Σελίδες

Τρίτη 19 Μαρτίου 2024

«Η έρημος των ταρτάρων» του Ντίνο Μπουτζάτι - παρουσίαση Βούλη Ζαρκαλή

Το μυθιστόρημα του Ντίνο Μπουτζάτι «H Έρημος των Ταρτάρων» είναι μια ιδιαίτερη μυθοπλασία χωρίς πολλά επεισοδιακά γεγονότα και εξάρσεις. Αντιθέτως, είναι η εξιστόρηση της ανιαρής και μοναχικής καθημερινότητας του νεαρού Τζοβάνι Ντρόγκο μέσα στο Οχυρό Μπαστιάνι.

Εξώφυλλο της 1ης έκδοσης, 1945.

Ο υπολοχαγός Τζοβάνι Ντρόγκο φτάνει επιτέλους, μετά από ένα μακρύ και κοπιαστικό ταξίδι, έφιππος, στο περίφημο οχυρό Μπαστιάνι, όπου καλείται να υπηρετήσει. Το Οχυρό, απομονωμένο, στη μέση του πουθενά, κλείνει μέσα του μια μικρή πολιτεία που λειτουργεί με αυστηρούς και απαραβίαστους κανόνες. Η πρώτη εντύπωση για τον Ντρόγκο ήταν μάλλον απογοητευτική. Πώς θα μπορούσε να αντέξει σ’ αυτόν τον περίκλειστο χώρο, σ’ αυτή τη μοναχική ζωή, μακριά απ’ τους ήχους, τους γνωστούς ήχους της πόλης; Η κάθε μέρα να διαδέχεται την άλλη, ίδια κι απαράλλακτη με τη χθεσινή, με την αυριανή. Καθημερινά στη σκοπιά ατενίζει κι εκείνος, όπως όλοι οι άλλοι, την ίδια εκείνη αχανή έρημο που δεν έβλεπες το τέλος της, «την Έρημο των Ταρτάρων».

Από κει περιμένουν, ελπίζουν, να φανεί ο εχθρός που θα τους εξασφαλίσει την πολυπόθητη δόξα. Όμως η έρημος, «η παράλογη και μυστηριώδης πεδιάδα», όπως την ονομάζει ο συγγραφέας, μένει σιωπηλή. ( σελ. 107)

Κι όμως «κάτι» μέσα του σιγά-σιγά αλλάζει. Αρχίζει να συνηθίζει τη μοναξιά του, να απολαμβάνει κάποιες καθημερινές στιγμές με τους συντρόφους του, ακόμα και το σάλπισμα για την αλλαγή σκοπιάς του φαίνεται τώρα πανέμορφο. Ίσως και η αναμονή εκείνων των ηρωικών στιγμών που σε βοηθάνε να ζεις, ίσως ο φόβος μήπως αποδειχθεί δειλός, «ότι δεν είναι ικανός να αρκεστεί στον εαυτό του.» (σελ. 15). Τελικά, αποφασίζει να παραμείνει για 4 μήνες. Η ανιαρή καθημερινότητα στο Οχυρό συνεχίζεται. Σ’ αυτό το σημείο (σελ. 59-62), ο συγγραφέας αποτυπώνει την αδυσώπητη φυγή του χρόνου, μιλάει για τα χρόνια της νιότης που δεν τους δίνεις σημασία, δεν βρίσκεις τον λόγο να βιαστείς, γιατί είσαι σίγουρος ότι όλες οι ωραίες στιγμές είναι μπροστά.

Η μονοτονία σπάει μόνο κάποια μέρα που ο φρουρός αναγκάζεται να πυροβολήσει, δυστυχώς πολύ εύστοχα, τον άτυχο στρατιώτη  Λατσάρι και να τον σκοτώσει. Ο χρόνος κυλά αμείλικτος, όμως τίποτα δεν διακόπτει την απεραντοσύνη του τοπίου, ούτε ένα μικρό σημαδάκι.


Ώσπου, κάποια μέρα, μια λεπτή γραμμή διακρίνεται στον μακρινό ορίζοντα του Βορρά. Η γραμμή μεγαλώνει σιγά-σιγά, ώσπου ξεχωρίζει ένας σχηματισμός ανθρώπων. Αναστάτωση κυριαρχεί σε όλο το Οχυρό. Ένα έντονο μεγαλοπρεπές συναίσθημα διαπερνά αξιωματικούς και στρατιώτες για πράγματα ευγενή και μεγάλα. Και ο συνταγματάρχης Φιλιμόρε, όρθιος, αγωνιά και παλεύει με ένα σωρό σκέψεις και συναισθήματα, που τον πνίγουν μέσα του: «να ήρθε άραγε η μεγάλη στιγμή που περίμενε σ’ όλη του τη ζωή;» Να προορίζονταν γι’ αυτόν η αξιοζήλευτη μοίρα; Οι αξιωματικοί με φλογισμένο βλέμμα απαιτούν να μην τους απογοητεύσει, να σημάνει το «Μεγάλο Σύνθημα». Ο συγγραφέας εδώ μας περιγράφει πολύ ζωντανά αυτή την έντονη ατμόσφαιρα στο Οχυρό αλλά και την εσωτερική πάλη του συνταγματάρχη Φιλιμόρε. Τελικά, δεν έμελλε να γίνει πόλεμος, παρά μια «συμφωνία για τον καθορισμό των συνόρων».

Η αποστολή ξεκινά υπό τον λοχαγό Μόντι και τον υπολοχαγό Ανγκουστίνα. Η πορεία προς την κορυφή όπου θα συναντήσουν τον «εχθρό», εν μέσω έντονης χιονοθύελλας, είναι πολύ δύσκολη, επικίνδυνη, εξοντωτική, ιδιαίτερα για τον φιλάσθενο νεαρό Ανγκουστίνα. Ίσως ο υπολοχαγός ήξερε πως πήγαινε να ζήσει τις μεγαλύτερες στιγμές του και πως θα έδινε την ωραιότερη μάχη της ζωής του. Γι’ αυτό φόρεσε τις όμορφες μπότες του, αγνοώντας τα ειρωνικά και πικρόχολα σχόλια του Λοχαγού Μόντι. Κι όταν έφτασαν σχεδόν στην κορυφή και αντίκρυσαν τον εχθρό, τον άκουγαν, ο Ανγκουστίνα δε δίστασε να καθίσει στον βράχο και να υποκρίνεται ότι παίζει χαρτιά, ακόμα και αστειευόμενος, ενώ τον έδερνε η χιονοθύελλα και ήταν έτοιμος να καταρρεύσει. Ήθελε να δείξει στον εχθρό πως δε φοβάται και δε δειλιάζει ούτε στιγμή να τον αντιμετωπίσει. Κι ενώ οι εχθροί αποχωρούσαν και ο Λοχαγός Μόντι έβγαινε από τη γωνιά όπου είχε αποτραβηχτεί, «το παλανκίνο έπαιρνε τον υπολοχαγό Ανγκουστίνα μακριά προς τον ουρανό, μ’ ένα αχνό χαμόγελο και μια αρχοντιά που δεν είχε τίποτα το ανθρώπινο», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο συγγραφέας (σελ. 168). Ενώ ο ταγματάρχης Ορτίζ παρατηρεί: «Πέθανε όπως σε μια μάχη, σα να είχε δεχτεί σφαίρα, ο καθένας παίρνει αυτό που του αξίζει».

Ο Τζιοβάνι Ντρόγκο εξακολουθεί να παλεύει με τον χρόνο, τις αυταπάτες του, τον εαυτό του. Δεν είχε ζητήσει να είναι στην αποστολή. Στη σελ. 150 λέει χαρακτηριστικά: «είναι στιγμές που νοιώθεις μικρός και μόνος. Όπως όταν οι μεγάλες ώρες της μοίρας περνούν από κοντά μας, χωρίς να μας αγγίξουν και η βουή τους χάνεται μακριά ενώ εμείς μένουμε μόνοι και νοσταλγούμε τη χαμένη ευκαιρία».


Ο Μπουτζάτι μας δίνει με γλαφυρότητα και άνεση εικόνες και περιστατικά από την καθημερινότητα στο Οχυρό. Όπως η περιγραφή εκείνων των τελευταίων τραγικών στιγμών του υπολοχαγού Ανγκουστίνα. Επίσης, σκιαγραφεί τους διάφορους χαρακτήρες και μας μεταφέρει τον ψυχισμό τους. Όπως τον ευγενή και μυστικοπαθή αλλά ασθενικό Ανγκουστίνα, τον εργασιομανή και τυπολάτρη επιλοχία Τρονκ, τον ήπιο αλλά μάλλον άτολμο συνταγματάρχη Ορτίζ, με τον οποίο τον συνέδεσε μια ωραία φιλία, αλλά και τον κακεντρεχή και υστερόβουλο συνταγματάρχη Σιμεόνι.

Οι ώρες μοναξιάς και απραξίας στο Οχυρό δίνουν τροφή στη σκέψη του Ντρόγκο για φιλοσοφικά και υπαρξιακά ερωτήματα, όπως για τη φυγή του χρόνου, «που πότε μοιάζει να μένει ακίνητος και πότε να τρέχει και να μας προσπερνά». Για την ελπίδα, που τη θεωρεί απαραίτητη, «χρειάζεται να ελπίζεις σε κάτι για να συνεχίσεις να ζεις», γράφει, όπως στην επέλαση των Ταρτάρων, για να αντέξεις την απομόνωση στο Οχυρό.

Πέρασαν 4 χρόνια και μια μέρα που τα κίτρινα τείχη του φαίνονταν «άδεια από υποσχέσεις» εγκαταλείπει το Οχυρό. Επιστρέφει στην πόλη γεμάτος όνειρα κι ελπίδες για μια πιο ενδιαφέρουσα ζωή. Όμως εκεί τον περιμένει η απογοήτευση: το σπίτι του άδειο, οι φίλοι του απασχολημένοι με τις επιχειρήσεις ή την οικογένεια, η Μαρία, ο παλιός του έρωτας, ακόμα και η μάνα του ήταν διαφορετικές και οι χοροί χωρίς ενδιαφέρον. Δεν υπήρχαν απομεινάρια από τη νεανική του ηλικία. Όλα φαίνονταν μακρινά και χωρίς κανένα νόημα.

Αυτή τη φορά αποφασίζει να επιστρέψει στο Οχυρό για πάντα. Παρ’ όλο που είναι φανερό πως «οι ελπίδες του παρελθόντος και οι πολεμικές ψευδαισθήσεις για ηρωικές πράξεις δεν ήταν παρά μια αφορμή για να αποκτά νόημα η ζωή». (σελ.204)

Φτάνοντας όμως ανακαλύπτει, με έκπληξή του, πως πολλοί σύντροφοί του έφευγαν ή είχαν φύγει ήδη, ενώ εκείνος το αγνοούσε. Τότε, όλες οι αυταπάτες που τον έδεναν με το Οχυρό Μπαστιάνι καταρρέουν. Γεμάτος οργή ξεσπά στον αγαπημένο του φίλο Ορτίζ: «Ώστε όλα φούμαρα, λοιπόν; Και ο εχθρός από την έρημο των Ταρτάρων

Ο Ντρόγκο τώρα είναι πια μόνος. Οι ώρες μοναξιάς τον φέρνουν αντιμέτωπο με τον εαυτό του, μοιραία κάνει την αυτοκριτική του. Οι φίλοι, οι σύντροφοι «αποκαμωμένοι», κάποιοι έχουν μείνει πίσω, κάποιοι πιο τολμηροί έχουν φύγει μπροστά. Κι εκείνος, «ένας κοινός άνθρωπος με μια κοινή μοίρα», όπως γράφει.


Ο ταγματάρχης Τζιοβάνι Ντρόγκο είναι τώρα 54 ετών. Ο χρόνος, όμως, ο άλλος αήττητος εχθρός, έχει αφήσει τα σημάδια του πάνω του. Πιο μόνος από ποτέ, διανύει τα τελευταία χρόνια της ζωής του, δίπλα στον κακεντρεχή συνταγματάρχη Σιμεόνι, τρέφοντας ακόμα, ίσως, κάποιες ελπίδες.

Κι όμως, κάποια μέρα η πολυαναμενόμενη στρατιά από τον Βορρά εμφανίζεται μπροστά στο Οχυρό. Μόνο που τώρα ο Ντρόγκο, γερασμένος, με σοβαρά προβλήματα υγείας, βρίσκεται κατάκοιτος στο κρεβάτι κι αδυνατεί να την αντιμετωπίσει. Και σ’ αυτό το σημείο ο Μπουτζάτι περιγράφει πολύ ζωντανά τις τραγικές εκείνες στιγμές του Ντρόγκο, που με υπεράνθρωπες προσπάθειες πασχίζει να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι και να διανύσει τα τελευταία μέτρα της διαδρομής του, ίσως της ζωής του, για να φτάσει ως τα τείχη, να πεθάνει ατενίζοντας τον εχθρό όρθιος. Αυτές, νομίζω, είναι οι πιο δραματικές στιγμές του βιβλίου. Αλλά ο ύπουλος Σιμεόνι του στερεί αυτή τη χαρά.

Έτσι, ο ταγματάρχης Τζιοβάνι Ντρόγκο, μέσα σε μια πολυτελή άμαξα, αποχαιρετά το Οχυρό Μπαστιάνι, ακριβώς τη στιγμή που περίμενε μια ολόκληρη ζωή να τη ζήσει εκεί, μέσα στο Οχυρό. Αισθάνεται ταπεινωμένος, απαξιωμένος. Σταματά σ’ ένα πανδοχείο για τη νύχτα. Εκεί, μέσα σ’ ένα κοινό και απρόσωπο δωμάτιο πανδοχείου, θα έχει λοιπόν έναν άδοξο θάνατο μακριά από το Οχυρό; Μόνος;

Παλεύει με τον εαυτό του, με τον θάνατο, που βλέπει να ’ρχεται και συνειδητοποιεί πως δεν είναι καθόλου εύκολο, χρειάζεται τη γενναιότητα και το θάρρος ενός στρατιώτη για να δώσει, όπως εκείνος, ολομόναχος, τη μεγάλη αυτή μάχη με τον θάνατο.

Και μια ήρεμη έκφραση διαγράφεται στο πρόσωπο του ταγματάρχη Ντρόγκο.


Ο Ντίνο Μπουτζάτι, με τον λιτό αλλά καθάριο και ρευστό λόγο του, κατορθώνει να δημιουργήσει ένα υπέροχο, ατμοσφαιρικό έργο και να μας κρατά το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Σε ολόκληρο το βιβλίο κυριαρχούν τα συναισθήματα, οι σκέψεις, ο εσωτερικός κόσμος των χαρακτήρων και με το εγκεφαλικό διεισδυτικό γράψιμό του μας βάζει στην ψυχοσύνθεση των διαφόρων χαρακτήρων του βιβλίου. Κατορθώνει να μας μεταφέρει τη μαγεία της ανιαρής και μοναχικής ατμόσφαιρας που επικρατεί στο Οχυρό, εκείνη τη μαγεία που  αιχμαλωτίζει και τον ίδιο εκεί για όλη του τη ζωή.

Είναι προφανές πως έχει πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία στην αφήγησή του. Οι ακριβείς και ζωντανές περιγραφές εικόνων και στιγμών από τον τρόπο ζωής στο Οχυρό έχουν τις ρίζες τους στα παιδικά του χρόνια. Αυτά που βίωσε στη μεγαλοπρεπή έπαυλη, όπου ανατράφηκε ως γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας πχ. η πειθαρχία, η τυπικότητα.

Το χαρακτηριστικό του μυθιστορήματος είναι πως δεν υπάρχει κεντρικός ήρωας, ο Τζιοβάνι Ντρόγκο, «ένας ήπιος χαρακτήρας χωρίς πολλές απαιτήσεις απ’ τη ζωή», «ένας κοινός άνθρωπος με μια κοινή μοίρα», όπως γράφει, δεν αφήνει το αποτύπωμά του στο Οχυρό. Δεν υπάρχει συγκεκριμένος τόπος ή χρόνος. Δηλαδή, θα μπορούσε να συμβεί σε οποιονδήποτε από μας και σε οποιονδήποτε χρόνο.

Εξάλλου, ο Μπουτζάτι προσπαθεί να μας παραπέμψει στο δικό μας, προσωπικό Οχυρό. Εκεί που ο καθένας μας, μόνος με τον εαυτό του, ορίζει τους υψηλούς (όπως ο Ανγκουστίνα) στόχους του ή τους χαμηλότερους (όπως ο Ντρόγκο) στόχους. Εκεί που δίνει τις καθημερινές του μάχες, που βιώνει τις νίκες και τις ήττες του, που χαράζει την προσωπική του διαδρομή και που, όταν φτάσει στο τέλος της, εκεί που μέλλεται να δώσει τη μοιραία μάχη μπροστά στον «εχθρό» που περίμενε σ’ όλη του τη ζωή, αυτή τη μάχη θα τη δώσει ολομόναχος, σαν τον Τζιοβάνι Ντρόγκο μπροστά στον θάνατο.

Ο Ντίνο Μπουτζάτι, με έναν πολύ όμορφο συμβολισμό, το Οχυρό Μπαστιάνι, μας μεταφέρει στα μεγάλα και διαχρονικά ερωτηματικά που βασανίζουν τον άνθρωπο, όλους μας: τον χρόνο, τη ζωή, τον θάνατο. Και το καταφέρνει με αριστουργηματικό τρόπο.




Η παρουσίαση και συζήτηση στη Λέσχη Ανάγνωσης Αμαρουσίου του μυθιστορήματος Η έρημος των Ταρτάρων του Dino Buzzati (1945) σε μετάφραση Μαρίας Οικονομίδου (Μεταίχμιο, 2019) έγινε στον πολυχώρο πολιτισμού Άρτεμις τη Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024.

Η εικονογράφηση είναι από έργα του Ντίνο Μπουτζάτι.

 

 

 

1 σχόλιο:

  1. Εξαιρετική ανάγνωση! Η ανάρτησή σας είναι και διορατική και καλοφτιαγμένη. Σας ευχαριστούμε που μοιράζεστε την πολύτιμη οπτική σας. Ανακαλύψτε τα μυστικά που κρύβει το Aviator στο blog μας.

    ΑπάντησηΔιαγραφή