«Σε καμμιά ανθρώπινη γλώσσα δεν υπάρχει λέξη ικανή να παρηγορήσει τα πειραματόζωα που δεν ξέρουν το γιατί του θανάτου τους.» (Ένας επιζών της Χιροσίμας)
Elsa Morante, La
Storia (Giulio Einaudi Editore,1974)
Με
αυτήν την προμετωπίδα ξεκινά το βιβλίο ΙΣΤΟΡΙΑ της Έλσα Μοράντε για να
καταλήξει: «Τώρα, μες στο ανόητο και λιγοστό μυαλό εκείνης της γυναικούλας,
ενώ έτρεχε με φούρια μες στο μικρό της διαμέρισμα, άρχισαν να προβάλλονται
ακόμα και οι σκηνές της ανθρώπινης ιστορίας (της Ιστορίας) που η ίδια τις
αντελήφθη σαν τα άπειρα χτυπήματα μιας δολοφονίας που δεν έλεγε να τελειώσει…
Μ΄ εκείνη τη Δευτέρα του Ιουνίου του 1947, η φτωχή ιστορία της Ιντούτσα
Ραμούντο είχε κιόλας κλείσει»
Παράλληλα
με τα ιστορικά γεγονότα που παρατίθενται εν περιλήψει στην αρχή κάθε κεφαλαίου,
παρακολουθούμε τη «φτωχή ιστορία» της Ίντας, μητέρας δυο παιδιών, η οποία
ουσιαστικά τελείωσε στα μέσα του 1947 αν και βιολογικά έζησε εννιάμισι ακόμα
χρόνια.
Η
Μοράντε περιγράφει με εξαιρετικό τρόπο το κλίμα της εποχής μέσα από την
οικογένεια της Ίντα Ραμούντο. Είναι τα χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου του 1915.
Χρόνια πείνας και επιδημιών. Οι γαιοκτήμονες, που με διάφορους τρόπους
ιδιοποιήθηκαν εκτάσεις του δημοσίου, πετούσαν έξω από αυτές τους χωρικούς. Ο πατέρας
της ο Τζιουζέπε έστελνε όλο το μισθό του στους συγγενείς του στον νότο και η
οικογένεια ζούσε μόνο με τον μισθό της μητέρας της της Νόρας. Ήταν η εποχή που
σχηματίστηκαν οι μαύρες ταξιαρχίες για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα των
αφεντικών.
Βασισμένη,
εν μέρει, στις δικές της εμπειρίες του πολέμου, η Μοράντε περιγράφει τη ζωή της
Ίντα. Η Ίντα παίρνει το δίπλωμα της δασκάλας και παντρεύεται τον Άλφιο. Μένουν
σε μια φτωχική γειτονιά της Ρώμης, στο Σαν Λορέντζο, όπου τη μέρα που γινόταν η
«πορεία στη Ρώμη» (30/10/1922) μία από τις μελανές ταξιαρχίες εισέβαλλε στη
λαϊκή συνοικία αφήνοντας πίσω της 13 νεκρούς. Τέσσερα χρόνια μετά το γάμο τους γεννιέται
ο Νίνο. Το 1936 πεθαίνουν και ο πατέρα της και ο άνδρας της. Δυο χρόνια
αργότερα, το 1938, η Ιταλία έθεσε σε ισχύ τον φυλετικό νόμο. Η σκέψη της Νόρας
πως έπρεπε να δηλώσει την καταγωγή της που την κρατούσε μυστική, την
τρομοκρατούσε. Σε κατάσταση παραληρήματος φεύγει χωρίς ούτε μια βαλίτσα για να
πάει στην Παλαιστίνη. Βρέθηκε πνιγμένη σε μια παραλιακή πόλη χωρίς λιμάνι.
Η
Ίντα, έχει μείνει μόνη, χωρίς οικογένεια, με ένα 14χρονο παιδί, εκτεθειμένη
στον φόβο. Ταπεινωμένη και γεμάτη ντροπή παρουσιάστηκε στο Δημαρχείο για να δηλώσει
την καταγωγή της. Ο Νίνο, που δεν ήξερε πως ανάμεσα στους συγγενείς του
βρίσκονταν και μερικοί Εβραίοι, μεγάλωνε ξέγνοιαστος και, αγνοώντας τα πάντα, γίνεται
φανατικός οπαδός των μελανοχιτώνων.
Στα
τριάντα εφτά της χρόνια η Ίντα ήταν «κατά βάθος κοπελίτσα, γιατί η βασική
της σχέση με τον κόσμο ήταν πάντα και παρέμενε μια σχέση τρομαγμένης υποταγής».
Όταν τον Γενάρη του 1941, αντίκρυσε έναν Γερμανό στρατιώτη, να έρχεται προς το
μέρος της, ο τρόμος την παρέλυσε. Από
μικρή υπέφερε από μικρές επιληπτικές κρίσεις. Μια κρίση την ώρα του βιασμού
της, την βοήθησε, με κάποιον τρόπο, να μην θυμάται την τραυματική εμπειρία,
παρά σαν μια περίεργη ευτυχία χωρίς οργασμό. Για εκείνον, ζητιάνο μιας αδύνατης
ελεημοσύνης, ήταν η τελευταία πράξη της σύντομης
ζωής του.
Έχει
την αίσθηση ότι η περιπέτειά της είναι γραμμένη παντού στο σώμα της «σαν μια
φωνακλάδικη μοιχεία».110 Αντιλαμβάνεται πως είναι έγκυος και προσπαθεί με
κάθε τρόπο να κρύψει την κοιλιά της. Η φροντίδα του μικρού Ουζέπε, ενός χαρούμενου
αλλά επιληπτικού - όπως και εκείνη παιδιού - την αναγκάζει να κρατήσει τη θέση
της δασκάλας. Σε μια πόλη που βομβαρδίζεται και το φαγητό είναι δυσεύρετο, κάθε
μέρα είναι ένας αγώνας για επιβίωση. Η σκέψη πως μπορεί να απελαθεί, λόγω
καταγωγής, την καθηλώνει σε ένα καθεστώς μόνιμου άγχους το οποίο δεν μπορεί να
μοιραστεί με κανέναν, από φόβο μήπως προδοθεί.
Ο
Νίνο είναι ένα παιδί γεμάτο ζωντάνια. Έχει αυτή τη φοβερή ενέργεια ενός
γεμάτου υγεία νέου που ζητά διέξοδο χωρίς να ξέρει τι θέλει. Ανυπομονεί να
πολεμήσει, κάνει κοπάνες από το σχολείο, αποτελεί μόνιμη πηγή ανησυχίας για τη
μητέρα του. «Είμαστε η γενιά της βίας!» 548 θα της πει όταν εκείνη τον
προτρέπει, μάταια, να τελειώσει το σχολείο. Εμπλέκεται σε μικροκλοπές και
καυγάδες, γράφει για πλάκα συνθήματα υπέρ του Στάλιν στους τοίχους, κατατάσσεται
σε λεγεώνα των μελανοχιτώνων. Ντυμένος στρατιώτης έμοιαζε σαν παιδί. «Όμως η
έκφρασή του ήταν αλαζονική και όλο θράσος». 212
Η
αλλαγή στρατοπέδου του Νίνο δεν εκπλήσσει. Παρτιζάνος πλέον, γιορτάζει με τους
συντρόφους του την επικείμενη ήττα των Γερμανών. Είχε εξασφαλίσει για τον εαυτό
του μια ελευθερία που του επέτρεπε να κάνει ό,τι ήθελε. Η μεγαλύτερη χαρά του
ήταν να αρέσει σε όλους, «Εγώ κυρία μου, θα τον ρουφούσα απ΄ τα φιλιά!»
λέει στη μητέρα του μια εβδομηντάχρονη 444. Επηρεάζεται από τις αναρχικές ιδέες
του Ντάβιντε. Όσο μεγάλωνε τόσο λιγότερο υποτασσόταν στην Εξουσία και έπαψε να
σέβεται θεσμούς, ιεραρχίες και νόμους. Εμπλέκεται σε λαθρεμπόριο με
Ναπολιτάνους, όχι τόσο για το κέρδος αλλά για την απόλαυση της παρανομίας.
.jpg)
Ο
μικρούλης Ουζέπε, μέσα στην απόλυτη καταστροφή, όταν γκρεμίστηκε το
σπίτι τους και μετακόμισαν σε καταυλισμό, έζησε ευτυχισμένος. Μεγάλες του
αγάπες ο αδελφός του, που περήφανος τον έβγαζε βόλτες και τα σκυλιά, ο Μπλιτζ και
η Μπέλα. Όμως η φρίκη του πολέμου δεν θα τον άφηνε ανεπηρέαστο. Ο φόβος και η
ανησυχία έδιωξαν τη χαρά και την αθωότητα που φώλιαζαν στα μάτια του. Ό,τι
βλέπει, ακούει ή διαισθάνεται τη μέρα μετουσιώνεται σε φοβικά όνειρα τη νύχτα
και αυτά, με την σειρά τους, επηρεάζουν τις μέρες του. Η συμπεριφορά του στον
παιδικό σταθμό γίνεται ανησυχητική. Δεν συμμετέχει, έχει βίαια ξεσπάσματα και
ξαφνικά κλάματα. Μια μέρα το σκάει από τον σταθμό. Η μητέρα του του δίνει
ηρεμιστικά. Οι επιληπτικές του κρίσεις την τρομοκρατούν: η Ίντα ένιωθε την
αίσθηση «μιας φυσικής παρουσίας που αιωρούνταν ανάμεσά τους: λες κι εκεί μέσα, στο δωμάτιό
τους, είχε εγκατασταθεί ένας δράκος που απειλούσε τον Ουζέπε». 568
Ο
πόλεμος έχει τελειώσει. Το όραμα του Μουσολίνι «ανακηρυγμένου από τον ίδιο
του τον εαυτό υπέρτατο θριαμβευτή πάνω στο άσπρο άλογό του» χάθηκε μες
στους καπνούς. Αντίθετα εκείνο του Χίτλερ επαληθεύτηκε σε μεγάλο βαθμό. Η
επικράτεια της Νέας Τάξης μετατράπηκε σε πεδία γεμάτα σκελετούς, σφαγεία και
σωρούς ερειπίων.
Η
Ίντα επιβίωσε του ναζισμού, όμως υπέστη πάνω της τη βία του πολέμου. Αλήθεια, πώς
βιώνει μια μητέρα τον χαμό; Και, μάλιστα, εν καιρώ ειρήνης;

Η
γραφή της Μοράντε
Το
βιβλίο εκδόθηκε το 1974. Η συγγραφέας το εμπνεύστηκε κατά τη διάρκεια του
πολέμου όταν μαζί με τον τότε σύζυγό της, Αλμπέρτο Μοράβια, αναγκάστηκαν να
εγκαταλείψουν τη Ρώμη λόγω της εβραϊκής τους καταγωγής.
Ο
τίτλος του βιβλίου «Η Ιστορία» αναφέρεται τόσο στη μεγάλη ιστορία των
εθνών, των ιδεολογιών, των πολέμων, των επιστημονικών ανακαλύψεων, όσο και στις
μικρές ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων. Είναι η Μεγάλη Ιστορία που σαν
τεράστιο κύμα παρασέρνει τις μικρές ιστορίες των ανώνυμων ανθρώπων. Εκείνο που
είναι σημαντικό είναι οι ίδιες οι ζωές των ανθρώπων. Και η αλήθεια του καθενός
δεν υπάρχει παρά μόνο στις εμπειρίες που βιώνει. Αυτές οι εμπειρίες με το να
μεταδίδονται αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της Ιστορίας. Είναι αυτές ακριβώς οι
αθέατες περιοχές, οι μικροϊστορίες, που η Μοράντε θέλει να φωτίσει. Και το πετυχαίνει με την απλή και ρεαλιστική γραφή
της. Βρήκα πολύ ενδιαφέρον στα ιστορικά γεγονότα στην αρχή κάθε κεφαλαίου. Ήθελε
το βιβλίο της να μπορεί να διαβάζεται εύκολα από απλούς ανθρώπους. Όταν
πρωτοεκδόθηκε είχε ζητήσει από τον εκδότη να είναι χαρτόδετη έκδοση σε φτηνό
χαρτί για να είναι προσιτό στο ευρύ κοινό. (βλ. προμετωπίδα: «Por el analfabeto
a
quien
eseribo»
(για τους αναλφάβητους γράφω, του Cesar Vallejo). Το βιβλίο της είχε αμέσως
μεγάλη επιτυχία. Οι New York Times ανέφεραν πώς:
Για πρώτη φορά από τότε που κάποιος θυμάται, άνθρωποι σε τρένα και εσπρέσο
μπαρ συζητούν το βιβλίο της Μοράντε, αντί για το πρωτάθλημα ποδοσφαίρου ή το
τελευταίο σκάνδαλο.
Η
συγγραφέας επιλέγει τους ήρωές της από το περιθώριο της εποχής. Η Ίντα, επιληπτική από μικρή ηλικία, μισή
εβραία, ταπεινή και υποτακτική από την φύση της, κακοπληρωμένη δασκάλα, χωρίς
οικογένεια, χήρα με δύο παιδιά - το ένα από άγνωστο βιαστή - βιώνει την απόλυτη
εξαθλίωση και την απώλεια των δυο παιδιών της.
Στη
ζοφερή περιγραφή του καθεστώτος φόβου που επικρατεί στην πόλη, η συγγραφέας μας
παρουσιάζει σαν αντίστιξη, το περιβάλλον του καταφυγίου όπου περνούν ένα
διάστημα μαζί με άλλους ξεσπιτωμένους. Μέσα στο καταφύγιο είναι όλοι ίσοι.
Μικροί-μεγάλοι, άνδρες-γυναίκες, γέροι και παιδιά, δεν φοβούνται ο ένας τον
άλλον, αλληλοβοηθούνται, γνωρίζονται, ερωτεύονται, τα παιδιά παίζουν,
ανακατεύονται με τους μεγάλους. Η Μοράντε πιστή στις αντιλήψεις της, μας
παρουσιάζει μια εικόνα αδελφωμένης κοινωνίας.
.jpg)
Η
δεύτερη προμετωπίδα που παραθέτει στην αρχή του βιβλίου η Μοράντε «…Απέκρυψες
αυτά τα πράγματα από τους λόγιους και τους σοφούς, και τα φανέρωσες στα παιδιά…
γιατί έτσι το θέλησες.» (του Ευαγγελιστή Λουκά) αναδεικνύει, την αθωότητα των παιδιών. Τα παιδιά είναι αθώα και
είναι τα μεγάλα θύματα του πολέμου. Ο
μικρός Ουζέπε εκφράζει αυτήν την αθωότητα και ομορφιά. Δένεται με τους
ανθρώπους του περιβάλλοντός του και αφιερώνεται σ΄ αυτούς. Λατρεύει τον αδελφό
του, προσέχει τον Ντάβιντε, αγαπάει τον αλητάκο Σιμό. Αγαπά τη φύση και τα ζώα,
μιλάει μαζί τους. Η συγγραφέας καταφέρνει να δίνει ανθρώπινη υπόσταση στα ζώα.
Και το κάνει χωρίς να θυμίζουν ανάγνωσμα για μικρά παιδιά. Ο Μπλιτζ και η Μπέλα
είναι ισότιμα μέλη της οικογένειας. Η Μπέλα προσέχει και προστατεύει τον μικρό
Ουζέπε σαν να είναι δεύτερη μητέρα του. Τα πουλάκια δεν τιτιβίζουν απλά,
τραγουδούν: «Ένα αστείο, ένα αστείο, ένα αστείο είναι όλα!». 629
Μέσα
από τις ιστορίες των ηρώων της η Μοράντε κριτικάρει τις σημαντικότερες
ιδεολογίες της εποχής της: αναρχισμός, κομμουνισμός, φασισμός. Αφιερώνει
πολλές σελίδες σε έναν δευτερεύοντα ήρωα, τον Ντάβιντε, και αυτό, κατά
τη γνώμη μου, βαραίνει το βιβλίο. Ιδιαίτερα το κεφάλαιο με τον Ντάβιντε στην
ταβέρνα, το μεγαλύτερο κεφάλαιο του βιβλίου, με κούρασε. Δεδομένου όμως ότι το
αναρχικό κίνημα σημάδεψε την πολιτική ιστορία της Ιταλίας, νομίζω πως έχει
ενδιαφέρον να ενσκύψει κανείς σε αυτόν τον χαρακτήρα. Ο Ντάβιντε, γόνος εύπορης
οικογένειας, είναι ένας ιδιαίτερος και αρκετά ευαίσθητος χαρακτήρας. Ενοχλείται
από την μικροαστική «διαστροφή» της οικογένειάς του και σταδιακά απομακρύνεται από
αυτήν. Διωγμένος απ’ όλα τα δημόσια σχολεία ως Εβραίος, μόλις έβγαινε από την
εφηβεία, και μετά από έναν αποτυχημένο εφηβικό έρωτα, ανοίχτηκε σε μια
καινούργια επαναστατική ελευθερία. Είναι απόλυτος στις ιδέες του, ντροπαλός,
εσωστρεφής. Αν και αρνείται την βία σε μια συμπλοκή με Γερμανούς ξεσπάει σε ένα
περιστατικό άγριας βίας. Οι σχέσεις του με το άλλο φύλο περιορίζονται στις
πόρνες, που – με εξαίρεση τη Σαντίνα - του αφήνουν ένα εσωτερικό υπαρξιακό κενό.
Κατακλύζεται από έντονα ενοχικά συναισθήματα και κατηγορεί τους πάντες και τα
πάντα μεταξύ των οποίων την οικογένειά του και τον εαυτό του. Είναι ένα πολύ
μοναχικό άτομο και αυτό που κυρίως τον χαρακτηρίζει είναι η δυσκολία να
επικοινωνήσει με το περιβάλλον του. Η εικόνα στην ταβέρνα, όπου κανείς δεν του
έδινε σημασία είναι χαρακτηριστική. Εν κατακλείδι περιγράφει τον φορέα
αναρχικών ιδεών ως ένα περιθωριακό άτομο, αποκομμένο από την κοινωνία. Τα
ναρκωτικά φάνταζαν σαν μονόδρομος στη μοναχική ζωή του Ντάβιντε που κατέληξε
ύστερα από μια εφιαλτική νύχτα.
Οι
αλλαγές στρατοπέδου του Νίνο, ο οποίος από θαυμαστής του φασισμού γίνεται
παρτιζάνος και μετά λαθρέμπορος, καθρεφτίζουν τις αλλαγές στις πολιτικές
πεποιθήσεις του ιταλικού λαού. Θιασώτες του Μουσολίνι αρχικά, στρέφονται
αριστερά (το Κ.Κ.Ιταλίας το ισχυρότερο της Ευρώπης), οι Ερυθρές Ταξιαρχίες,
αλλά και η μαφία.
.jpg)
Γραφή
απλή, πολύ δυνατή. Γράφει για την απεριόριστη μητρική αγάπη, την ταυτότητα, τη
φυλή, τη βία, τον φόβο, τον πόλεμο, τη μοναξιά και τη απελπισία, την αγωνία της
μητέρας για τα παιδιά της, την απώλεια. Οι περιγραφές εξαιρετικές, μας δίνει ζωντανές
εικόνες: Τον πατέρα της Ίντα νάρχεται στο κέφι και να απαγγέλει αναρχικά
τσιτάτα σηκώνοντας το δάκτυλο ενώ η μητέρα της προσπαθεί να τον μαζέψει, το
Νίνο να χαμογελά μπροστά μας με τα μάτια του γεμάτα ενθουσιασμό και με την αψηφισιά
της νιότης, τον Ουζέπε να τρέχει στους δρόμους συντροφιά με την Μπέλα. Η
Μοράντε κάνει μια βαθιά βουτιά στην ψυχή των χαρακτήρων και βγάζει στην
επιφάνεια μια μεγάλη γκάμα συναισθημάτων, χαρακτηριστικών των καταστάσεων που
βιώνουν. «Αχ μαμά τατί;» 617 Η Ίντα θρηνεί το νεκρό της γιό: «Δεν
ήταν πιά ζωντανός αλλά ζούσε καταδικασμένος στην πιο άγρια μιζέρια: τη λαχτάρα
του για ζωή. Μ΄ εκείνη την απίθανη μορφή, η Ίντα τον ένιωθε να τριγυρίζει στον
αέρα ασταμάτητα και να προσπαθεί απελπισμένα να αγκαλιάσει το καθετί, ακόμα και
το καλάθι με τα σκουπίδια, προκειμένου να ξαναγαντζωθεί στη γη των ζωντανών.
Τότε η Ίντα παρακαλούσε να τον ξαναδεί, έστω και για μια στιγμή, μόνο και μόνο
για να προλάβει να του πει, «Νινούτσου!» και να τον ακούσει να της απαντάει: «Αχ,
μαμά». Κι ας ήταν μόνο ένα όραμα. Συνέχισε να κινείται πάνω κάτω στη κουζίνα,
φωνάζοντας (με χαμηλή φωνή για να μην την ακούσει ο Ουζέπε) «Που είσαι,
Νιναριέντου;» χτυπώντας με τα χέρια της τους τοίχους. Ένιωθε με μια ακατανίκητη
σωματική σιγουριά πως εκείνος βρισκόταν όχι μόνο εκεί κοντά, αλλά παντού γύρω
της, υποφέροντας πάντα απ’ την επιθυμία του να ζήσει» 585
Το
βιβλίο κλείνει με το «Όλοι οι σπόροι αποτύχανε εκτός από έναν, που δεν ξέρω
τι είναι, μα που κατά πάσα πιθανότητα είναι λουλούδι κι όχι παλιόχορτο». Ας
ελπίζουμε αυτός ο σπόρος να είναι λουλούδι και πως τα σύννεφα πολέμου και οι ακροδεξιές
ανατριχιαστικές ιδέες που φαίνεται να εξαπλώνονται πάλι στις μέρες μας δεν θα
καταφέρουν να γίνουν, τελικά, κοινωνικά
αποδεκτές.
.jpg)
Η
Έλσα Μοράντε, από τις σημαντικότερες Ιταλίδες συγγραφείς του 20ού αιώνα,
γεννήθηκε το 1912 σε μια φτωχογειτονιά της Ρώμης από μητέρα δασκάλα, εβραϊκής
καταγωγής. Στην εφηβεία έμαθε ότι ο βιολογικός της πατέρας ήταν ένας γείτονας.
Στα δεκαοχτώ της, έχοντας ολοκληρώσει το σχολείο, ανακοίνωσε στην οικογένειά
της ότι ήρθε η στιγμή να ζήσει μόνη της, κάτι σχεδόν ανήκουστο για την εποχή.
Κι όμως, παρότι επέλεξε να ζήσει μακριά από την ασφάλεια της οικογένειας,
κατάφερε να σπουδάσει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και να επιβιώσει
παραδίδοντας μαθήματα λατινικών. Στις αρχές της δεκαετίας του 1930 άρχισε να
δημοσιεύει παιδικές ιστορίες. Τομή στη ζωή της αποτέλεσε η γνωριμία της με τον
Αλμπέρτο Μοράβια το 1937. Έζησαν μια ταραχώδη σχέση με διαρκείς ανταγωνισμούς και συνεχείς
ταπεινώσεις. Παντρεύτηκαν το 1941. Μπαίνοντας στον κύκλο του Μοράβια ήρθε σε
επαφή με συγγραφείς και διανοούμενους, μεταξύ των οποίων και ο Πιερ Πάολο Παζολίνι,
με τον οποίο η συγγραφέας κράτησε φιλία μέχρι την ημέρα της δολοφονίας του. Το
1943, κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής στην Ιταλία, το ζευγάρι
αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Ρώμη και να εγκατασταθεί στο Φόντι, περιοχή
μεταξύ της ιταλικής πρωτεύουσας και της Νάπολης, όπου έμειναν μέχρι την
απελευθέρωση. Ο ιταλικός νότος υπήρξε ιδιαιτέρως αποκαλυπτικός για τη Μοράντε,
καθώς ήρθε σε επαφή με την κοινότητα των βοσκών και τις σκληρές συνθήκες
διαβίωσής τους. Όσα είδε εκεί καταγράφονται στα έργα της που αναφέρονταν στις
κοινωνικές ανισότητες, στο πρότυπο των Γάλλων και Ρώσων πεζογράφων του 19ου
αιώνα. Η μεγάλη επίδραση που της άσκησε ο Νότος είναι έντονη κυρίως σε αυτό το μυθιστόρημα
που θεωρείται και το σπουδαιότερό της.
Εξαιρετική
η μετάφραση της Άμπυς Ράϊκου. Το κείμενο ρέει αβίαστα χωρίς νοηματικά
κομπιάσματα. Κάποια λάθη επιμέλειας, όπως λαθεμένες καταλήξεις καμμιά φορά
φρενάρουν το κείμενο. Δεν αναφέρεται πουθενά επιμελητής/επιμελήτρια.
Μετά
την παρουσίαση, ακολούθησε συζήτηση με τη μεταφράστρια της Ιστορίας,
κυρία Άμπυ Ραΐκου – Σταύρου. Μαζί της
κουβεντιάσαμε γύρω από την Έλσα Μοράντε, την εμβληματική Ιστορία της
αλλά και τη σύγχρονη ιταλική λογοτεχνία.

H κυρία Ραΐκου γεννήθηκε στην Αθήνα και έχει μία κόρη. Ήταν μαθήτρια στην Ιταλική Σχολή Αθηνών, εξού και η γνωριμία της με την ιταλική γλώσσα και τον πολιτισμό. Στη συνέχεια, σπούδασε αρχιτεκτονική στο ΕΜΠ. Η γνωριμία της με το έργο της Ναταλία Γκίνσμπουργκ την γοήτευσε και ήταν αφορμή να αλλάξει προσανατολισμό. Αρχίζει να μεταφράζει από τα ιταλικά και να δημοσιεύει στο γνωστό λογοτεχνικό περιοδικό Η Λέξη (Φωστιέρης, Νιάρχος 1980-2010, δεν βρίσκονται πλέον στη βιβλιονέτ τα ψηφιοποιημένα τεύχη της). Στη συνέχεια, συνεργάζεται με τον Καστανιώτη και τον Ψυχογιό.
Έχει μεταφράσει πολλά ιταλικά βιβλία:
λογοτεχνία αλλά και παιδικά (παραμύθια, εφηβικά).
Είναι η αποκλειστική μεταφράστρια του
ιστορικού μυθιστοριογράφου Βαλέριο Μάσιμο Μανφρέντι (π.χ. το
αυτοβιογραφικό «Ξενοδοχείο Μπρούνι», το σχετικό με Αρμενίους «Σπίτι
με κορυδαλούς» Εκδόσεις Ψυχογιός). Επίσης έχει μεταφράσει έργα του Τζόρτζιο
Βάστα "Ο χρόνος που δεν είχα" (Εκδόσεις Καστανιώτη), του Νικολά
Λατζόια «Η κτηνωδία», του Λούκα ντ’ Αντρέα, καθώς, σε νέα μετάφραση τον Ηγεμόνα
του Νικολό Μακιαβέλι. Μεταξύ των πολλών συγγραφέων που έχει μεταφράσει,
γνώριμων στη Λέσχη μας, είναι η Ναταλία Γκίνζμπουργκ και ο Πρίμο Λέβι.
Τιμώντας αυτό της το έργο, το 2018, της
απονεμήθηκε από το Ιταλικό Μορφωτικό Ινστιτούτο, το βραβείο «Pier Paolo Pasolini» ως αναγνώριση του πολύτιμου έργου της
πολιτιστικής διαμεσολάβησης που προσφέρει με το μεταφραστικό της έργο.
H παρουσίαση και συζήτηση με την Άμπυ
Ραΐκου – Σταύρου του μυθιστορήματος Η Ιστορία της Έλσα
Μοράντε (Καστανιώτης, 1998, 2021) έγινε την Τετάρτη 23 Σεπτεμβρίου
στην αυλή της Βορεείου βιβλιοθήκης του Δήμου Αμαρουσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου