Σελίδες

Δευτέρα 1 Απριλίου 2024

«Σουέλ» της Ιωάννας Καρυστιάνη - Παρουσίαση Στέλλα Χατζημαρή


Το μυθιστόρημα Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη εκδόθηκε το 2006 από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Είχαν προηγηθεί τα: Μικρά Αγγλία 1997, Κουστούμι στο χώμα 2000, Ο άγιος της μοναξιάς 2003 και οι Νύφες (σενάριο για την ομότιτλη ταινία του Παντελή Βούλγαρη) 2004 καθώς και η συλλογή διηγημάτων Η κυρία Κατάκη 1995. Είναι, λοιπόν, το τρίτο της μυθιστόρημα σε θαλασσινό πλαίσιο, μετά τη Μικρά Αγγλία και τις Νύφες.

Η θάλασσα, αρχής γενομένης από τη δική μας και πλέον παγκόσμια «Οδύσσεια» αποτέλεσε τον φυσικό χώρο για πολλά λογοτεχνικά έργα. Το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μας θυμίζει την Βάρδια του Νίκου Καββαδία που διαβάσαμε στη λέσχη μας αλλά και τη Μικρά Αγγλία και τις Νύφες της Καρυστιάνη που διαβάσαμε και/ή είδαμε στον κινηματογράφο.

 


Είναι η ιστορία του 75χρονου καπετάνιου Μήτσου (ή Μίμη για τη γυναίκα του) Αυγουστή, ο οποίος ταξιδεύει πάνω από πενήντα χρόνια. Τώρα, πιεζόμενος να συνταξιοδοτηθεί, τόσο από την εταιρία όσο και από τη γυναίκα του, κάνει τα πάντα για να μην ξεμπαρκάρει.

Η πλάτη του δεν απαιτούσε ν' ακουμπήσει σε ντουβάρια. Δεν τον χωρούσε κανένα σπίτι. Τα χέρια του δε γύρευαν κλαριά. Τα πόδια του δεν επιθυμούσαν να πατήσουν χώμα, άσφαλτο και πεζοδρόμια. Τ' αυτιά του δεν αποζητούσαν κορναρίσματα και μπουλντόζες, ούτε την κυριακάτικη οχλοβοή στο γήπεδο ούτε τα συνθήματα στις κομματικές συγκεντρώσεις, το εκλογικό του βιβλιάριο είχε τις περισσότερες σελίδες λευκές. Για κείνον το παν ήταν το σουέλ. Και πολύ του.

Πάνε 12 χρόνια που δεν πάτησε πόδι στην Ελλάδα. Αισθάνεται ότι είναι δεμένος με το καράβι του, το Athos III. Τα ταξίδια του φορτηγού καραβιού πολλά κι ατέλειωτα: Σαγκάη, Ινδία, Χιλή, Αυστραλία. Βιετνάμ…

Πολλοί χαρακτήρες πλαισιώνουν τον καπετάνιο:

Γύρω από το καράβι: Ο πλοιοκτήτης γερο-Χατζημανώλης και, όταν εκείνος πεθαίνει, ο γιος του που πιέζει τον καπετάνιο να συνταξιοδοτηθεί. Ο Ερμής Φλερτάκης ή Φλερτάκιας, εραστής της γυναίκας του πλοιοκτήτη, αριβίστας, κάνει κουμάντο στην πλοιοκτήτρια εταιρεία του Athos.

Ο πιστός του μάγειρας Γεράσιμος Σιακαντάρης, δεμένος με την κουζίνα του, προσπαθεί να ικανοποιήσει τον καπετάνιο και το πλήρωμα, ενώ συνεχώς κατακλύζεται από αναμνήσεις γύρω από το χωριό του. Αλλά και η Μαρίτσα, ο γάτος του καραβιού, πιστός συνοδός του καπετάνιου.

Από την οικογενειακή του ζωή: Η γυναίκα του Φλώρα και τα τρία τους παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Αντώνης καθώς και η 9χρονη εγγονή Λώρα. Έχουν να τον δουν είκοσι και παραπάνω χρόνια. Οι σχέσεις του μαζί τους έχουν διαρρηχθεί, έχει, σταδιακά αποξενωθεί.

Ο Μήτσος Αυγουστής κρύβει δύο μυστικά, που βαραίνουν την ψυχή και τον λογισμό του. Τι κρύβεται κάτω από την ήρεμη και απαλή σαν τον κυματισμό του σουέλ, ζωή του καπετάνιου; Εξού και ο τίτλος του μυθιστορήματος: σουέλ είναι ο βουβός κυματισμός του νερού όπως και τα πάθη που μένουν βουβά και βαραίνουν την ψυχή.

Το πρώτο: έχει τυφλωθεί εδώ και καιρό, μια δεκαετία. Ένας από τους λόγους που δεν θέλει να αφήσει το καράβι του, είναι κι ο φόβος να βγει στη στεριά χωρίς τα μάτια του -σε αντιδιαστολή με το καράβι που το γνωρίζει απέξω κι ανακατωτά- εκεί έχει πάντα δίπλα του, συντροφιά, τον γάτο και τον πιστό του μάγειρα. Έτσι, έχει κόψει τους δεσμούς του με τους δικούς του – αφού δεν μπορεί να διαβάσει και ν’ απαντήσει στα γράμματά τους.

Το δεύτερο: είναι βαθιά ερωτευμένος με την Λίτσα, μια κομμώτρια με αριστερή φύτρα που ζει στην Ελευσίνα. Η Λίτσα δεν έπαψε στιγμή να του στέλνει γράμματα αγάπης και αφοσίωσης – αλλά κι αυτά μένουν αναπάντητα. Στο μυθιστόρημα, με πλάγια γράμματα και πρωτοπρόσωπη γραφή, παρατίθενται εννέα επιστολές αγάπης στη διάρκεια μιας δεκαετίας. Ένα από αυτά συνοδεύει τα κουλουράκια που του στέλνει σε σχήμα ελληνικής σημαίας για μια εθνική επέτειο και διακηρύσσει: «Για μένα ο παράφορος έρωτας χώνεται  μέχρι και στις εθνικές επετείους. Παρελαύνει και στην άλλη άκρη του κόσμου». Σ 221

Αυτή η αγάπη μαζί με την απόσταση κυρίως από τον γιο του, τον διαλύει. «Λίτσα και γιος οι δυο όψεις του αργυρίου της προδοσίας του, οι δυο τιμωρίες του, οι δύο καταδίκες του.» σ 178.

Σαν από μηχανής θεός, ο γιος του, αιωνίως επαναστατών, αμυνόμενος επιθετικά, αδιαφορώντας για όλα ένεκα της αδιαφορίας του πατέρα του προς εκείνον, μπαρκάρει με ψεύτικο όνομα ως Στέλιος Καζάς, καμαρώτος στο καράβι. Θέλει να γνωρίσει, επιτέλους, τον πατέρα του και να τον πείσει να έρθει πίσω - είχε προηγηθεί μια ξαφνική επίσκεψη της μητέρας του στο καράβι, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Και τότε έρχεται αντιμέτωπος με την αγάπη και τον σεβασμό που είχε το πλήρωμα για τον πατέρα του: «Δεν ήταν προετοιμασμένος για τέτοιες εκπλήξεις, δεν είχε υπολογίσει πώς θα ένιωθε ζώντας από πολύ κοντά τον πατέρα του για πρώτη φορά και κατευθείαν γέρο και μαθαίνοντας τόσα κουφά, από τον Μπιρμπίλη παραδείγματος χάριν, για τον απίθανο παππού με τις είκοσι εφτά γάτες, από τον κουκουέ Μιχαλούτσο πως ο καπετάνιος το ‘66 στο Σιάτλ αρνήθηκε να φορτώσει στο τότε βαπόρι του κανόνια για το Βιετνάμ, από τον Σιακαντάρη για τις προίκες που έφτιαξε στις πέντε κόρες δυο Ινδοπακιστάνων του παλιότερου πληρώματος, όλες εργάτριες γης και γαζώτριες σε κάτεργα από τα εφτά τους, από τους Ρουμάνους, που δεν ήξεραν βέβαια ότι ο καινούργιος μιλούσε τη γλώσσα τους και τους κρυφάκουγε να λιβανίζουν το αφεντικό τους, δεν έπαιρναν άδειες για να μην πάρει άλλους ο κάπταιν κελεπούρι στο Χίλτον της συμφοράς». (σ 174)Σταδιακά, έρχεται σε αρμονία με τον ίδιο τον εαυτό του και μονολογεί: «Πρέπει να γυμνάσουμε τα χέρια και τα μάτια μας, το άγγιγμα και το βλέμμα δείχνουν τα αισθήματα με μεγαλύτερη ακρίβεια και ασφάλεια από τα λόγια» σ 244.

Μετά από αυτή την προσέγγιση πατέρα και γιου, ο καπετάνιος αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα. Αυτή η απόφαση σηματοδοτεί για τον καπετάνιο το τέλος της θάλασσας, το τέλος της εργένικης ζωής ενώ για τον γιο το τέλος της ορφάνιας, το τέλος των αδέσποτων νεανικών χρόνων. σ. 263

Η επιστροφή στο οικογενειακό σπίτι γεννά αμηχανία – κανείς δεν είναι χαρούμενος, οι δεσμοί με τη γυναίκα του έχουν αμετάκλητα διαταραχθεί. Είναι χαρακτηριστική η αμηχανία γύρω από το γιορταστικό τραπέζι που στήνεται για την επιστροφή του. Στο ερώτημα της σ 268 «αν άξιζε τόσος πια συμβιβασμός;» δίνεται η απάντηση στην επόμενη σελίδα: «Είναι άθλιο οι άνθρωποι να γερνούν στην παγίδα των ευχών και των ελπίδων».

 

Γενικές παρατηρήσεις για το βιβλίο:

Παρόλο που το βιβλίο της Καρυστιάννη, αναφέρεται στην ανοιχτή θάλασσα των ωκεανών που ενώνει ηπείρους, χώρες και ανθρώπους, το πεδίο δράσης των ηρώων της είναι κλειστό, περιορίζεται στην κλειστή κοινωνία ενός, ποντοπόρου μεν, πλοίου δε. Η αλληλεπίδραση των ηρώων, σε αντίθεση με την Βάρδια, περιορίζεται κυρίως στο κατάστρωμα και τις καμπίνες του πληρώματος. Περισσότερο παραπέμπει στο επίσης κλειστό περιβάλλον των γυναικών της Άνδρου που περιμένουν τους θαλασσινούς αγαπημένους τους στη Μικρά Αγγλία. Άλλωστε και εκεί, καταλύτης των γεγονότων είναι το σουέλ που κατατρέχει την ηρωίδα.

Έχοντας πει το παραπάνω, θα ήθελα να προσθέσω ότι το «Σουέλ» αν και είναι ένα ελληνικό μυθιστόρημα θα μπορούσε να έχει γραφεί από έναν Ιρλανδό, ή Ισπανό ή Πορτογάλο ή … λογοτέχνη. Το τοπικό διευρύνεται και γίνεται παγκόσμιο.

Τα γράμματα της ερωτευμένης Λίτσας αποτελούν ξεχωριστά, σε ύφος και απεύθυνση, κείμενα που όλα μαζί αποτελούν μια ιστορία αφοσίωσης και ολοκληρωτικής αγάπης. Μια λαϊκή μορφή που ενσωματώνει παραδοσιακές, θεμελιώδεις γυναικείες; αρετές (φυσική καλοσύνη, κατανόηση, δοτικότητα, ενσυναίσθηση, προσφορά και αισιοδοξία υφασμένη πάνω στην πραγματικότητα).

«Μήτσο μου αγαπώ το μπράτσο σου. Αν αλλάξεις μυαλό και γυρίσεις, όποτε γυρίσεις, θα γίνω φανατική θαυμάστρια των γηρατειών σου και οδηγός, η ναυαρχίδα του τυφλού. Θα σε πηγαίνω με αμάξι στην Πάρνηθα, να σε φυσάνε τα βουνά, και στα χωράφια γύρω από τα Μέγαρα, να σε ψέλνουν τα τζιτζίκια που τόσο στερήθηκες».

Συμφωνώ ότι ο έρωτάς τους παραπέμπει, όπως έχει παρατηρήσει ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος, στον Έρωτα στα χρόνια της χολέρας του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες που, επίσης, έχουμε συζητήσει στη Λέσχη μας. Γράφει ο ΒΡ: Και εκεί οι δύο ερωτευμένοι ήρωες διασχίζουν χώρια τις ζωές τους, για να βρουν καταφύγιο ο ένας στην αγκαλιά του άλλου μόνο στην τρίτη ηλικία. Το γεγονός ότι στο «Σουέλ» πρωταγωνιστούν ηλικιωμένοι, το φέρνει σε αντιπαράθεση με την κυρίαρχη ιδεολογία των ημερών μας, κατά την οποία αξία είναι μόνον η νεότητα και σε λίγο θα απαγορεύεται να είσαι γέρος.»[i]

Θεωρώ ότι το εύρημα της τύφλωσης του καπετάνιου αν και καταλυτικό για την πλοκή, μειώνει την αληθοφάνεια της αφήγησης, αν αυτό είναι το ζητούμενο, όταν μάλιστα, σε συνθήκες μεγάλης τρικυμίας, ο καπετάνιος οδηγεί με την όπισθεν και καταφέρνει να προσαράξει το χαλασμένο καράβι του στο λιμάνι της Σιγκαπούρης.

Η Καρυστιάνη μας δίνει με το μοναδικό της ταξιδιωτικό ύφος ένα πλήθος πληροφοριών (π.χ. γνωρίζαμε ότι μόνο το 33% των ατυχημάτων στη θάλασσα οφείλονται στον καιρό;), έννοιες, λεπτομέρειες από τη ζωή των ναυτικών και ναυτικούς όρους χωρίς να κουράζει (π.χ. σελ. 238-9 σε μία και μόνη παράγραφο, καταλαβαίνουμε τι θα πει διεθνές εμπόριο).

Οι συμπεριφορές των δευτερευόντων χαρακτήρων δημιουργούν τον μικρόκοσμο των θαλασσινών – οι ναυτικοί είναι «ακαμάτηδες του διαλόγου και σπεσιαλίστες της σιωπής», με αναγνωρίσιμα κοινωνικά χαρακτηριστικά˙  χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του Σιακαντάρη στη σελίδα 226: «Ο Γεράσιμος Σιακαντάρης, κοντός και πρασινομάτης χωρίς να φέρνει στον Τομ Κρουζ, γκριζαρισμένος χωρίς να φέρνει στον Ρίτσαρντ Γκηρ, με μάγουλα και στομάχια παραδοσιακού εστιάτορα, χωρίς οικογένεια στο κεφάλι του, είχε ανάγκη μια στέρεη σχέση για να πιάνει τόπο η καλή του καρδιά και βρέθηκε ο πατέρας του στόχος και αποδέκτης αυτής της αγάπης».  

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι αναφορές στη δίψα για χρήμα και εξουσία που χαρακτηρίζει τις σύγχρονες πρακτικές και, γενικότερα, οι αναφορές στο κοινωνικό περιβάλλον του μυθιστορήματος. Π.χ. Λόγω Χούντας κάποιος από το πλήρωμα ξέμεινε στην Αυστραλία. Ή τη Λίτσα την γνώρισε ο καπετάνιος όταν μπήκε στο κομμωτήριό της ζητώντας της να κόψει τα μαλλιά από τον τάφο της πεθαμένης Μικρασιάτισσας γιαγιάς.

Το αισιόδοξο τέλος του μυθιστορήματος, τόσο για τον καπετάνιο όσο και για τον γιο ή τον μάγειρά του, τονίζει τη λυτρωτική αίσθηση συμφιλίωσης  με τον εσώτερο εαυτό. Μου θυμίζει τον ύμνο της αγάπης του Αποστόλου Παύλου «Η αγάπη πάντα στέγει, πιστεύει, ελπίζει, υπομένει…» Αυτό το αίσιο τέλος που συναντάται σε πολλά μυθιστορήματα της Καρυστιάνη έχει δεχτεί κριτική από τον Παντελή Μπουκάλα. Αναφέρει ότι ο λόγος της Λίτσας σε μερικά σημεία είναι αρκετά λόγιος π.χ. «ετοιμάζω το σκηνικό της αγρύπνιας μου», ο χρόνος πλάθει μια λησμονιά για το καθετί», «πριν με σφίξει κάνας κλοιός αναφιλητών». Και, όπως γράφει ο ΠΜ «Το ίδιο άλλωστε το βιβλίο υπονομεύει αυτή τη λογιοσύνη μια σελίδα πριν από το τέλος του, όταν η Λίτσα απαγγέλλει .. στον καπετάνιο το «πανάθλιο ποιηματάκι» που του ετοίμαζε καιρό («είτε είσαι Ινδικό είτε είσαι Περσικό / για μένα είσαι όλο το εξωτερικό / ενωμένο και τρανό»), ένα ποιηματάκι που επιστρέφει τη Λίτσα στην αφέλειά της, αλλά τόσο αιφνιδιαστικά που μάλλον εκθέτει τη μέχρι τότε γραπτή παρουσία της.»[ii].

Νομίζω πως αυτά τα μικρά θαύματα που γλυκαίνουν την καρδιά φαίνεται πως τα έχει ανάγκη η λογοτεχνία όπως τα έχουν ανάγκη οι αναγνώστριες και αναγνώστες της.

Αναφέρονται ενδεικτικά και μερικά ακόμα σημεία που απασχόλησαν τη συζήτηση:

Πώς μπορεί να γεφυρωθεί η σχέση πατέρα και γιου σε έναν τέτοιο κλειστό χώρο; Πώς μπορεί να έλθουν αντιμέτωποι χωρίς να πληγωθεί κανείς; Πώς μπορεί να φτάσει ο γιος να πει «Θα γίνω τα μάτια σου. Μέχρι να φτάσουμε θα είμαι τα μάτια σου» 

Η αγάπη – η γνήσια και η κατά συνθήκην «Πειραιάς και οικογένεια από υποχρέωση ή Ελευσίνα και Λίτσα από αγάπη;» σ85.

Οι μεταβαλλόμενες συνθήκες στο ναυτικό επάγγελμα. Υπό τις ευλογίες του νέου καριερίστα καπετάνιου το ελληνικό πλήρωμα θα αντικατασταθεί γρήγορα από το φθηνότερο ασιατικό προσωπικό.

 

 

Η παρουσίαση και συζήτηση για το Σουέλ και τα Ψιλά γράμματα της Ιωάννας Καρυστιάνη έγινε τη Δευτέρα 6 Νοεμβρίου 2023 στον πολυχώρο πολιτισμού Άρτεμις.  Η παρουσίαση του μυθιστορήματος Ψιλά γράμματα έγινε από τη Βασιλεία Πλαστήρα και θα δημοσιευτεί προσεχώς στο παρόν ιστολόγιο.                  

Οι αναγνώσεις αυτές έγιναν στο πλαίσιο της 2ης Πανελλαδικής Διαλεσχικής Συνάντησης με θέμα "Ρεαλισμός και μαγικός ρεαλισμός" - https://lesxianagnosismaroussi.blogspot.com/2023/10/2.html

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου