Σελίδες

Τρίτη 16 Απριλίου 2024

«Ορατή σαν αόρατη» της Ζυράννας Ζατέλη - Παρουσίαση Θάλεια Αμοργιαννιώτη

   

Θα ξεκινήσω την παρουσίαση του βιβλίου με τον παράξενα γοητευτικό  τίτλο «Ορατή  σαν αόρατη», με τη φωνή  της ίδιας  της συγγραφέως που σε μια συνέντευξή  της, είπε  τα  παρακάτω γι’ αυτό: «Σα συγγραφέας  επαφίεμαι  πιο πολύ  στο αίσθημα, στην αίσθηση, σ’ αυτό που γίνεται  για να παραμείνει  άπιαστο, δεν ξέρω  γιατί  διάλεξα  τον τίτλο, δεν ξέρω  τί  σημαίνει. Το αφήνω  στη διαίσθηση  του αναγνώστη,  στο ψυχανέμισμα  που  αποκομίζει. Όλα  γίνονται  εν μέρει  κρυφά, εν μέρει φανερά. Αν εξηγείς,  χάνεται όλο το μυστήριο, όλη η μαγεία. Αποκρύπτω και συγχρόνως αποκαλύπτω πράγματα. Αυτή είναι η δουλειά του συγγραφέα». Έτσι κι εδώ, η ιστορία της ξεκινά σαν χείμαρρος ορμητικός που στην πορεία του, συναντά κι άλλους χείμαρρους που γίνονται παραπόταμοι και διακλαδίζονται μέχρι να  φτάσουν στο μεγάλο ποτάμι. Ιστορίες μέσα σε μια ιστορία, με μόνο κίνητρο μια σκέψη, μια ανάμνηση, το πέταγμα ενός πουλιού, την κίνηση μιας γάτας, το βλέμμα μιας νυχτερίδας…

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή, τολμώντας να ιστορήσουμε το περιεχόμενο αυτού του τελευταίου μυθιστορήματος της αγαπημένης Ζυράννας Ζατέλη. Είναι το τρίτο βιβλίο μιας τριλογίας «Με το παράξενο όνομα Ραμάνθις Ερέβους». Τα προηγούμενα ήταν «Ο θάνατος ήρθε   τελευταίος» και το «Πάθος  χιλιάδες φορές».

Κεντρικό πρόσωπο του βιβλίου η Λεύκα που τη  βλέπουμε στην αρχή, να ζει μικρό παιδί στο χωριό των παππούδων της, μιας και οι γονείς της ήταν μετανάστες, την παρακολουθούμε έφηβη, ν’ ανακαλύπτει τον κόσμο και την καλλιτεχνική της φύση, σε συνδυασμό με την κλίση της στη λογοτεχνία, καθώς σημειώνει σκέψεις, τα ακούσματα των παλιότερων και τις εμπειρίες της, με το δικό της ξεχωριστό τρόπο, μια λογοτέχνις, εν σπέρματι… Κατόπιν, τη συναντάμε στη μεγάλη πόλη, την Αθήνα, να δουλεύει σε εκδοτικό οίκο και αργότερα να «συγκατοικεί» με την κυρία Εζμίρα Σιουντεβά, μια ηλικιωμένη συγγραφέα, της οποίας «τα κείμενα» διορθώνει κι αργότερα γράφει η ίδια «ορατή σαν αόρατη»,  σαν «φάντασμα»,  καθώς το μυστικό αποκαλύπτεται από τη συγγραφέα προς το τέλος του βιβλίου. Στο μεταξύ όμως, έχει στήσει σαν αράχνη, τον ιστό της ιστορίας, σιγά-σιγά, φανερά και κρυφά, με στοιχεία φανταστικά και πραγματικά και με άλλες ιστορίες μέσα στην ίδια κεντρική ιστορία, ένα γαϊτανάκι λέξεων, εικόνων και αισθήσεων, οι παραπόταμοι που λέγαμε στην αρχή…

Το βιβλίο χωρίζεται σε πέντε ενότητες, ιστορίες τις ονομάζει η συγγραφέας, με πρώτη την ιστορία «Στον ήσκιο του αφανέρωτου», δείχνοντας μ’ αυτό το επίθετο «αφανέρωτο» και  την  προτίμησή της  στο φανταστικό στοιχείο και τη μυστηριώδη αύρα του. Κοινό  νήμα στις ιστορίες  η κουκουβάγια, πουλί της σοφίας, που εμφανίζεται πρώτα στην αρχή, όταν η μικρή-τότε-ηρωίδα, η Λεύκα, την πρωτοαντίκρισε καθώς κατέβηκε από τον ουρανό, ορατή σαν αόρατη, για να μαζέψει το πεσμένο στο έδαφος,  μικρό της. Το πρόσωπό της, σαν ανθρώπου με τεράστια μάτια μπροστά κι όχι στο πλάι και το βλέμμα της, έκαναν τρομακτική εντύπωση στην ηρωίδα. Η περιγραφή συνεχίζεται, πρώτα με την αναφορά σ’ ένα  στοιχειωμένο σπίτι που έγινε τον παλιό καιρό ο τάφος για τρεις αδερφές και την παρακόρη τους, που αλληλοφαρμακώθηκαν για την καρδιά ενός άντρα κι αργότερα σε μιαν άλλη κουκουβάγια, τη Βάκου-Γιάκου, φύλακα στα χαλάσματα του σπιτιού. Οι κάτοικοι παρότι αόρατη, την περιγράφανε σαν ορατή και ήταν βαθύς καημός της Λεύκας να τη συναντήσει, γοητευμένη ήδη από τις περιγραφές των άλλων, κάτι που θα γίνει στο τέλος της ιστορίας, όταν η μικρή, παρέα μ’ έναν ξάδερφο εκ γενετής κωφάλαλο, θα την αντικρίσει, αυτήν την τόσο «ακριβοθώρητη και οιονεί αόρατη», με το διαπεραστικό και θλιβερό της βλέμμα.

Η δεύτερη ιστορία, αφορά στο σπίτι κάποιας Φορίκας-Φωτεινής, που ήταν καταφύγιο για κουκουβάγιες καθώς η ιδιοκτήτριά του, μετά από έναν άτυχο έρωτα με κάποιον Ελπιδοφόρο που έγινε τελικά Ελπιδοβόρος και  την εγκατέλειψε, τις περιέθαλπε κι έγιναν κι αυτές με τον καιρό η μοναδική συντροφιά της, μαζί με έναν αγριωπό κόκορα, τρομερό φύλακα του σπιτιού της. Το τέλος της Φορίκας κι αυτό αξεδιάλυτο, τη βρήκαν νεκρή σ’ ένα βραχάκι, όπου παιδί ακόμα, έπαιζε τις Σουλιώτισσες. Αχ αυτοί  οι ανεκπλήρωτοι έρωτες! Σ’ ένα  συρτάρι του σπιτιού της νεκρής, βρέθηκε μια σελίδα γραμμένη και φθαρμένη από τον καιρό με περιεχόμενο αξεδιάλυτο, ακατανόητο και σ’ ένα παλιό γάντι της, χαρτάκια διπλωμένα από ημεροδείκτες που όλοι δείχνανε την ίδια ημερομηνία: 2 Νοεμβρίου, του Ελπιδοφόρου. Στο πίσω μέρος από αυτά, στιχάκια για  αγάπες «που γίναν στάχτη, φαρμακωμένα όνειρα, συντρίμμια  καταφρονεμένα» κατά τη συγγραφέα, που  κάποτε  μιλώντας για τον ανεκπλήρωτο έρωτα τόνισε πως είναι «ο μόνος άφθαρτος  έρωτας, ο  γιορτινά ντυμένος θάνατο, έρωτας».

Και τί λόγια βγαλμένα από τις λαϊκές αλλά ταυτόχρονα σοφές γυναίκες, που είχαν άμεση επαφή με τη φύση, επικοινωνία μαζί της και γνήσια αγάπη γι’ αυτήν, καθώς μιλάνε στην πεθαμένη Φορίκα! (σελ.45): «Να πλένεσαι με τέτοιον ήλιο, να σου φεύγουν τα μυαλά… ήσουν μια μόνη σου, μια μόνη σου και δεν το μίλησες σε κανέναν, δεν το καυχήθηκες», μάλωμα, στοργή κι έπαινος κι απελπισία, κατά πως λέει η συγγραφέας μας.

Στη συνέχεια μετά από τη σύντομη ιστορία μας δασκάλας με ένα μόνο  σκουλαρίκι, που παρίστανε όμως μια κουκουβάγια από ασήμι με δυο  φλογερά ρουμπίνια ανάμεσα στα μάτια της, διαβάζουμε την εκτενέστερη  ιστορία του  Θανάση-Αθανάση, που  έφτιαχνε βέβαια σαμάρια για τα ζώα,  κατασκεύαζε όμως και ξύλινες κουκουβάγιες, αλήθεια, τί σύμπτωση και συγγραφική συνέπεια! Τις έβαζε χρώματα κι ήταν αληθινά έργα τέχνης, το μεράκι κι η χαρά  του Αθανάση. Από  το  πουθενά,  μια  βροχερή  μέρα,  εμφανίζεται  στο  σκηνικό  η Οφούλα, μια μυστηριώδης νάνα, με άγνωστο  παρελθόν, αθυρόστομη και χωρατατζού αλλά και μοναχική, ένα «ξωμερίτικο στοιχειό». Δένεται με φιλία με τον Αθανάση, που περιγράφεται από τη συγγραφέα μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική της ικανότητα να  δημιουργεί  αισθήματα,  να ψηλαφίζει τα πράγματα,  να τα δηλώνει,  χωρίς  και να κραυγάζει γι’ αυτά. Στο τέλος ο Αθανάσης, θα φτιάξει μια  κουκουβάγια κατ’ ομοίωση  της Οφούλας που του το είχε  ζητήσει  κάποτε,  αλλά αυτός αρνούνταν, όμως τώρα πια ήταν δώρο-άδωρο γιατί η ίδια  χάθηκε  ξαφνικά, έτσι  ακριβώς  όπως  εμφανίστηκε. Ο Αθανάσης έμεινε μονάχος με τον αλλόκοτο σεβντά  του και μετά  από  λίγα  χρόνια  βρέθηκε  κρεμασμένος και μαζί  μ’ αυτόν χάθηκαν  κι οι ξύλινες κουκουβάγιες  του. Υπάρχει σ’ αυτήν την ιστορία μια θαυμάσια περιγραφή της τελευταίας επίσκεψης της Οφούλας στο σπίτι του φίλου της, σ’ ένα σκηνικό από αστραπόβροντα και βροχές  δυνατές, ενώ μέσα στο σπίτι κυριαρχεί μια αίσθηση οικειότητας και αμοιβαιότητας (φελιτσιτά, μπονέρ, ευτυχία), ανάμεσα σ’ αυτά τα δυο μοναχικά πλάσματα,  μια θλίψη και μια θαλπωρή  ταυτόχρονα (σελ.68). Παρεμπιπτόντως, η συγγραφέας αρέσκεται στις σκοτεινές και βροχερές μέρες - υπάρχουν  πολλές στα έργα της – κι είχε  πει σε μια συνέντευξή της πως: «Οι βλέψεις  μου είναι το φθινόπωρο, στις συννεφιές που επίκεινται, στις πρώτες  βροχές -αν και σπανίζουν  πλέον- εννοώ οι καλές και αναγκαίες βροχές, εκείνες οι αρχοντικές  βροχούλες.  Ανοίγει η καρδιά μου στην κακοκαιρία, αισθάνομαι το στοιχείο μου –άνοιξη γεννημένη κατά τα άλλα – δουλεύω με άλλη ζέση, με πάθιασμα. Όποτε ξεκινάει η μέρα μου μουντή και βουρκωμένη, έχω πανηγύρι εδώ μέσα».

Η ανάκληση στη μνήμη της Λεύκας, μιας άλλης κουκουβάγιας, αστείας  αυτή τη φορά, της δίνει την ευκαιρία να μιλήσει και για τον Πορφύρη, έναν έφηβο που παραθέριζε  στο χωριό,  λόγω  της αρρώστιας  της μητέρας  του και να ξετυλίξει το κουβάρι των αναμνήσεων γύρω από τον έφηβο αυτό και τα δικά της μη δηλωμένα αισθήματα απέναντί του. Και τί θαύμα! Να ξανασυναντήσει τον Πορφύρη  σ’ ένα όνειρό της, σαράντα τόσα χρόνια  αργότερα! Ένας άλλος ανεκπλήρωτος έρωτας, που ο χρόνος λες και δεν υπήρξε, γιατί στα όνειρα ο χρόνος δεν συμβαίνει κι η πραγματικότητα με τη φαντασία, θαρρείς πως είναι ένα κουβάρι αξεδιάλυτο.

Έτσι οδηγούμαστε στην τελευταία ιστορία του Ρενάτο του Κουκουβαϊομάτη, ενός  Ιταλού στρατιώτη που ερωτεύτηκε μια κοπελιά  με «εμποδισμένη ομιλία», την άφησε  έγκυο  και λίγο  μετά  χάθηκε  για πάντα  στην ομίχλη  του πολέμου. Το παιδί  που γεννήθηκε, είχε τεράστια  γλώσσα  και πνίγηκε λόγω αυτής  της δυσπλασίας. Εξαιρετικό το φινάλε, όταν η δύστυχη  μάνα αποχαιρετά  το άτυχο  βρέφος και πια η ίδια  δεν τραυλίζει,   ούτε  τσεβδίζει, αγγίζοντας έτσι τα όρια της τραγωδίας. (σελ. 86)

«Δεν μπορείς να πεθάνεις αν δεν γράψεις  αυτή  την ιστορία» της είπε ένας  φίλος κάποτε. Κι  η δική  της απάντηση: «Για να τη γράψω πρέπει  κάποιος να πεθάνει πρώτα» (σελ. 193). Και είναι η ιστορία της κ. Εζμίρας Σιουντεβά  και της συνύπαρξής της με τη Λεύκα όχι όμως ακριβώς στη συνέχεια,  καθώς περνώντας  στη δεύτερη  ενότητα - ιστορία  με τον τίτλο  «Μια ματιά  σ’ αυτόν τον κόσμο που είναι ο άλλος», η συγγραφέας  παρεμβάλλει  άλλες ιστορίες, χαμένες στο χρόνο, αλλά ενεργές στη φαντασία της ηρωίδας. Ένα λάθος της τηλεφώνημα, αντί για την κ. Εζμίρα, θα την οδηγήσει στην τυχαία(;) γνωριμία με μιαν άγνωστη Αρμένισσα που βρίσκει  την ευκαιρία να εκμυστηρευτεί στην άγνωστη και για αυτήν Λεύκα, τους  καημούς και τα βάσανά της, την ιστορία της και την ορφάνια αλλά και την απώλεια της μονάκριβης  κόρης  της Σισίνας. Συγκλονιστικός ο μονόλογος  της Αρμένισσας Μαρέμ  με σκέψεις για το θάνατο, για τη ζωή, για τα νιάτα που ξαφνικά  χάθηκαν, της Σισίνας, της κόρης της, σ’ ένα  παραλήρημα- έργο τέχνης ατόφιο, που υποκινείται κι από τις εύστοχες ερωτήσεις της Λεύκας και στο τέλος το όνειρο, ωσεί  παρόν. (σελ109, 115). Η μάνα  είδε  την κόρη να γεννά αφού είχε πεθάνει, παρούσα εδώ η μαγεία, η φαντασία  καλπάζει ανεξέλεγκτα κι όλα αυτά χάρις σε ένα λάθος τηλεφώνημα  υπαρκτό  και  πραγματικό. Μεγάλη η τέχνη της Ζατέλη, σκορπά γνήσια  συγκίνηση και η γραφή της είναι υπέροχη!

Η ηρωίδα ανακαλώντας πάλι μνήμες σ’ άλλο παραπόταμο του νου, θυμάται τη φράση του παππού της,  Ντάφκου: «Αυτό το κορίτσι, η εγγονή  μας, ζει στον κόσμο της, μα μήπως πήραμε κι εμείς να ζούμε εκεί μέσα;» Η περιπέτεια της γραφής, το γλυκό αυτό και οδυνηρό συνάμα βάσανο,  ευχαρίστηση και παιδεμός… Η ιστορία του γείτονά της κ. Σάββα όταν  η Λεύκα μεγάλη  πια, ζούσε σε μια λαϊκή συνοικία στους πρόποδες του Υμηττού,  διανθίζεται  με το ανάλογο χιούμορ, που κάνει συχνά την εμφάνισή του στα  γραπτά  της συγγραφέως. Το χιούμορ, που κατά  τον Όσκαρ  Ουάιλντ, «είναι  η ευγένεια  των απελπισμένων» είναι και ο δείκτης  μιας ευρύτερης αντίληψης πάνω στα πράγματα. Υπάρχουν επίσης  πινελιές τρυφερότητας  για τις γάτες,  για  ένα  πεθαμένο σαμιαμίδι  στην πόρτα της, για τα ζώα  γενικά,  κυρίως  για τα μικρά  και τα  «ανυπόληπτα». Και το βλέμμα πάντα στραμμένο στο παρελθόν, στη ζωοδότρα παιδική  ηλικία που όπως γράφει κάπου η συγγραφέας είναι «ανεξάντλητη  δεξαμενή, όλα τα μεγάλα, τα ζήσαμε μικροί, εκεί είναι ο τόπος του εγκλήματος». Και μετά επιστροφή στο παρόν, υπό το βλέμμα μιας νυχτερίδας τώρα πια, που είναι εγχάρακτη στην ξύλινη ράχη μιας καρέκλας στο γραφείο της Λεύκας.

Επιτέλους  κάνει  την εμφάνισή  της η κ. Εζμίρα Σιούντεβα, μετά από την τηλεφωνική επικοινωνία με τη Λεύκα στην αρχή της τρίτης ενότητας- ιστορίας με τον τίτλο «Δώσ’ της δύναμη ν’ αντέξει, και να κλάψει και να παίξει». «Για να γράψεις πρώτα ένα βιβλίο, πρώτα πρέπει κάποιος να πεθάνει» (σελ. 193). Ρεαλισμός και αυτοαναίρεση και στην αρχή ένα  πλαστό όνειρο πού αφορά την κ. Εζμίρα  και την υγεία  της. Την κ. Εζμίρα  που πλήρωνε τη Λεύκα για να γράφει ποιήματα και διηγήματα που τα εξέδιδε όμως με το δικό της όνομα, φτασμένη συγγραφέας αυτή και η άλλη, η ηρωίδα, ένα φάντασμα, ορατή σαν αόρατη. Θεωρώ ότι η ενότητα  αυτή είναι η πιο δύσκολη στην κατανόηση κι όμως είναι αυτή  που αφορά  άμεσα τη γραφή και τα βάσανά της: «Έγραφε για να διαβάσει τί είχε ζήσει; Διηγόταν τον εαυτό της να διηγείται ιστορίες; Μήπως γνώριζε από την κοιλιά της μάνας της πως, όπως χρειάζεται να έχεις «υπάρξει» καιρό πολύ  πριν γεννηθείς, έτσι χρειάζεται να γράψει κανείς  πολύ  μέχρι  να ξεκινήσει  να γράφει; Η Λεύκα οιονεί ταγμένη (ο φίλος της την έλεγε «κεκρουσμένη»), έγραφε  από  πολύ  παλιά και συνέχιζε  να το κάνει,  ίσως  κιόλας  για να μπορέσει να καταλάβει μια μέρα - πράγμα αμφίβολο - όχι τόσο «τί ήθελε να πει» με αυτά που έγραφε, αλλά ποια ανεξήγητη μοίρα, ποιο άρρητο και άδηλο της ζωής γινάτι, την ήθελε με μολύβι και χαρτί η καρφωμένη μπροστά στη γραφομηχανή επί δεκαετίες» (σελ. 202). «Αυτό  που φοβάσαι έχει ήδη συμβεί, πάρε  όσο χρόνο θες, για να το καταλάβεις,  τα πράγματα καμιά φορά αργούν, μα έρχονται στην ώρα  τους» (σελ.205)… «Το στοίχημα ήταν όχι να περπατάει στα σύννεφα  ή  πάνω  στο νερό, που λέει  ο λόγος, αλλά να μην ξεμάθει να περπατάει πάνω στη γη» (σελ. 226).

Κι έτσι μπαίνει για τα καλά στο προσκήνιο μ’ αυτή τη φράση, ο αγαπημένος  θείος  Σέρκας που κάποτε  της είπε  αυτά  τα λόγια κι αρχίζει και η δική του ιστορία. Ήταν ετεροθαλής αδερφός του πατέρα της Λεύκας και νόθος γιος του παππού Ντάφκου και της εύθραυστης και άτυχης  Ζήνας. Οι σελίδες που ακολουθούν, περιγράφουν τη συναισθηματική  κατάσταση του νεαρού Σέρκα, του γιου με τις τρεις μαμάδες, τη θεία  Ελένη, τη θεία Τριφυλία και τη φυσική του μητέρα. Είναι γεμάτες  συγκίνηση,  ειδικά  όταν  αναφέρονται  στην ανάπηρη  κι εύθραυστη  Ζήνα, στις παροδικές επισκέψεις στο σπίτι της ή την οριστική  εγκατάσταση του  εκεί, στο σπίτι με το πράσινο δωμάτιο της μητέρας του, το γεμάτο βιβλία  που ο γιος της διάβαζε λίγο πριν την πρόωρη αναχώρησή της από τη ζωή,  σαν αερικό, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Η παρουσία  του θείου  Σέρκα συνεχίζεται και στην τέταρτη ιστορία με τον τίτλο «Η ζωή ορκισμένη να συνεχίζεται κι ένας ακόμη παραπόταμος με παραποταμάκια». Εδώ  βλέπουμε το συναισθηματικό  σύνδεσμο  της έφηβης Λεύκας με τον θείο  της και σκηνές από το καλοκαίρι που πέρασε  μαζί του και που θα της μείνει αξέχαστο. Της έλεγε ιστορίες, ήταν  ξεχωριστός αφηγητής, αγαπούσε τη φύση, τα δέντρα, όλα  τα ζωντανά  επί  της γης. Η σκηνή με την πεθαμένη οχιά που την κουβαλάνε  τα μυρμήγκια στη φωλιά τους (σελ.280-282) είναι  εξαιρετική για την ευαισθησία της και δείχνει την αγάπη της Ζατέλη για όλα του κόσμου τα ζωντανά, για τη φύση και όσα είναι πάνω στη γη. Ένα  μοναχικό παπούτσι που θα βρουν σε μια πεζοπορία τους ο θείος  και η ανιψιά, δίνει την ευκαιρία στον πρώτο να συνεχίσει την προσωπική του ιστορία και να διηγηθεί το τέλος της μητέρας  του που δίπλα της βρέθηκε και το μοναδικό της παπούτσι, τη μέρα του χαμού της. Η μνήμη και τα μονοπάτια της, τα παραποταμάκια.


«Ως την άλλη άγνωστη φορά» είναι ο τίτλος της τελευταίας ενότητας- ιστορίας και ο επίλογος αυτού του γοητευτικού μυθιστορήματος της Ζυράννας Ζατέλη. Στην αρχή κυριαρχεί η γάτα Σέρκα, «μια τέλεια  κουκουβάγια  μεταμορφωμένη σε γάτα». Μ’ αυτήν συνομιλεί - στο παρόν  πλέον  - η ενήλικη  Λεύκα, μ’ αυτήν γράφει τα δικά της γραπτά πια: «Για τη συνύπαρξη Σέρκας και Λεύκας θα είχαν και οι δύο τους να αφηγηθούν πολλά,  πού  να πρωτοκοιτάξουμε  και με ποιανής  τα μάτια  πρώτα. Καμία φορά τα άλλαζαν: τα κεχριμπαρένια και ιριδίζοντα της γάτας πήγαιναν στη Λεύκα κι αυτηνής τα λαδοπράσινα, εκείνα «του κέδρου ή του ποταμού» (έτσι τα είπε κάποτε ο Σέρκας), τα ‘παιρνε ευχαρίστως η γάτα. Είχαν  επίσης  να μοιράζονται  τα κρασογάλανα  ενός  ονείρου, ποιος τις εμπόδιζε» (σελ.304). Η συγγραφέας διατρέχει την ιστορία της κ. Εζμίρας Σιούντεβα,  τη συνεργασία της για δέκα χρόνια με τη Λεύκα που της  έγραφε  τα έργα  κι εκείνη τα εμφάνιζε σαν δικά της και το τραγικό τέλος της, όταν  νικημένη  από  τον καρκίνο  και προκειμένου να αποκαλυφθεί  η  «απάτη» της πως δεν ξέρει γράμματα, αυτή μια φτασμένη συγγραφέας, πεθαίνει  παίρνοντας  υπνωτικά  χάπια χωρίς  φυσικά  ν’ αφήσει  κανένα  σημείωμα,  πώς θα μπορούσε άλλωστε;

Το μυθιστόρημα  τελειώνει με το θάνατο του παππού Ντάφκου κι αργότερα της γιαγιάς Ελένης που της έγραφε  γράμματα-διαμαντάκια  μέχρι τα βαθιά της γεράματα, παρότι απόφοιτος  της  τέταρτης Δημοτικού.  «Μα είχανε τη φύση γύρω τους, τί  άλλη  εξήγηση  να δώσει  κανείς,  είχαν  τις βουλές της φύσης αδιαμεσολάβητες σε καθημερινή συνομιλία μαζί  τους, είχαν τα ζώα, τα βότανα, τα χρώματα, τα όνειρα στον ύπνο τους, τις ψυχές των νεκρών που τις ανακρατούσε ο αέρας που αναπνέανε κι αυτό  όλο, πλούτιζε φαίνεται τον ψυχισμό τους κι έβγαινε και στις κουβέντες  τους - πώς  αλλιώς τάχα να γεννήθηκαν εκείνες οι σοφές παροιμίες, «ων ουκ έστιν  αριθμός;» (σελ.347).

Η σκηνή που κλείνει το βιβλίο καθώς η Λεύκα παίρνει το κρανίο του παππού της στην αγκαλιά της, εκφράζοντας τη φιλοσοφική απορία «παππού, πώς  άλλαξες έτσι, γιατί δε μιλάς;» τονίζει πως η μόνη  βεβαιότητα της ζωής είναι ο θάνατος, το αναπόφευκτο μερτικό του καθενός, η μοίρα του. Κι έτσι  συμφιλιώνεται  κανείς  μ’ αυτόν. Προσωπικά  η εικόνα αυτή μου θύμισε μια σκηνή  από  το Que viva Mexico, μια ταινία  του Σεργκέι Αϊζενστάιν όταν τα παιδιά έπαιζαν με τις νεκροκεφαλές των παλιότερων, συμφιλιωμένα κι αυτά με τον θάνατο. Άλλωστε η γραφή της Ζ. Ζατέλη εκτός από θεατρική είναι και έντονα κινηματογραφική  κι εκείνη  το έχει πολλές φορές δηλώσει, πώς αγαπά  ή  μάλλον λατρεύει το σινεμά.


«Η Ζ. Ζατέλη με αληθινό κι απαράμιλλο τρόπο με τη μέθοδο του μαγικού  ρεαλισμού και με το βλέμμα στραμμένο τόσο στο παρελθόν όσο και στο μέλλον, πετά στο χαρτί αλλά και στον αέρα ακραία συναισθήματα που το λιγότερο συγκινούν, κάτι που φανερώνει την ψυχική της επάρκεια, τη θέρμη και τη ζεστασιά της».[i]

Κατά καιρούς η Ζ. Ζατέλη έχει μιλήσει για την τέχνη της συγγραφής, για τον δικό της τρόπο γραφής, για τα όνειρα, το ρόλο της μνήμης, για τις κουκουβάγιες και τις γάτες, για όλα, όσα από τότε που ξεκίνησε να γράφει, περνούν σα σκιές που φωτίζουν όμως το έργο της. Ας ακούσουμε για λίγο  τη φωνή της. Μιλώντας για τη Λεύκα, την ηρωίδα του τελευταίου της βιβλίου, η συγγραφέας αναφέρει: «Έστηνα τον καμβά της επί δύο δεκαετίες και βάλε, με μια υπομονή που σε μένα την ίδια φαίνεται, όταν  το συνειδητοποιώ, σχεδόν  εξωπραγματική. Ήθελα όμως  να φτιάξω μια ηρωίδα συγγραφέα η οποία  να με αυτοβιογραφήσει κατά  κάποιον  τρόπο.  Περίεργο αμάλγαμα, μυθιστορηματική εμπειρία» .

Για τη γραφή της: «Δεν με ενδιαφέρει να πω μια ιστορία, όσο γοητευτική  κι αν είναι. Με ενδιαφέρει το από κάτω, η σκιά, η βουή. Από φύση και από πεποίθηση θέλω να βλέπω τα πράγματα σ’ όλες τις όψεις τους και κυρίως  στις μυστικότερες  που αναπόφευκτα ως λιγότερο φανερές, είναι  και οι πιο σκοτεινές. Μ’ ενδιαφέρουν οι άπειρες φωτοσκιάσεις της ζωής, με μαγνητίζει τόσο πολύ η ίδια η περιπέτεια της ανθρώπινης ψυχής. Το σκοτεινό, για μένα, υπαινίσσεται φως, ένα παιδεμένο αινιγματικό φως πάνω στα ανθρώπινα. Ακόμα και η πιο ελάχιστη απόχρωση συναισθήματος, ακόμη και η σκιά μιας τρίχας, είναι αφορμή γραφής  για μένα».

Για την τεχνοτροπία της: «Δεν θα μπορούσα να αφοσιωθώ ούτε στον απόλυτο ρεαλισμό ούτε στο απόλυτα φανταστικό, μ’ ενδιαφέρει αυτό το μεταίχμιο. Δεν εντάσσομαι στον μαγικό ρεαλισμό του Μαρκές, εκεί όντως συμβαίνουν μεταφυσικά πράγματα. Στην περίπτωσή μου, ίσως δύο σελίδες μετά, ίσως δοθεί κάποια εξήγηση, ένα κίνητρο για να δώσει ο αναγνώστης κάποια εξήγηση. Δεν είναι όλα εντελώς εξωπραγματικά ή  μεταφυσικά. Η συγγραφή, η τέχνη, είναι από μόνη της ένας μαγικός  ρεαλισμός,  η προέκταση  της ζωής για μια περαιτέρω  διάστασή της. Είναι απίθανα αλλά όχι αδύνατα αρκεί να είναι κανείς αλαφροΐσκιωτος, μ’ ενδιαφέρει να ακουμπάω στη γη δεν θα ’θελα να είναι οι ήρωές μου φανταστικοί, κάπου θέλω να πατάνε για να μπορούν να πετάνε. Τα καλύτερα είναι αυτά που δεν γράφονται, τα πιο σημαντικά ποτέ δεν τα λέμε».

Και για τα όνειρα που αφθονούν στη γραφή  της κι είναι  στοιχείο  οργανικό  στο έργο της, η συγγραφέας αναφέρει: «Κατ’ αρχάς δεν αισθάνομαι ότι  ξεκινάω, πάντα κάτι  υπάρχει από πριν, με σημειώματα, με όνειρα, γιατί  σ’ αυτά υπάρχουν ιδέες, λύσεις, σκέψεις. Το όνειρο είναι  κάτι  το άπιαστο, φτιαγμένο για να μας διαφεύγει, κάτι το ανείπωτο, το άρρητο. Όταν κλείνουμε τα μάτια μας, ζούμε μια δεύτερη ζωή. Η μάνα μου έλεγε πως ό,τι δε βλέπουμε με ανοιχτά  μάτια, το βλέπουμε με κλειστά».

Για τις κουκουβάγιες: «Κουκουβάγια σημαίνει πολλά κι ανείπωτα, υπάρχουν  σ ’ όλους τους λαούς ίσως  είναι  το φως της νύχτας, ίσως είναι η βασίλισσα, το σχήμα των ματιών της σε καθηλώνει, είναι κι αυτή ορατή  σαν αόρατη».                                

Για τη μνήμη και τον ρόλο της: «Δε γίνεται χωρίς μνήμη, γεννά τα δικά της φαντάσματα, γι’ αυτό μιλάνε για παραμνησία, πως ίσως γίνανε τα πράγματα πως ίσως όχι  ή  όπως  έγραψε  ο Μαρκ Τουαίην: Έχουν συμβεί  πολλά πράγματα στη ζωή μου, μερικά εκ των οποίων συνέβησαν στ’ αλήθεια».

Και για το τέλος, η απάντησή της στην ερώτηση αν έκλεισε τους λογαριασμούς της με τη γραφή μετά την «Ορατή  σαν  αόρατη»: «Έκλεισε  ένας αρκετά σημαντικός κύκλος από τη ζωή μου, παρόλα αυτά όλο και κάποια συννεφάκια υπάρχουν στο βάθος. Όμως  μπήκε,  όχι  τελεία, αλλά  ένα βαρύνον κόμμα».

 

Η παρουσίαση και συζήτηση για το Ορατή σαν αόρατη και την Περσινή αρραβωνιαστικιά της Ζυράννας Ζατέλη έγιναν τη Δευτέρα 27 Νοεμβρίου 2023 στον πολυχώρο πολιτισμού Άρτεμις.  

Η παρουσίαση της συλλογής διηγημάτων Περσινή αρραβωνιαστικιά έγινε από τη Βάση Λιακοπούλου και θα δημοσιευτεί προσεχώς στο παρόν ιστολόγιο.

Οι αναγνώσεις αυτές έγιναν στο πλαίσιο της 2ης Πανελλαδικής Διαλεσχικής Συνάντησης με θέμα "Ρεαλισμός και μαγικός ρεαλισμός" - https://lesxianagnosismaroussi.blogspot.com/2023/10/2.html

[i] Χρίστος Παπαγεωργίου, Ζυράννα Ζατέλη: «Ορατή σαν αόρατη». Περιοδικό Διάστιχο - https://diastixo.gr/kritikes/ellinikipezografia/19897-zateli-orati-aorati .


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου