Σελίδες

Τρίτη 28 Μαΐου 2024

«Οικογενειακό λεξικό» της Ναταλία Γκίνζμπουργκ - παρουσίαση Μαίρη Συμεωνίδου

 

Όταν άρχισαν να φεύγουν οι μεγάλες ηλικίες των οικογενειών μας, ένθεν και ένθεν, η μεγάλη μου κόρη η Έλενα σε μία συζήτηση εξέφρασε το παράπονο ότι αφήσαμε τις γιαγιάδες και τους παππούδες να φύγουν χωρίς να καταγράψουμε τις μνήμες τους, έστω σε μία κασέτα. Απ’ την μια πλευρά θα είχαμε ντοκουμέντα από την κατοχή και τον εμφύλιο και από την άλλη τον ξεριζωμό των Ελλήνων στην Μικρασιατική καταστροφή.

Τότε μου ήρθε μία ιδέα: να εμπεριέξω στο ημερολόγιο μου εμβόλιμα κομμάτια με αναμνήσεις από την παιδική, εφηβική και την ύστερη ζωή μου, μέχρι το μακρινό παρελθόν να έρθει να συναντήσει το παρόν. Όταν άρχισα να διαβάζω το Οικογενειακό Λεξικό συγκινήθηκα γιατί βρήκα στις σελίδες του κομμάτια της ζωής μου…

Άλλωστε η οικογένεια αποτελεί την πιο περίπλοκη σκαλωσιά της ζωής μας. Είναι το ζωτικό στήριγμα από το οποίο ξεκινούν και στο οποίο καταλήγουν τα πάντα, ανεξάρτητα από την ατομική μας βούληση. Η Ρέα Γαλανάκη, αναφερόμενη στο τελευταίο της βιβλίο Εμμανουήλ και Αικατερίνη λέει:

Οι γονείς είναι ο ένας μόνο από τους πολλούς καθρέφτες της αυτογνωσίας μας, ίσως ο πιο σκληρός αλλά και τρυφερός καθρέφτης.

Εννοεί βέβαια την προσπάθεια κατανόησης του εαυτού μας μέσα από την αναδιήγηση της ιστορίας των γονέων και της ευρύτερης οικογένειας.



Η Ναταλία Γκίνζμπουργκ, πεζογράφος, δραματουργός και δοκιμιογράφος, κατατάσσεται στις επιφανέστερες προσωπικότητες των ιταλικών γραμμάτων του 20ού αιώνα[i]. Γεννήθηκε το 1916, με το επίθετο Λέβι, στο Παλέρμο της Σικελίας, από πατέρα Εβραίο Ασκενάζι[ii] και μητέρα χριστιανή καθολική. Μεγάλωσε στο Τορίνο, σε ένα σπίτι όπου συναθροίζονταν αντιφασίστες, ακτιβιστές, διανοούμενοι και καλλιτέχνες: ο Φιλίππο Τουράτι, ποιητής, πολιτικός σοσιαλιστής, ζεύγος με την Κουλισόφ, γιατρό, δημοσιογράφο, επαναστάτρια Ρωσίδα, πολιτογραφημένη Ιταλίδα, ηγετικό στέλεχος του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος, Καζοράτι – ζωγράφος, Πετρολίνι – ηθοποιός, Καρόλα Προσπέρι – συγγραφέας και δημοσιογράφος, Αντριάνο Ολιβέτι – μηχανικός, Πάολα Καράρα – δημοσιογράφος και συγγραφέας, Σαλβατορέλι Λουίτζι – ιστορικός, Τσέζαρε Παβέζε – ποιητής, μυθιστοριογράφος, φίλος Λεόνε Κίνζμπουργκ.

Το 1938 παντρεύτηκε τον Λεόνε Γκίνζμπουργκ, εκδότη, συγγραφέα, δημοσιογράφο, καθηγητή, ακτιβιστή, αντιφασίστα και ήρωα της αντίστασης. Το 1940 το ζεύγος εξορίστηκε μαζί με τα τρία παιδιά τους (Κάρλο, Αλεσάντρα και Άντρια) σε κάποιο απομονωμένο χωριό στην περιφέρεια του Αμπρούτσο.

Για το Οικογενειακό Λεξικό τιμήθηκε με το βραβείο Strega το 1963.


To Οικογενειακό Λεξικό

Η ίδια η συγγραφέας, στην σελίδα 47, εξηγεί πώς προέκυψε ο τίτλος του βιβλίου.

Είμαστε πέντε αδέλφια. Ο Τζίνο, ο πρωτότοκος, ο Αλμπέρτο, ο Μάριο, η Πάολα και εγώ, η Ναταλία, η μικρότερη. Κατοικούμε σε διαφορετικές πόλεις, κάποιοι από μας ζουν στο εξωτερικό και δεν αλληλογραφούμε συχνά. Όποτε συναντιόμαστε, μπορεί να είμαστε, ο ένας απέναντι στον άλλο, αδιάφοροι ή αφηρημένοι. Αρκεί όμως μία λέξη αναμεταξύ μας, μία φράση απ' αυτές τις χιλιοειπωμένες κατά την παιδική μας ηλικία. Μας αρκεί να πούμε «δεν ήρθαμε στο Μπέργκαμο για να κάνουμε εκστρατεία» ή «Σαν τι βρωμάει το υδρόθειο» για να ξαναβρούμε με μιας τις αλλοτινές μας σχέσεις, τα παιδικά και νεανικά μας χρόνια, συνδεδεμένα άρρηκτα με αυτές τις φράσεις, μ’ αυτές τις λέξεις. Κάθε μία απ' αυτές θα μας έκανε να αναγνωρίσουμε ο ένας τον άλλο, μέσα σε κατασκότεινη σπηλιά, ανάμεσα σε εκατομμύρια ανθρώπους. Αυτές οι φράσεις είναι τα δικά μας λατινικά, το λεξιλόγιο του παρελθόντος μας, είναι σαν τα ιερογλυφικά των Αιγυπτίων ή των Ασσυροβαβυλωνίων, η μαρτυρία ενός ζωτικού πυρήνα, που παρότι έπαψε να υπάρχει, επιβιώνει μέσα στα κεφάλια μας, αλώβητη από την μανία των υδάτων, από την διάβρωση του χρόνου. Αυτές οι φράσεις είναι το θεμέλιο της οικογενειακής μας ενότητας, που θα συνεχίσει να υφίσταται όσο βρισκόμαστε στη γη, να αναπλάθεται και να ξαναζωντανεύει στις τέσσερις άκρες του κόσμου, κάθε φορά που ένας από μας θα πει «Αξιότιμε κύριε Λίπμαν» και θα αντηχήσει διαμιάς στα αυτιά μας ανυπόμονη η φωνή του πατέρα μας. «Φτάνει πια μ' αυτή την ιστορία! Την έχω ακούσει εκατό φορές!»

Η ίδια η συγγραφέας αποκάλεσε το έργο «μυθιστόρημα καθαρής, γυμνής, ακάλυπτης δεδηλωμένης μνήμης». Με το ιδιαίτερο ύφος της κατέγραψε πραγματικά γεγονότα που έζησε μαζί με την Εβραιοκαθολική της οικογένεια, στο Τορίνο, υπό το καθεστώς του δικτάτορα Μουσολίνι. Αποτύπωσε θραύσματα αναμνήσεων του πατέρα της Τζουζέπε Λέβι, της μητέρας της Λίντια Τάνζι, των τρίων αδελφών της Τζίνα, Μάριο, Αλμπέρτο και της αδελφής της Πάολα, με επαναληπτικά μοτίβα συγκεκριμένων φράσεων, συμπεριφορών ή συνηθειών, διαμορφώνοντας τα πορτρέτα των χαρακτήρων τους. Σκοπός της ήταν να εξιστόρησει τα οικογενειακά δρώμενα, ξεκινώντας από την οπτική της ως μικρού κοριτσιού, κατόπιν νέας κοπέλας και τέλος γυναίκας και μητέρας.

Ο πατέρας της Ναταλίας Τζουζέπε Λέβι, ερευνητής και καθηγητής βιολογίας στο Πανεπιστήμιο, παρουσιάζεται ως ένας φωνακλάς πάτερ φαμίλιας που καλλιεργεί στην οικογένεια του μια αστική ρουτίνα: εκδρομές για ορειβασία και σκι το καλοκαίρι, φιλίες με μέλη πλουσίων οικογενειών, επισκέψεις σε σαλόνια και γεύματα με καθηγητές. Το παρατσούκλι του ήταν ΝΤΟΜ (ντομάτα) λόγω των κοκκινωπών μαλλιών του, με αποτέλεσμα να αποκαλούν όλη την οικογένεια ΝΤΟΜ. Υποληπτόταν το σοσιαλισμό, το ίδρυμα Ροκφέλερ, την Αγγλία, τον Ζολά. Δεν ήξερε να αφηγείται, τα έλεγε μπερδεμένα και ξαφνικά ξεσπούσε σε βροντερά γέλια. Είχε κακή σχέση με το χρήμα και ήταν απαισιόδοξος για την τύχη των παιδιών του. Ξυπνούσε στις τέσσερις το πρωί, εκανε κρύο ντους και έπινε το «μεντζοράντο», ένα είδος γιαουρτιού από ξινόγαλο. Έβγαινε στο δρόμο κατηφής. Μισούσε τη μουσική, αντίκριζε τα καινούργια πράγματα με καχυποψία και τα αποκαλούσε «ζεβζεκιές» και «φληναφήματα». Ζεβζεκιά ήταν και η τηλεόραση. 

«Η Μιράντα είναι μεγάλη μπουνταλού» (η γυναίκα του γιου του Αλμπέρτο).

«Η Πάολα είναι γαϊδούρα» (η κόρη του).

«Οι πίνακες του Μοντιλιάνι είναι γουρουνιές, σκουπίδια».

«Σούξου μούξου» έλεγε τα μυστικά.

«Ο Τζίνο είναι σκορπιοχέρης» (ο γιος του).

«Μαύρο φίδι που σε έφαγε, Λυδία, αν δε γράψεις στο Μάριο» (το γιο του).

«Ο Μουσολίνι είναι ο γάιδαρος του Πρεντάπιο» (γενέτειρα και τόπος ταφής του Μουσολίνι).

Αποκαλούσε τους φασίστες «μασκαράδες, καραγκιόζηδες, παλιοδειλούς, ζεβζέκηδες»

«Μπουνταλάδες! Σιγά μην πάω στο καταφύγιο! Πολύ που με νοιάζει αν πεθάνω! Θα μείνω στο σπίτι μου!»

Νευριάζει με τη γυναίκα του που έκανε παρέα με νεαρές που τις αποκαλούσε «Κατίνες».

Για την Λιζέττα την καρδιακή φίλη της Ναταλίας έλεγε ότι «έχει μια μούρη για μπάτσες».

Και κάποια στιγμή, στον πόλεμο, αφού έχασε τη θέση του στο πανεπιστήμιο, πήγε στην Λιέγη. Έμεινε δύο χρόνια στο Βέλγιο μαζί με τη γυναίκα του. Η Λίντια γύρισε, εκείνος κρύφτηκε και άλλαξε όνομα (Τζουζέπε Λοβιζάτο). Σκόπευε να δανείσει την βιβλιοθήκη του στο πανεπιστήμιο της Λιέγης. Δεν πρόλαβε. Ο Τζουζέπε και η Λίντια έλεγαν: «Ποιος να μας πειράξει εμάς; Είμαστε ήσυχοι άνθρωποι».

«Οι Γερμανοί τους πήραν μακριά, εκείνη την μικρόσωμη, αφελή και πρόσχαρη μητέρα, με καρδιοπάθεια και εκείνον τον μεγαλόσωμο, βραδυκίνητο πατέρα. Πρώτα στις φυλακές του Μιλάνου και μετά σε άγνωστο προορισμό…»

Η μητέρα της Ναταλίας, Λίντια Τάνζι, με καταγωγή από την Τεργέστη, μεγάλωσε στο Μιλάνο και ήταν καθολική. Αισιόδοξη και καλοπροαίρετη γυναίκα. Ήταν σε οικοτροφείο μέχρι τα δεκαέξι της χρόνια, γράφτηκε στην ιατρική αλλά δεν ολοκλήρωσε τις σπουδές της γιατί παντρεύτηκε τον Λέβι. Της άρεσε η μουσική, τραγουδούσε όπερα, απήγγελλε ποίηση. Χαιρόταν να αφηγείται ιστορίες αλλά και απολάμβανε την αφήγηση των άλλων. Από τη φύση της ήταν πρόσχαρη γυναίκα, αγαπούσε τους ανθρώπους και αγαπιόταν. Αγαπούσε τον σοσιαλισμό και την ποίηση του Πολ Βερλαίν. Έκανε πρωινό κρύο ντους, όπως ο Λέβι, αν και φοβόταν το κρύο αλλά και σιχαινόταν τη ζέστη. Γενικά ήταν άτομο νωθρής ιδιοσυγκρασίας γι’ αυτό θαύμαζε τους δραστήριους ανθρώπους. Οργάνωνε όμως διαρκώς το σπίτι με μοδίστρες και καθαρίστριες για τις ανάγκες της οικογένειας. Κατά καιρούς ασχολιόταν με τη ζωγραφική, το πιάνο και την εκμάθηση της ρωσικής γλώσσας.

Αποκαλούσε τον άντρα της ΜΠΕΠΙΝΟ. Να μερικές χαρακτηριστικές τις φράσεις:

«Στους μικρούς ένα μήλο, στους μεγάλους ένα χέρι ξύλο».

Ο πατέρας έλεγε: «Άνοστα αυτά τα μήλα, βρε Λίντια». Η μητέρα απαντούσε: «Μα Μπεπίνο, είναι καρπαντούε».

«Νερομπλούκι μου τον έφτιαξες τον καφέ Μπεπίνο!»

 Πίστευε ότι τα πολλά ρούχα «δίνουν υψηλό κύρος».

Την Αλεξάντρα, την κόρη της Ναταλίας, την αποκαλούσε «Μαρία της Σιωπής».

«Η Ναταλία είναι σφαλιστή, παραείναι κομμουνίστρια, βέρα Σοβιετική! Και τα παιδιά της θα τα άφηνε να βγαίνουν με τον πισινό τους έξω».

Παρόλα αυτά ήταν προστατευτική με τη Ναταλία. «Ο μπαμπέσης, ο ζεβζέκης ο βασιλιάς, ας καθίσει και λίγο στο σπίτι του».

«Η βασίλισσα!! Σκέτη γλάστρα, μια χωριάτα, μια ανόητη».

Φοβόταν τον κομμουνισμό και διατεινόταν: «Εγώ υποστηρίζω την ειρήνη».

 

Σελ. 208-209

Η γεωγραφία της μητέρας είχε διαταράχθη ολότελα μετά τον πόλεμο. Δεν μπορούσε πια να ανακαλεί με ηρεμία στη μνήμη της ονόματα φίλων. Ετούτοι είχαν άλλοτε τη δύναμη να μετατρέπουν, στα μάτια της, τόπους άγνωστους και μακρινούς σε κάτι οικείο, συνηθισμένο και χαρούμενο, να κάνουν τον κόσμο να μοιάζει γειτονιά ή δρόμο που μπορούσες να τον διασχίσεις σε μια στιγμή με τη σκέψη σου, βαδίζοντας στα χνάρια αυτών των λιγοστών, συνηθισμένων και καθησυχαστικών ονομάτων. Ο κόσμος μετά τον πόλεμο φάνταζε, αντιθέτως, τεράστιος, αγνώριστος και δίχως όρια. Μολαταύτα η μητέρα μου ξανάρχισε να κατοικεί σ' αυτόν όπως μπορούσε. Ξανάρχισε να τον κατοικεί με ευθυμία διότι η ιδιοσυγκρασία της ήταν πρόσχαρη. Η ψυχή της δεν ήξερε πώς να γερνά και δεν γνώρισε ποτέ τα γηρατειά, που σημαίνει να μαραζώνεις σε μια γωνιά θρηνώντας το χαμένο παρελθόν. Αντίκριζε το χαμένο παρελθόν δίχως δάκρυα και δίχως να πενθεί. Δεν της άρεσε εξάλλου να φοράει «πένθος«. Όταν πέθανε η μητέρα της, ολομόναχη στην Φλωρεντία, βγήκε να αγοράσει ένα πένθιμο φόρεμα. Αντί όμως να αγοράσει ένα μαύρο φόρεμα, αγόρασε ένα κόκκινο και γύρισε μ’ αυτό στις αποσκευές της. Είπε στην Πάολα (την κόρη της): «Τι τα θέλεις, η μαμά μου δεν μπορούσε να υποφέρει τα μαύρα ρούχα και θα ήταν πανευτυχής αν μ’ έβλεπε μ’ αυτό το πανέμορφο κόκκινο φόρεμα.»

Ο Τζίνο, ο πρωτότοκος, δεν αγαπούσε την ποίηση ούτε τα μυθιστορήματα. Ήταν σοβαρός, μελετηρός, ήσυχος («σφαλιστός – κλειστός»), η αδυναμία του πατέρα του. Τελείωσε το πολυτεχνείο και αρχικά εργάστηκε στην εταιρεία του Αντριάνο Ολιβέτι με τον οποίο ήταν φίλος. Αρραβωνιάστηκε, χώρισε, παντρεύτγκε, απέκτησε γιο και κατέληξε στο Μιλάνο διευθυντής και σύμβουλος μεγάλων εταιρειών.

Ο Αλμπέρτο είναι για τον πατέρα (στα μικράτα του) «σκερβελές, ρεμπεσκές, αλητήριος». Ασχολείται με το ποδόσφαιρο, ζητάει λεφτά, πουλάει βιβλία, βάζει κρυφά ενέχυρο μικροπράγματα του σπιτιού και έχει ομηρικούς καυγάδες με τον Μάριο. Τον έβαλαν σε οικοτροφείο, αποφοίτησε με άριστα, σπούδασε ιατρική. Συνελήφθη, φυλακίστηκε, εξορίστηκε, επέστρεψε, παντρεύτηκε και απέκτησε γιο. Φυσικά έγινε γιάτρος και άνοιξε ιατρείο.

Ο Μάριο είναι ταυτισμένος με την ατάκα που επαναλάμβανε από μικρός «Η Τράπα του κάλου του μάλου». Έτρεφε βουβό μίσος για τα βουνά, όπου ο πατέρας οδηγούσε όλη την οικογένεια άλλοτε για ορειβασία και άλλοτε για σκι. Θύμωνε εύκολα και πολύ, ζήλευε τον Αλμπέρτο, «είχε ξινισμένα μούτρα». Ήθελε να σπουδάσει νομικά αλλά ο πατέρας του τον έστρεψε στα οικονομικά. Ήθελε να γίνει συνωμότης και ήταν φίλος με τον Γκίνζμπουργκ, μετέπειτα σύζυγο της Ναταλίας. Συνελήφθη με αντιφασιστικές μπροσούρες στα ελβετικά σύνορα, πήδηξε το ποτάμι, πήγε στην Ελβετία, σώθηκε, από εκεί στη Γαλλία όπου προσχώρησε στους Μακί (εξαιτίας του φυλακίστηκαν ο πατέρας και ο Τζίνο). Άρχικά παντρεύτηκε την κόρη του ζωγράφου Μοντιλιάνι και χώρισε.

Σελίδα 191

Όταν τον ξαναείδαν δεν φαινόταν διατεθειμένος να μιλήσει για αυτόν το γάμο και το διαζύγιο, ούτε για τα όσα του είχαν συμβεί εκείνα τα χρόνια. Αν βίωσε στερήσεις ή τρόμους, απογοητεύσεις ή ταπεινώσεις, δε μίλησε. Εμφανίζονταν πού και πού, στο αγριεμένο πρόσωπο του, μελαγχολικές ρυτίδες, όταν αναπαυόταν με τα χέρια ενωμένα και τεντωμένα ανάμεσα στα γόνατα, μια κλασική στάση του, το μπρούτζινο κρανίο του ακουμπισμένο στην πλάτη της πολυθρόνας, τα χείλη του κυρτωμένα, να διαγράφουν μια έκφραση απογοήτευσης, ένα είδος χαμόγελου πικρού και μειλίχιου.

Ο Μάριο ξαναπαντρεύτηκε, έκανε δύο παιδιά, δούλεψε στην Ραδιοφωνία, μετά στην Ουνέσκο και πήρε γαλλική υπηκοότητα.

Η Πάολα, που ήταν καλή στο σκι, ένιωθε βουβή μνησικακία για τον Μάριο. Όμως και οι δυο τους ήταν μελαγχολικοί και απεχθάνονταν το δεσποτισμό του πατέρα τους. Διαβάζει μετά μανίας Προυστ, ζηλεύει τις φιλίες της μητέρας της. Τελικά παντρεύτηκε τον Αντριάνο Ολιβέτι, μηχανικό, πολιτικό και προοδευτικό βιομήχανο με οραματικές ιδέες για την οργάνωση εργοστασιακών μονάδων. Απέκτησαν δύο παιδιά, ένα γιο και μια κόρη και χώρισαν μετά τον πόλεμο.

Η Ναταλία, η τελευταία από τα πέντε αδέρφια. Σαν μικρό παιδί έκανε καπρίτσια. Δεν πήγαινε σχολείο, γιατί ο πατέρας έλεγε ότι στα σχολεία κυκλοφορούν μικρόβια. Έπαθε σοβαρή ωτίτιδα και κατέληξε στο νοσοκομείο. Η μητέρα της δεν της έλεγε μυστικά γιατί ήταν «σφαλιστή» και την αποκαλούσε «αφεντικίνα».

Κουραζόμουνα από το παιχνίδι και ξάπλωνα με το βιβλίο στο γρασίδι. Αυτά είναι τα λίγα που αναφέρει για την παιδική της ηλικία. Έχω την αίσθηση ότι προσπερνά την εφηβεία.


Η Ναταλία και ο Λεόνε Γκίνζμπουργκ

Ο Τσέζαρε Γκάρμπολι στην εισαγωγή της έκδοσης του 1999 γράφει:

Στην άυλη κατασκευή του Λεξικού διαφαίνεται κάτω από το πηγαινέλα των κομάτων, μία συνθετική αρχή που δεν μπορώ να μην την υπογραμμίσω. Πρόκειται για την ταχύτητα με την οποία μεταβαίνει κάνεις από την παιδική ηλικία στην ωριμότητα. Γνωρίζουμε την αφηγήτρια ως μικρό κοριτσάκι και συγχρωτιζόμαστε μαζί της μετά το γάμο της, όταν δεν έχει σταματήσει ακόμα να παίζει με τις κούκλες της, όπως αντίστοιχα και οι αδελφοί της, οι οποίοι έχουν διασκορπιστεί στην υφήλιο, ενώ δεν έχουν λήξει ακόμη τον καβγά τους στο δωμάτιο που μοιράζονται. Ο χρόνος τρέχει και επιστρέφει στον εαυτό του, έπειτα ξαναρχίζει να δραπετεύει. Πλησιάζοντας προς το τέλος, στον δεύτερο γάμο της, κάνει παύση. Ο χρόνος κυριαρχεί στο μυθιστόρημα ως ασχημάτιστη ομίχλη, συγχέοντας το πριν και το μετά.

Αφού αναφερθεί στην προσωπικότητα και την ιστορία του Λεόνε Γκίνζμπουργκ (είχε πάθος για την πολιτική, ποίηση, φιλολογία, την ιστορία, μιλούσε, έγραψε και μετέφραζε στα ρωσικά, έκτισε ποινή σε σωφρονιστικό ίδρυμα, επέστρεψε στο Τορίνο υπό καθεστώς ειδικής επιτήρησης, είχε φιλική σχέση με τον ποιητή και μυθιστοριογράφο Τσέζαρε Παβέζε, και ο κόσμος τον απέφευγε ως συνομώτη, ξαφνικά, στην σελίδα 165 λέει:

Παντρευτήκαμε, ο Λεόνε και εγώ και πήγαμε να ζήσουμε στο σπίτι της οδού Παλαμάλιο. Ο πατέρας μου είχε βάλει τις φωνές, όπως το συνήθιζε κάθε φορά που κάποιος από μας παντρευόταν. Τούτη τη φορά δεν είπε πως ο Λεόνε ήταν άσχημος. Είπε: «Μα δεν έχει μόνιμη δουλειά». 

Στη σελίδα 166:

Παντρεύτηκα· και ο πατέρας μου έλεγε, μιλώντας για μένα με ξένους, «Η κόρη μου η Γκίνζμπουργκ».

Με το γάμο ανακαλύπτει την κούραση, την εργασία, το χρήμα, μια εξουθενωτική βασανιστική περιπλοκή. Ως παντρεμένη αρχίζει να λέει πώς αισθάνεται. Αποκτά τρεις εβραίες φιλενάδες αλλά η καρδιακή της φίλη είναι η Λιζέτα, με την οποία εργάζονται στον εκδοτικό οίκο Εϊνάουντι, όπου ο διανοούμενος ποιητής Τσέζαρε Παβέζε ήταν διευθυντής και ο Μπάλμπο εκδότης. Όλα αυτά μετά το θάνατο του Λεόνε. Δεν θα ξεχάσει να αφηγηθεί το χρονικό του εκδοτικού οίκου. Την φιλία της με τον Παβέζε και το πώς μόνος του μεθοδικά και ήσυχα θα δώσει τέλος στη ζωή του. Δεν θα ξεχάσει ποτέ την μέρα που ο θαυμαστής του Παβέζε, οραματιστής βιομήχανος Αντριάνο Ολιβέτι, με εκείνη την έκφραση αναστάτωσης, τρόμου και αγαλλίασης που έπαιρνε όταν οδηγούσε κάποιον στην σωτηρία, την φυγάδεψε, γλιτώνοντας την από την σύλληψη και το βέβαιο θάνατο.

Το βιβλίο τελειώνει με μια σειρά αναμνηστικές συνομιλίες μεταξύ του πατέρα και της μητέρας σαν ένα τελευταίο αντίο στους γεννήτορες και μια διαπίστωση ότι δεν ξέχασε.

Η Απήχηση του βιβλίου – Κριτικές 

Απόσπασμα από μια ανώνυμη κριτική στην αγγλική μετάφραση του έργου που δημοσίευσαν οι Times του Λονδίνου στο Λογοτεχνικό τους Ένθετο στις 23 Φεβρουαρίου 1967.

Όταν κυκλοφόρησε στην Ιταλία το Οικογενειακό Λεξικό οι κριτικοί χωρίστηκαν σε δύο σαφώς ορισμένα αντίπαλα στρατόπεδα: σ’ αυτούς που το θεώρησαν καθαρή φλυαρία και σε εκείνους που εντόπισαν σ' αυτό πολύ περισσότερα. Η κατάκτηση του βραβείου Strega δικαίωσε τους δεύτερους. Το understatement[iii], που στην πραγματικότητα αποτελεί μια ιδιόμορφη τεχνική παράληψης και ευφυώς τοποθετημένων χασμάτων, είναι το πιο πρόδηλο προτέρημα της συγγραφέως. Ο λόγος της έχει μια μαγευτική απλότητα, είναι πυκνός και υπαινικτικός. Όσα λέει φαντάζουν διάφανα, αν όμως τα εξετάσει κάνεις σε βάθος, βρίσκει έναν πλούτο υπαινιγμών. Σ' αυτήν της την ικανότητα, να υποδηλώνει πολλά λέγοντας λίγα, συνίσταται το ταλέντο και κυρίως η πρωτοτυπία της. Περιγράφοντας τελικά το Οικογενειακό Λεξικό θα σκιαγραφούσε κάνεις ένα βιβλίο νοσταλγικών ενθύμησησεων και οικογενειακών αστεϊσμών. 

Ο ίδιος ανώνυμος κριτικός του Λογοτεχνικού Ένθετου των Times του Λονδίνου, σε ένα άρθρο του που τιτλοφορείται «Σπαρτιάτες και Πάσχοντες» κατόρθωσε να συλλάβει καλύτερα από κάθε άλλον τον «εβραϊκό» χαρακτήρα της Γκίνζμπουργκ. Αναφέρει:

Αυτό που καθιστά τούτες τις οικογενειακές μνήμες ακόμα πιο συγκινητικές και πολύτιμες, αυτό που τις καθιστά ακριβές στην καρδιά μας και σπαρακτικές, είναι η διαρκής αίσθηση, ότι καταυγάζεται ένας κόσμος για πάντα εξαφανισμένος από τη γη: όχι μόνο διότι τα πλάσματα αυτού του κόσμου δεν υπάρχουν πια, αλλά και διότι τα γερμανικά στρατόπεδα συγκέντρωσης κατάπιαν πολλά όμοια τους, εξίσου γερασμένα, ευάλωτα, άλλοκοτα, απροετοίμαστα, άδολα πλάσματα· έτσι που δεν κατορθώνουμε να λησμονήσουμε, ότι εκείνη τη συγκεκριμένη αγαθοπιστία, ειρωνεία, ιδιορρυθμία και αφέλεια, μια γενοκτονία την εξαφάνισε από προσώπου γης και της κατέστρεψε συνάμα και το σπόρο, έτσι που να μην μπορεί πια να ξαναγεννηθεί πουθενά. 

Και τελειώνω με το πορτραίτο της Ναταλίας Γκίνζμπουργκ έτσι όπως το σκιαγραφεί η Οριάνα Φαλάτσι:

Μια γυναίκα δίχως ομορφιά ή κομψότητα, ντυμένη μ’ ένα πουλόβερ και μια φούστα σε μπλε ελεκτρίκ απόχρωση, που μοιάζει κάπως αμήχανη, όπως κάποιες θείες από τις οποίες πάντοτε θέλει να ζητήσει κάνεις χάρη και των οποίων η ηλικία παραμένει απροσδιόριστη. Γύρω στα σαράντα; Γύρω στα πενήντα; Έχει μαύρα μαλλιά, όπου σπάνια παρεμβάλλονται λευκές πινελιές. Ο κορμός της είναι συμπαγής, στητός, οι γάμπες της είναι σφικτές από το πολύ περπάτημα. Έχει ρυτίδες, αλλά μοιάζουν περισσότερο με πτυχώσεις, οι οποίες προϋπήρχαν από τότε που ήταν νέα. Φαντάζει διαρκώς θλιμμένη, φοβισμένη, έτσι που η υγιής στιβαρή της όψη προβάλλει παράταιρη. Πρόκειται αναμφίβολα για μια γυναίκα που κοιμάται καλά, που κουβαλά βαριές βαλίτσες δίχως να αγκομαχά, που δεν έχει αρρωστήσει ποτέ, που τεκνοποιούσε με ευκολία και γι' αυτό πέρασε αλώβητη από κακουχίες και δεινά. Η φωνή της είναι θελκτική, όμοια με τις φωνές που έχουν συνήθως οι γυναίκες-δηλητήριο: προκαλεί εντύπωση, σαν να επρόκειτο για την φωνή κάποιας άλλης, και γοητεύει.

Αυτό το βιβλίο, παρά την υποδόρια θλίψη του, έχει μια ανακουφιστική αύρα. Αυτή είναι η πρωτοτυπία που προσωπικά με ικανοποίησε.



[i] Άλλα έργα της: Ο δρόμος που πάει στην πόλη (Εκδ. Καστανιώτη), Οι φωνές της νύχτας (Εκδ. Καστανιώτη), Αγαπητέ μου Μικέλε (Εκδ. Οδυσσέας), Έτσι έγινε (Εκδ. Κέδρος), Διάλογος. Παραθαλάσσιο χωριό (Εκδ. Δωδώνη), Όλα μας τα χθες, Οι μικρές αρετές.

[ii] Οι Ασκεναζίτες προέρχονται από Ιουδαίους που είχαν καταφύγει στην κεντρική Ευρώπη το 70 μ.Χ. για να αποφύγουν τους διωγμούς των Ρωμαίων. Εγκαταστάθηκαν στην κοιλάδα του Ρήνου. Χρησιμοποιούσαν το αλφάβητο της εβραϊκής γραφής. Η Σεφαραδίτες, σε αντιδιαστολή με τους Ασκενάζι, είναι οι Εβραίοι που αρνήθηκαν να προσηλυτιστούν στο Χριστιανισμό και απελάθηκαν από την Ιβηρική χερσόνησο, αφήνοντας πίσω τους ένα θαυμαστό παρελθόν. Εγκαταστάθηκαν σε μεγάλες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ειδικότερα η κοινότητα της Θεσσαλονίκης αναπτύχθηκε με γοργούς ρυθμούς, γνώρισε ημέρες δόξας και ονομάστηκε Ιερουσαλήμ των Βαλκανίων.

[iii] Understatement σημαίνει υποτίμηση, υποτιμητική έκθεση, έκφραση μικρότερης δύναμης απ’ αυτό που πραγματικά εννοεί ο ομιλητής ή ο συγγραφέας ή από αυτό που συνήθως αναμένεται. Είναι το αντίθετο του εξωραϊσμού ή της υπερβολής και χρησιμοποιείται για έμφαση, ειρωνεία, αντιστάθμιση ή χιούμορ. 

 


Η παρουσίαση και συζήτηση για το Οικογενειακό λεξικό της Natalia Ginzburg σε μετάφραση της Βασιλικής Πέτσα (Καστανιώτης, 2019) και εισήγηση της Μαίρης Συμεωνίδου, έγινε τη Δευτέρα 1 Απριλίου 2024 στον πολυχώρο πολιτισμού Άρτεμις. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου