικά την Λουίζε της εξηγεί ότι ένας νεοσύλλεκτος των SS δεν είναι άξιος να ανήκει σε μια Leibstandarte (Σωματοφυλακή του Αδόλφου Χίτλερ) παρά μόνο όταν κατορθώνει να ξεπεράσει εύκολα την δοκιμασία του γάτου.

Οι νεοσύλλεκτοι υποχρεώνονται να αρπάζουν με το αριστερό χέρι έναν ζωντανό γάτο από το δέρμα της ράχης του έτσι ώστε να του αφήνουν ελευθέρα τα πόδια για να μπορεί να υπερασπιστεί τον εαυτό του, και με το δεξί, οπλισμένο με ένα μαχαιρίδιο, να του βγάζουν τα μάτια. Να πώς μαθαίνουν να σκοτώνουν τους Εβραίους (σελ. 391)

 

Φθινόπωρο του ’41 στην Πολτάβα της Ουκρανίας αφού οι Γερμανοί εξολοθρεύουν μια συμμορία ανταρτών επιβιώνει ένα αγόρι. Ο Γερμανός αξιωματικός με το γυάλινο μάτι:

«Θα σου χαρίσω τη ζωή αν βρεις ποιο μάτι μου είναι γυάλινο.»

«Το αριστερό.»

«Πως το κατάλαβες;»

«Από τα δύο μόνο αυτό έχει κάτι ανθρώπινο.» (σελ. 400)

Στη Γερμανία κατασκευάζουν τα καλύτερα μάτια στον κόσμο…

Εικόνες και συζητήσεις λογοτεχνικές ή κοσμικές, ενώ έξω συμβαίνουν τραγικά γεγονότα. «Ο πόλεμος; Ποιος πόλεμος;»  λένε. Ηλιόλουστη μέρα στο γήπεδο του γκολφ, κόμισσες και νεαροί γόητες συζητούν για το ποιος φλερτάρει ποια, κουτσομπολεύουν φορέματα και συμπεριφορές και η ειρωνεία του Μαλαπάρτε να δεσπόζει καθώς σαρκάζει ανοικτά την «υψηλή κουλτούρα» και τον «πολιτισμό» των Γερμανών. Εικόνες που μένεις άφωνος μπροστά τους, όπως η σκηνή με τον αρχηγό των Κροατών Ουστάσι[1] (συνεργατών των Ναζί), τον διαβόητο Άντε Πάβελιτς.

Η πολιτική κατάσταση εκείνους τους μήνες (Απρίλιος ’41) είχε επιδεινωθεί. Η εξέγερση των Παρτιζάνων φούντωνε σ' ολόκληρη την Κροατία. Ο Πάβελιτς έλεγε:

«Ο κροατικός λαός θέλει να κυβερνηθεί με καλοσύνη και δικαιοσύνη. Και εγώ είμαι εδώ για να εγγυηθώ την καλοσύνη και τη δικαιοσύνη.» Όσο μιλούσαμε παρατηρούσα ένα καλαμένιο πανέρι τοποθετημένο πάνω στο γραφείο. Το καπάκι ήταν ανασηκωμένο, έβλεπες ότι το πανέρι ήταν γεμάτο με θαλασσινά, έλεγα μάλλον στρείδια αλλά βγαλμένα από το κέλυφός τους. Ο Άντε Πάβελιτς ανασήκωσε το καπάκι και δείχνοντάς μου εκείνη τη γλοιώδη και πηκτοειδή μάζα είπε χαμογελώντας με το καλοσυνάτο και κουρασμένο του χαμόγελο: «Είναι δώρο από τους πιστούς μου Ουστάσι: είκοσι κιλά ανθρώπινα μάτια.» (σελ. 416 – 417)


Νυρεμβέργη

Ο Μαλαπάρτε δεν καταγράφει απλώς γεγονότα. Πυροβολεί συνειδήσεις. Η γραφή του δεν αφυπνίζει. Σκοτώνει. Το βιβλίο του αυτό είναι πραγματικό αριστούργημα, είναι μπαρόκ, είναι γκροτέσκο, είναι απέραντα λυρικό, ποιητικό αλλά και υπερβολικά σκληρό και ώμο.

Συνεχίζοντας την αφήγησή του στην Ίλζε και τη Λουίζε αναφέρεται στην Τζουζεπίνα φον Στουμ, Ιταλίδα παντρεμένη με τον βαρώνο Μπράουν φον Στουμ, ανώτερο υπάλληλο του υπουργείου Εξωτερικών του Ράιχ, η οποία αποκαλύπτεται με θλίψη: «Τώρα πια δεν είμαι Ιταλίδα κύριε Μαλαπάρτε, είμαι Γερμανίδα.» Και κάτι γεννήθηκε στο πρόσωπο της, ταπεινό, απελπισμένο. Ο βαρόνος καμάρωνε που η γυναίκα του μοιραζόταν τα δεινά που είχε επιβάλει ο πόλεμος στις Γερμανίδες. Η Τζουζεπίνα φον Στουμ αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο.

Στη Σορόκα της Ουκρανίας, στο Δνείστερο ποταμό, μια πόλη ερειπίων με δρόμους κατάμεστους από φάλαγγες στρατιωτών, αλόγων και αυτοκινήτων, η υγειονομική υπηρεσία άνοιξε ένα στρατιωτικό μπορντέλο με καμιά δεκαριά νεαρές εβραιοπούλες, 18 – 20 χρονών. Ο Μαλαπάρτε επισκέπτεται το χώρο και ζει από κοντά την δυστυχία των κοριτσιών, ξεθεωμένα φαντάσματα. Τις άλλαζαν κάθε 20 ημέρες και τις παλιές τις τουφέκιζαν…

Μου φαινόταν ότι κάθομαι πλάι στην καημένη την εβραιοπούλα, στον καναπέ του μπορντέλου της Σορόκα, και μ’ έπιανε μεγάλη λύπηση για τη Λουίζε φον Πρόισεν, την αυτοκρατορική πριγκίπισσα Λουίζε φον Χοεντσόλερν. Τα πουλιά κελαηδούσαν γύρω μας (τελειώνει η ενότητα Τα πουλιά) στο σκοτεινό φεγγαρόφωτο. Οι δυο κοπέλες σώπαιναν, κοιτάζοντας τον ποταμό να κυλάει πλάι στο ανάχωμα, το θαμπό του λαμπύρισμα στο σκοτάδι. «Jai pitié d’ être femme», είπε σιγανά η Λουίζε. Λυπάμαι που είμαι γυναίκα. (σελ. 468).

Στη Λαπωνία στο κυβερνείο του Ροβανιέμι, πρωτεύουσα της Λαπωνίας, οι Γερμανοί έχουν πολυθρόνες με επένδυση από ανθρώπινο δέρμα! Πάνε για ψάρεμα με χειροβομβίδες και γίνεται σκέτη σφαγή. Καταστρέφουν όχι μόνο τους σολωμούς αλλά και κάθε είδους ψάρι. Εδώ ξεχωρίζει η ιστορία του στρατηγού φον Χόινερτ, ο οποίος, με συνοδεία δύο αξιωματικών και αλπινιστών με οπλοπολυβόλα και ειδική εξάρτηση, ξεκινάει για την αλιεία ενός σολωμού. Τρεις ώρες πάλη. Ο σολωμός είναι βίαιος. Παρόλο που ο στρατηγός επιμένει και δεν τα καταφέρνει και επειδή είναι θέμα γοήτρου, διατάζει:  «Τουφεκίστε τον!!!»

Στο πρώτο κεφάλαιο της τελευταίας ενότητας ο Μαλαπάρτε βρίσκεται στη Λέσχη του γκολφ της Ακουασάντα στην Ιταλία. Μιλάει με τον Γκαλεάτσο Τσιάνο, νεαρό και φιλόφρονα υπουργό εξωτερικών, γαμπρό του Μουσολίνι, ο οποίος στην πολιτική και στη ζωή της Ιταλίας δε μετρούσε καθόλου, και όλοι έλεγαν ότι ο Μουσολίνι τον μισεί. Και ξαφνικά το μπαρ της Λέσχης γεμίζει μύγες που προκαλούν θυμηδία, αηδία αλλά και φόβο.

Αν ο πόλεμος συνεχίσει θα μας φάνε οι μύγες. Οι μύγες φέρνουν κακοτυχία. (σελ. 596)

Ο Γκαλεάτσο φοβισμένος για την θέση του και τη ζωή του λέει στον Μαλαπάρτε:

Εγώ αντιτάχθηκα στο πόλεμο, έκανα τα πάντα.  (σελ. 598).

Και ο Μαλαπάρτε:

Ο ιταλικός λαός δεν θέλει να ξέρει τίποτα και δεν πιστεύει σε τίποτα. Έπρεπε εσύ και οι άλλοι να κάνετε κάτι το 1940 για να εμποδίσετε αυτόν τον πόλεμο. Να κάνετε κάτι, να διακινδυνεύσετε κάτι, ήταν η στιγμή να πουλήσετε ακριβά το τομάρι σας. Τώρα το τομάρι σας δεν κοστίζει τίποτα. Αλλά σας άρεσε υπερβολικά η εξουσία, αυτή είναι η αλήθεια. Και οι Ιταλοί το ξέρουν. (σελ. 598)

 


Νάπολη, 1941

7 Αυγούστου 1943 βγαίνει από την φυλακή της Ρετζίνα Τσέλι στη Ρώμη με κατεύθυνση τη Νάπολη για να πάρει το καραβάκι που θα τον πάει στο Κάπρι. Σκηνικό καταστροφής γύρω του. Μια υπόγεια πόλη στο κέντρο της Νάπολης όπου για τρία χρόνια ζούσαν παράξενοι πληθυσμοί από κουρελήδες για να αποφύγουν τους βομβαρδισμούς. Πηγαίνοντας για το βαπόρι, σ' ένα υπόγειο, ένας γέρος προφέρει την λέξη «το γαίμα».

Αποτραβήχτηκα κατάπληκτος και φοβισμένος. Η λέξη μου έφερνε αποτροπιασμό, τέσσερα χρόνια blut, blut, blut, η λέξη μου έφερνε ναυτία. H λέξη του γέρου μου ηχούσε γλυκύτατη. (σελ. 621)

Eίχε κυκλοφορήσει μία φήμη ότι καταστράφηκαν δύο θήκες που περιείχαν το θαυματουργό αίμα του Αγίου Ιανουαρίου από βόμβα που έπεσε στον καθεδρικό ναό και το πλήθος πανηγύριζε για τη λάθος φήμη κραυγάζοντας «το γαίμα» με ευλάβεια και ιερό δέος. Αναζητά νερό κατεβαίνοντας προς το λιμάνι.

«Μπορείτε να μου δώσετε ένα ποτήρι νερό;» είπα.

Ο άντρας με κοίταξε, και εξακολουθώντας να κάνει αέρα: «Ένα ποτήρι νερό;» απάντησε.

«Διψάω φρικτά, δεν αντέχω άλλο.»

«Διψάτε και θέλετε ένα ποτήρι νερό;»

«Ε ναι» είπα. «Ένα ποτήρι νερό. Διψάω κολασμένα.»

«Α, ένα ποτήρι νερό!» αναφώνησε ο άντρας σηκώνοντας το φρύδι του. «Δεν ξέρετε ότι είναι πολύτιμο; Δεν υπάρχει ούτε στάλα νερό σε ολόκληρη τη Νάπολη. Πρώτα θα πεθάνουμε από την πείνα, έπειτα θα πεθάνουμε από τη δίψα, και ύστερα, αν είμαστε ακόμη ζωντανοί, θα πεθάνουμε από φόβο. Ένα ποτήρι νερό!»

«Εντάξει» είπα και κάθισα σε ένα άλλο τραπεζάκι. «Θα περιμένω να τελειώσει ο πόλεμος για να πιω.»

«Υπομονή χρειάζεται» είπε ο άντρας. «Εμένα που με βλέπετε, δεν το έχω κουνήσει από τη Νάπολη. Τρία χρόνια περιμένω εδώ το τέλος του πολέμου. Όταν πέφτουν οι βόμβες, κλείνω τα μάτια. Δεν το κουνάω από δω, δεν πα να ρίξουν κάτω το κτίριο. Το μόνο που χρειάζεται είναι υπομονή. Θα δούμε ποιος έχει περισσότερη υπομονή, ο πόλεμος ή η Νάπολη; Θέλετε ένα ποτήρι νερό, ε; Κάτω από τον πάγκο θα βρείτε ένα μπουκάλι, πρέπει να έχει περισσέψει λίγο. Εκεί είναι τα ποτήρια.»

«Ευχαριστώ» είπα.

Κάτω από τον πάγκο βρήκα ένα μπουκάλι με λίγο νερό. Πάνω στο ράφι ήταν ευθυγραμμισμένα καμιά εικοσαριά ποτήρια, θρύψαλα. Δεν υπήρχε ούτε ένα ποτήρι ανέπαφο. Ήπια κατευθείαν από το μπουκάλι, διώχνοντας με το χέρι τις μύγες από το πρόσωπο μου.

«Πανάθεμά τες για μύγες!» είπα.

«Πες το ψέματα» είπε ο άντρας κάνοντας αέρα με την εφημερίδα. «Πανάθεμά τες για μύγες!»

«Γιατί δεν κάνετε τον αγώνα κατά της μύγας και στη Νάπολη; Στα μέρη μας, στην βόρεια Ιταλία, στο Μιλάνο, στο Τορίνο, στη Φλωρεντία, ακόμα και στη Ρώμη, οι δήμοι έχουν οργανώσει τον αγώνα κατά της μύγας. Δεν υπάρχει πια ούτε μία στις πόλεις μας.»

«Δεν υπάρχει πια ούτε μία μύγα στο Μιλάνο;»

«Όχι, ούτε μία μύγα. Τις σκοτώσαμε όλες. Είναι υγιεινό, αποφεύγεις τις λοιμώξεις, τις αρρώστιες.»

«Α, μα και στη Νάπολη κάναμε αγώνα με τις μύγες, ή, μάλλον, κάναμε κυριολεκτικά πόλεμο στις μύγες. Τρία χρόνια κάνουμε πόλεμο στις μύγες.»

«Και τότε, πως και έχει ακόμη τόσες μύγες στην Νάπολη;»

«Α, τι τα θέλετε, κύριε. Νίκησαν οι μύγες!»

(σελ. 626 – 627)


Το Καπούτ είναι από τα πιο σκληρά βιβλία που έχουν γραφτεί για τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι το χρονικό της πολιτιστικής και ηθικής κατάρρευσης της Ευρώπης. Όμως δεν είναι δυνατόν να μην εστιάσει ο αναγνώστης στην λογοτεχνική του πλοκή. Περιγραφές προσώπων με ενδοσκοπήσεις, συνειρμικές αναδρομές σε πρόσωπα και καταστάσεις, παρομοιώσεις ανθρώπων και τοπίων. Ανατομία χαρακτήρων με έναυσμα ένα στοιχείο της φύσης ή και το αντίστροφο. Ανατομία χαρακτήρων από ένα εξωτερικό χαρακτηριστικό του σώματος ή του προσώπου, όπως τα αυτιά του Άντε Πάβελιτς στην Κροατία.

Ο Βιστωνίτης λέει:

Ο ρεαλισμός του Μαλαπάρτε φτάνει κάποτε στα όρια της απώθησης, κι εντούτοις μέσα απ’ αυτόν προκύπτει ένας νέος λυρισμός, η ευαισθησία ενός ποιητή που έχει πέσει στο βάλτο και, παραταύτα, διατηρεί τη δύναμη να σηκώνει τα μάτια του και να βλέπει τον ουρανό.

Μέσα στις σελίδες ο αναγνώστης παρακολουθεί τον συγγραφέα! Ο Μαλαπάρτε νιώθει απογοήτευση, απελπισία για τη διάψευση των ελπίδων, ανασφάλεια για την κατάσταση της κοινωνίας και το μέλλον του κόσμου, πανικό, υπαρξιακή αγωνία, ζει μια εσωτερική ένταση…

Όσο το θαύμασα άλλο τόσο το φοβήθηκα αυτό το βιβλίο! Που να εστιάσεις;

Το περιεχόμενο; Ουσιωδέστατο!

Η γλώσσα, οι περιγραφές, οι εμβαθύνσεις; Δύσκολη προσέγγιση!

Να υπεραναλύσεις; Το καταστρέφεις και κουράζεις…

Να συμπιέσεις; Το αδυνατίζεις!

Άσε λοιπόν τον αναγνώστη να νιώσει, να καταλάβει ό,τι καταλάβει…

Μην τον γρονθοκοπάς με τις δικές σου υπεραναλύσεις…

Διαβάστε αυτό το τραγικό ποίημα γιατί ποιέω- σημαίνει ΔΗΜΙΟΥΡΓΩ.

 

H παρουσίαση και συζήτηση του μυθιστορήματος Καπούτ του Κούρτσιο Μαλαπάρτε σε μετάφραση Παναγιώτη Σκόνδρα (Μεταίχμιο) έγινε τη Δευτέρα 21 Οκτωβρίου 2024 στο Κέντρο Τέχνης και Πολιτισμού του Δήμου Αμαρουσίου.



[1] Η Ουστάσι απέβλεπαν στην ανεξαρτητοποίηση της Κροατίας από το Ηνωμένο Βασίλειο των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων. Επικεφαλής τους ήταν ο Άντε Πάβελιτς, ο οποίος συντόνιζε την τρομοκρατική δραστηριότητα των οπαδών του στην Γιουγκοσλαβία. Οι Ουστάσι υποστηριζόμενοι από τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι εξολόθρευσαν εκατοντάδες χιλιάδες ορθόδοξους Σέρβους και δεκάδες χιλιάδες Εβραίους και τσιγγάνους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου