Σελίδες

Τρίτη 12 Μαρτίου 2024

Συζητώντας με την Άντζη Σαλταμπάση το βιβλίο της «Μπερλίν» - Παρουσίαση Στέλλα Χατζημαρή

Στον κύκλο γνωριμιών των μελών της Λέσχη μας με Έλληνες δημιουργούς υπό τον τίτλο «Οι συναντήσεις της Λέσχης μας» συζητήσαμε, με μεγάλη μας χαρά, την Άντζη Σαλταμπάση.

Η Άντζη Σαλταμπάση γεννήθηκε το 1973 στην Αθήνα. Σπούδασε Γερμανική Γλώσσα και Φιλολογία και Μετάφραση-Μεταφρασεολογία στο ΕΚΠΑ. Το 2011-2012 ήταν υπότροφος του προγράμματος Europaische Journalisten-Fellowships (Freie Universitat Berlin) Ευρωπαίοι δημοσιογράφοι του Ελεύθερου Πανεπιστημίου του Βερολίνου. Έχει εργαστεί ως δημοσιογράφος στον έντυπο και διαδικτυακό Τύπο όπου δημοσιεύει και κριτικές βιβλίων.

Η κοινωνική και πολιτική ιστορία της Γερμανίας ήταν πάντα στο επίκεντρο του ενδιαφέροντός της. Ξεκίνησε μεταφράζοντας τα έργα: Claudia Rusch «Η δική μου ελεύθερη γερμανική νεολαία» (Πόλις, 2005), Heinrich A. Winkler «Βαϊμάρη: Η ανάπηρη δημοκρατία 1918-1933» (Πόλις, 2011) και Cerstin Gammelin «Ποιοι κινούν τα νήματα στην Ευρώπη» (Μίνωας, 2014). Όλα αυτά τα βιβλία είναι εξαντλημένα σήμερα.

Το 2012 στράφηκε στη λογοτεχνία μεταφράζοντας το μυθιστόρημα του Ηans Fallada «Μόνος στο Βερολίνο» (Πόλις, 2012). Στη συνέχεια, μετέφρασε την «Σκακιστική νουβέλα» του Stefan Zweig «(Μίνωας, 2016, 2017, 2022) και το εμβληματικό μυθιστόρημα της εποχής του μεσοπολέμου και των τελευταίων ημερών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης του Erich Kästner «Στο χείλος της αβύσσου˙ Η πλήρης έκδοση του Φάμπιαν" (Πόλις, 2018).

 


Η πλέον πρόσφατη μετάφρασή της είναι από το έργο της ιστορικού τέχνης Κία Βάλαντ/Kia Vahland «Ο Λεονάρντο ντα Βίντσι και οι γυναίκες˙ Η βιογραφία ενός καλλιτέχνη» (Νήσος, 2021).  

Επίσης, έχει μεταφράσει και πολλά παιδικά βιβλία της Γιάνα Φράι/ Jana Frey (Ένας κροκόδειλος στην τάξη μας, Μια εκδρομή γεμάτη εκπλήξεις, Μια τρελή τρελή μέρα στο σχολείο) στις εκδόσεις Κέδρος. Το 2019 συμμετείχε στο συλλογικό έργο «Το τείχος στο μυαλό τους˙ 30 χρόνια μετά την πτώση» (Στο Περιθώριο), επίσης εξαντλημένο.

Το «Μπερλίν», είναι το πρώτο δικό της βιβλίο. Κυκλοφόρησε το 2017 από τις εκδόσεις Πόλις κι αμέσως βρέθηκε στη μικρή λίστα των υποψήφιων βιβλίων για τα Λογοτεχνικά Βραβεία Αναγνώστη στην κατηγορία «Πρωτοεμφανιζόμενοι στην πεζογραφία». 

 


Η ιστορία του Μπερλίν διαδραματίζεται στο Βερολίνο το 2013, 68 χρόνια μετά τη λήξη του 2ου Παγκοσμίου Πολέμου. Η αφηγήτρια είναι Ελληνίδα,   νέα δημοσιογράφος, ελεύθερη επαγγελματίας. Είναι παντρεμένη με Έλληνα Εβραίο, έχει δύο παιδιά, ένα εκ των οποίων φοιτά σε εβραϊκό σχολείο. Η ίδια γράφει ποιήματα, χωρίς να έχει βρει ακόμα το θάρρος να τα δείξει σε έναν εκδότη ή να τα σκίσει.

Η πόλη της προκαλεί έντονα και αντιφατικά συναισθήματα. Αισθήματα απελπισίας και ματαιότητας, εγκλωβισμού και κατάθλιψης. Νιώθει την ανάγκη να περιηγηθεί στην πόλη, να συμφιλιωθεί «με τον εαυτόν της και με τη γερμανική πλευρά της ζωής της, με την εβραϊκή ταυτότητα των παιδιών της και με τη μνήμη» σ. 96

Εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, κυρίως δυσκολεύει την ηρωίδα είναι η ηθική διάσταση της παρουσίας της στο Βερολίνο, ο προβληματικός χαρακτήρας της σχέσης της με τη γερμανική κοινωνία. Οι πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα κατά την περίοδο της κρίσης και το ζήτημα της μετανάστευσης και της απαξίωσης των Ελλήνων από την πολιτική εξουσία και τον τύπο της Γερμανίας εκείνο το διάστημα, εντείνει την αμφιθυμία της. Χαρακτηριστικό είναι ότι, παρατηρώντας τους επισκέπτες του Ράβενσμπρυκ, ενός στρατοπέδου  θανάτου, να γελούν ανέμελα ως χαρούμενοι εκδρομείς, νιώθει άσχημα και ενοχικά στη θέα ανθρώπων στην καντίνα να καταβροχθίζουν λουκάνικα, της έρχεται εμετός. Θυμώνει και οργίζεται «κάποιος να πάρει μια μπουλντόζα να την γκρεμίσει, ένα φτυάρι να την μπαζώσει» λέει για την παρακείμενη πόλη το Φύρστενμπεργκ και την λίμνη του.

Από την άλλη, εξομολογείται ότι πάντα ήθελε να ζήσει στο Βερολίνο γιατί «…μυρίζει παρελθόν και το φοράει σαν άρωμα που την έχει ποτίσει, κι έτσι, όταν ζεις εδώ, είναι αδύνατον να μην το μυρίσεις, ακόμα κι αν δεν θέλεις». Κι εγώ ήθελα να το μυρίσω αυτό το παρελθόν, ήθελα να το ρουφήξω, να το μάθω με ένα πείσμα σχεδόν εμμονικό …». σ.17

«Το Βερολίνο είναι ιδανική πόλη για να καταδυθείς στον εαυτό σου» Με αυτή την εμβληματική φράση ξεκινά το Μπερλίν. Και πράγματι, η ηρωίδα μας εξομολογείται ότι επιζητεί αυτή την κατάδυση τόσο στον εσωτερικό της κόσμο, όσο και στην ιστορία του τόπου όπου κατοικεί. Η βαθιά ανάγκη της να κατανοήσει τα έντονα αντιφατικά συναισθήματα που εισπράττει από την πόλη και αυτά που η ίδια ένιωθε κυριαρχεί στην εξέλιξη του βιβλίου. Συνομιλητής της στα ερωτήματα που την απασχολούν είναι ο 60χρονος ψυχίατρός της, ένας «τέλειος», εύπορος Γερμανός, που διαβάζει Ξενοφώντα. Μένει στο Γκρούνεβαλντ, σε μια βίλα γεμάτη δέντρα φορτωμένα καρπούς «λίγα χιλιόμετρα μακριά από τον σταθμό του τρένου από όπου έφευγαν τα τρένα με προορισμό το Άουσβιτς… συνολικά πάνω από 50.000 άνθρωποι στα τρεισήμισι χρόνια. Στο Γκρούνεβαλντ έμεναν εύποροι Γερμανοί, ανάμεσά τους και πολλοί Εβραίοι.

Άραγε γνώριζαν τι συνέβαινε τόσο κοντά στα σπίτια τους; Ήταν δυνατόν να μην έβλεπαν τα τάγματα των Ες-Ες να περνούν μέσα από τους δρόμους και να φορτώνουν στα τρένα εκατοντάδες θύματα; 1.251 μόνο σε μία ημέρα (18 Οκτωβρίου του 1941).

 


Μας θυμίζει μια άλλη βίλα, αυτή της πρόσφατης ταινίας του Τζόναθαν Γκλέιζερ με τίτλο Ζώνη Ενδιαφέροντος, μια βίλα με λιμνούλες και θεσπέσιους κήπους, δίπλα στην περίφραξη του στρατοπέδου συγκέντρωσης, όπου η οικογένεια του Ρούντολφ Ες, διοικητή του Στρατοπέδου Άουσβιτς, ζούσε σαν να μην συμβαίνει τίποτα.

Η αφηγήτριά μας, μολονότι ευαισθητοποιημένη, δυσκολευόταν να κοιτάξει το παρελθόν, δεν ήθελε να δει όσα είναι ικανοί οι άνθρωποι να κάνουν, πίστευε ότι δεν ήταν δυνατόν να καταλάβει, γιατί «μόνο τα θύματα μπορούν να καταλάβουν, κανείς άλλος, κανείς επισκέπτης, ο οποίος εξήντα χρόνια μετά κοιτάζει με δέος τα απομεινάρια της φρίκης, τα άδεια κρεματόρια, τα άδεια ρούχα, τις άδειες βαλίτσες και τα ορφανά παπούτσια. Και δεν ήθελα να επιτρέψω στον εαυτό μου να πάρει μέρος σε αυτή την πορνογραφία, να ανατριχιάσει με ευχαρίστηση που όλα αυτά συνέβησαν σε άλλους και τώρα μπορεί να τα βλέπει σαν επισκέπτης». σ.18

Τότε, η φίλη της Κ. της κλείνει θέση για μια επίσκεψη στο γυναικείο στρατόπεδο Ράβενσμπρυκ στην Α. Γερμανία όπου θα γινόταν μια μικρή τελετή. Εκεί, σε μια συνηθισμένη μικρή πόλη, το Φύρστενμπεργκ, σε απόσταση λίγων μόνο εκατοντάδων μέτρων βρισκόταν μια λίμνη - ύβρις όπου «έριχναν τις στάχτες από τα κρεματόρια». Όπως ειπώθηκε κατά την τελετή, σύμφωνα με τις μαρτυρίες, οι κάτοικοι είχαν αποστρέψει το βλέμμα τους από το τι γινόταν στο διπλανό στρατόπεδο γυναικών του Ράβενσμπρυκ, λέγοντας είτε ότι «δεν είχαν καταλάβει ακριβώς, παρά την μπόχα των καμένων γυναικών» είτε ότι «ήξεραν αλλά δεν μπορούσαν να αντιδράσουν γιατί κινδύνευε η ζωή τους» σ.21

Η αφηγήτρια πλημμυρίζει από θυμό, είναι ασύλληπτο για το μυαλό το τι έγινε εκεί, πιστεύει ότι τα μέρη αυτά έπρεπε να σβηστούν από τον χάρτη. Γεμίζει από ανείπωτη φρίκη.

Τώρα μια νέα περίοδος ξεκινά για την ηρωίδα μας - μια περίοδος αναζήτησης. Περιφέρεται στους δρόμους, που προπολεμικά αποτελούσαν την εβραϊκή συνοικία, με μια λίστα των αρχοντικών που είχε εντοπίσει στο Διαδίκτυο και αναζητά την ιστορία τους. Το Βερολίνο γίνεται τόπος έρευνας: ποιος και πότε τα έχτισε, ποιοι τα κατοίκησαν, τυχόν πληροφορίες και μαρτυρίες. Κοντοστέκεται έξω από τις εντυπωσιακές βίλες και τις απλές κατοικίες, διαβάζει τις πλακέτες επάνω στους τοίχους. Ανάμεσά τους το οικοτροφείο της Ισιδώρας Ντάνκαν ή η ροζ βίλα που έβλεπε στην πλατφόρμα από όπου έφευγαν τα τρένα με τους Εβραίους. Διαβάζει τα ονόματα στα κουδούνια.

Εκεί είχε περπατήσει και ο ήρωας του Χανς Φάλαντα στο «Μόνος στο Βερολίνο», εκεί ο Τζον Κέννεντι είχε πει Ich bin ein Berliner. Μια επιγραφή στην είσοδο μιας πολυκατοικίας που έγραφε: «Στους 28 γείτονες, άνδρες, γυναίκες και παιδιά, που έμεναν σε αυτό το σπίτι και εκτοπίστηκαν ή δολοφονήθηκαν από το εθνικοσοσιαλιστικό καθεστώς» 38, γίνεται η αφορμή για να ανακαλύψει ότι αυτούς τους «εξαφανισμένους» τους αναζήτησαν οι σημερινοί κάτοικοι μετά από επίμονη και ενδελεχή έρευνα. Την εναρκτήρια ώθηση τους είχε δώσει μια φωτογραφία στην Έκθεση «Ήμασταν γείτονες» που απεικόνιζε δυο παιδιά να κοιτούν από το ίδιο παράθυρο, από το ίδιο διαμέρισμα με εκείνους.

Από κείνη τη στιγμή, οι προηγούμενοι ένοικοι παίρνουν σάρκα και οστά, συνομιλούν με τους τωρινούς.

 

Στο βιβλίο παρατίθενται πολλές χαρακτηριστικές μικροϊστορίες: Της  φίλης της Γκαμπριέλε, της Ζοφί Ζάρα Κατς, του Λέοπολντ και της Ίντιθ, της Καρόλα Κον που γλύτωσε. Και να μην ξεχάσω την ιστορία της φωτογραφίας του εξωφύλλου – το μνημείο της Νέλλυ Ζαχς, της ποιήτριας στην οποία,  το 1966, απονεμήθηκε το Νόμπελ λογοτεχνίας γιατί, λόγω της ναζιστικής της εμπειρίας, «μεταμορφώθηκε σε δριμεία εκπρόσωπο της δυστυχίας και του πόθου των συνανθρώπων της». Ιδιαίτερα συγκινητικές είναι οι μικροϊστορίες με παιδιά όπως η ιστορία που αφηγείται η κυρία Φρίντζαμ (85-6) από το σχολείο της ή των  Εβραιόπουλων από το γυμνάσιο Χέρμαν Έλερ στο Στέγκλιτς (92).

Τα ερωτήματα ταλανίζουν την ηρωίδα μας: Πάει πια τέλειωσε όλο αυτό; 6 εκατομμύρια δεν είναι απλώς ένας αριθμός, είναι 6 εκατομμύρια άνθρωποι με τις δικές τους ιστορίες. Πώς μπορεί και εκείνη με την οικογένειά της να συμβιώνει με τους απόγονους των θυτών σήμερα; σ.52-53

Στο Βερολίνο η μνήμη είναι εξοντωτική, τιμωρητική.

Γνωρίζουμε σήμερα ότι κανείς δεν μιλούσε ως τη δεκαετία του 60 για το ολοκαύτωμα ούτε καν μέσα στην οικογένεια «από ντροπή, από ενοχή». 139-140 Τελικά ως αποτέλεσμα πίεσης, άρχισε η προβολή ντοκιμαντέρ στα σχολεία, χωρίς όμως τον απαραίτητο σχολιασμό. Η Γκαμπριέλε π.χ. το έμαθε στα 13 της. Τα παιδιά μετά είχαν διάλειμμα, όπου έπαιζαν χωρίς να  ξέρουν πώς να το διαχειριστούν. Το 1964-65 άρχισε η συζήτηση στα πανεπιστήμια και στις εφημερίδες (διεξαγωγή των δικών για τα εγκλήματα των Ναζί).

 

Λίθοι μνήμης έξω από το Α’ Γυμνάσιο Αρρένων στη Θεσ/νίκη (Βασ. Όλγας 81) για τους Εβραίους μαθητές του σχολείου που χάθηκαν στο Ολοκαύτωμα

Ίσως γι’ αυτό χρειάζονται οδόσημα, ανάγλυφες πλάκες με επιγραφές στις πόλεις, Stolpersteine, «λίθοι μνήμης» που μαρτυρούν εκείνους που χάθηκαν στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ή αλλού (τέτοιες πέτρες έχουν σφηνωθεί σε περίπου 500 ευρωπαϊκές πόλεις έως σήμερα – το 2015 τοποθετήθηκαν και στη Θεσσαλονίκη, σε σπίτια, σχολεία ή τόπους εργασίας των εκτοπισθέντων).

Αξιοθαύμαστοι είναι οι ένοικοι της πολυκατοικίας με την επιγραφή, οι οποίοι, με τον χαρακτηριστικά συστηματικό και επίμονο τρόπο των Γερμανών, αποφάσισαν να φέρουν στο φως τις ιστορίες τους, να αποδείξουν ότι δεν «μετανάστευσαν» οικειοθελώς, η εξαφάνισή τους δεν ήταν χωρίς ίχνος, αλλά άφησαν πίσω τους μια τεράστια κηλίδα ενοχής και οφειλής για εκείνους που σιώπησαν και λησμόνησαν. Συνάμα, να αποκαλύψουν πλευρές της μεθοδολογίας των ναζί σε αυτή την σκοτεινή επιχείρηση. «Και το έκαναν, όπως μόνο οι Γερμανοί μπορούν, όταν είναι καμωμένοι από αυτή την υπέροχη γερμανική πάστα» μας λέει η συγγραφέας. σ.40

Τα αισθήματα της αφηγήτριας για τους Γερμανούς είναι ταυτόχρονα αγάπης και απώθησης (σ.29 και 40). Τους θεωρεί τρομερά ικανούς αλλά και αυτάρεσκους, ιδεολόγους και τέλειους διεκπεραιωτές, πρωτοπόρους και παλαιομοδίτες, πειθαρχημένους και καταπιεσμένους, πιστούς και ρομαντικούς, που τα μπορούν όλα και δεν κάνουν τίποτα χωρίς σχεδιασμό, που λατρεύουν την ταλαιπωρία, που τους αρέσει να νικούν, να επιβάλλονται, που διψούν για ελευθερία, όπως διψούν και για σκλαβιά, που είναι γενναίοι και που φοβούνται ακόμα και τον ίσκιο τους.

Είναι πολύ ενδιαφέρον αυτό που γράφει στην σελίδα 92 για την λειτουργικότητα: «Αν η γερμανική κοινωνία έχει μια απελευθερωτική διάσταση για τους πολίτες της, αυτή είναι σίγουρα η λειτουργικότητα, το γεγονός ότι όλα λειτουργούν, και ταυτόχρονα είναι αυτή ακριβώς η λειτουργικότητα που κάποιες φορές γεννάει τέρατα και τυλίγεται γύρω από τον λαιμό σου σαν φίδι». 92

Ο Γερμανός ψυχοθεραπευτής της  υποστηρίζει ότι «μόνο η δουλειά μπορεί να φέρει ισορροπία». Την ίδια εξήγηση έδινε ο Τζον Μάλκοβιτς για την εργασιομανία του Βιμ Βέντερς «είναι η χώρα από την οποία προέρχεται, η κουλτούρα της εποχής του, η γενιά του, που σχεδόν ήταν υποχρεωμένη να είναι εργασιομανής λόγω της ιστορίας, λόγω του συντριπτικού βάρους της ιστορίας που ένιωθε στους ώμους της». σ.89

Οι σύγχρονοι Γερμανοί κατατρύχονται από αισθήματα ντροπής και ενοχής, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας που διέπραξαν οι πρόγονοί τους.  Είναι τεράστιο αυτό το φορτίο που επωμίστηκαν. Η συγγραφέας αναφέρει περιστατικά, όπου λεπτές αποχρώσεις μιας αθώας για κάποιους συζήτησης, από έναν Γερμανό μπορεί να εκληφθούν ως βαριά κατηγορία.

Κατά τη διάρκεια ενός γεύματος, ένας Γερμανός, έξαλλος από ένα ανάρμοστο αστείο και, τρέμοντας από θυμό, της λέει πως επί σειρά ετών δεν μάθαινε τίποτα άλλο παρά όλα όσα είχαν κάνει οι Ναζί στους Εβραίους κι έτσι, όταν τελείωσε το σχολείο, κοιτούσε τα χέρια του με την υποψία πως είχε και ο ίδιος σκοτώσει κάμποσους.

Σε ένα βερολινέζικο μπαράκι, όπου σύχναζε ο Ντέιβιντ Μπάουι με την παρέα του και κάπνιζαν σαν φουγάρα φιλοσοφώντας, ο νεαρός φίλος της αφηγήτριάς μας με το αρχικό Φ. τη ρώτησε αν έχει «προσέξει πόσο φοβισμένοι είναι κατά βάθος οι Γερμανοί, έχασαν δύο πολέμους, τρεις αν βάλουμε και τον γαλλογερμανικό, κι αυτό τον φόβο δεν μπορούν να τον ξεπεράσουν με τίποτα, είναι οι πιο φοβισμένοι άνθρωποι του κόσμου και οι πιο ικανοί" σ.64.

Είναι λοιπόν, πολύ επώδυνο το να ζει κανείς με τόσο δάνειο άχθος στα χέρια του και πολύ ανθρώπινο το να μην μπορείς.

Όμως, όταν έφερε αυτές τις σκέψεις στον ψυχίατρό της, όταν του είπε ότι «οι Γερμανοί δυσκολεύονται να νιώσουν περήφανοι, ότι υπάρχει ένας κόμπος ενοχής» ο Γερμανός ψυχίατρός της με έκπληξη της απαντά ότι δεν έχει καταλάβει τίποτε «χαμπάρι δεν έχετε πάρει, δεν υπάρχει ενοχή, καμία ενοχή, φυσικά και νιώθουμε περήφανοι, μόνο περήφανοι». σ.95

Στην καθημερινότητά της όμως, συναντά ακόμα μερικούς «δυστυχισμένους δράκους», όπως τους αποκαλεί, που πιστεύουν ότι ευθύνονται οι ίδιοι οι «πανούργοι» Εβραίοι για το ότι είχαν ποτίσει με το αίμα τους τα Γερμανικά χέρια των προγόνων τους 57.

Η ηρωίδα, με την ευαισθησία που την διακρίνει, εισπράττει και την υπεροψία κάποιων Εβραίων απέναντι στους σημερινούς Γερμανούς, την οποία επιδεικνύουν εκμεταλλευόμενοι, ενδεχομένως, «αυτή την ανώμαλη σχέση θύτη-θύματος».

Οι Εβραίοι δεν έχουν πρόβλημα να ακολουθούν το γερμανικό σύστημα παιδείας που από την Δ’ Δημοτικού εφαρμόζει το σύστημα επιλογής.

Το πρώτο μέρος του βιβλίου με τίτλο Μπερλίν, ολοκληρώνεται με την ανέγερση του εβραϊκού μουσείου το 2001.

 

Στο δεύτερο, ολιγοσέλιδο μέρος με τίτλο «Το νησί των Παγωνιών», περιγράφεται μια εκδρομή σε αυτόν τον γαλήνιο παράδεισο στον ποταμό Χάφελ εκεί όπου, με οικοδεσπότες τους Γκέμπελς, έγινε η τελετή λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1936 την ίδια ώρα που «κρατούμενοι ξεχέρσωναν το δάσος Ζάξενχάουζεν για το μελλοντικό στρατόπεδο, και εξακόσιοι Σίντι και Ρομά κλείνονταν σε ένα Τσιγκόινερ Λαγκερ στα ανατολικά της πόλης" και με μια αναφορά στην Έβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν. Σε αυτό το μέρος όπου δεσπόζει η ομορφιά και η γαλήνη του τοπίου, παρακολουθούμε την ηρωίδα μας να χαίρεται την οικογένεια, τους φίλους, τα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα των παιδιών αλλά και τη γνώση ότι τέτοιες στιγμές δεν είναι συνηθισμένες στην καθημερινότητα: «θα κρατώ την ανάμνηση αυτή στα χέρια μου προσεκτικά σαν να ήταν ένα κύπελλο ξέχειλο από φρέσκο γάλα». Έτσι, το βιβλίο κλείνει με ένα αισιόδοξο κεφάλαιο, η αφηγήτριά μας έχει πλέον μεγαλύτερη αυτογνωσία. Άλλωστε, τα τραύματα του παρελθόντος δεν επουλώνονται γρήγορα ούτε εύκολα, όπως όλες και όλοι γνωρίζουμε. Και εμείς οι αναγνώστες γνωρίζουμε ότι το ταξίδι στο Βερολίνο τελειώνει και μετατρέπεται σε νοσταλγία, γίνεται μέρος της μνήμης. 

 


Επίλογος: Η μνήμη – το παρελθόν και το παρόν

Το Μπερλίν είναι μια περιπλάνηση στο σημερινό Βερολίνο που, σε μεγάλο βαθμό, περνάει μέσα από το παρελθόν. Είναι ένα οδοιπορικό εξωτερικό και εσωτερικό, καθώς, παράλληλα με την περιδιάβαση στην πόλη, επιχειρείται και η κατάδυση στον εσώτερο κόσμο της αφηγήτριας – διττή κατάδυση: στην τραυματική μνήμη της πόλης και στη μνήμη του εγκλωβισμένου εγώ. Θυμίζει την αρχιτεκτονική του εβραϊκού τμήματος στο Μουσείο του Βερολίνου: δεν υπάρχει πόρτα, ο επισκέπτης πρέπει να μπει υπογείως, η εβραϊκή ιστορία είναι κρυμμένη. Την υπενθυμίζουν οι λίθοι μνήμης που συναντά το μάτι όταν αναζητά.

Το Βερολίνο, από τα πλέον ισχυρά οικονομικά κέντρα σήμερα, είναι επίσης κληρονόμος ενός σκοτεινού, επώδυνου παρελθόντος, για τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους και το φορτίο της φρίκης του απόλυτου κακού, όπως το Ολοκαύτωμα, αποτελεί τόπο μνήμης και ενοχής.

Είναι μια πόλη κατάφορτη με μνημεία, που περιφρουρούν βλοσυρά την ενοχή και εγχαράσσουν την απολογία σε τόνους γρανίτη, μια πόλη χτισμένη στη μεταμέλεια, η παρουσία της υπενθύμιζε το άγος του παρελθόντος και την ίδια στιγμή απάλλασσε το παρόν από τα κρίματα.

Η ηρωίδα μας περπατά και ιχνηλατεί αυτό το παρελθόν στα κτίρια, στους σταθμούς, στους δρόμους όπου έχουν διαδραματιστεί άπειρες ανθρώπινες ιστορίες. Το παρελθόν, επώδυνο, είναι παρόν για την αφηγήτρια. Παίρνει συνεντεύξεις από τους μάρτυρες των γεγονότων - οι προφορικές μαρτυρίες, οι παλαιωμένες φωτογραφίες ζωντανεύουν. Τότε μόνο θα μάθει αυτές τις ιστορίες, η πόλη θα ζωντανέψει και η ίδια θα συσχετισθεί με τα πρόσωπα και τα πράγματα, το ανοίκειο θα γίνει οικείο.

Πολλές φορές στη λογοτεχνία πρωταγωνιστούν οι πόλεις. Θα ήθελα να θυμηθούμε το ειδικό βάρος που είχε η Κωνσταντινούπολη για τον Παμούκ & τη Μαρία Ιορδανίδου, το Λονδίνο για τη Βιρτζίνια Γουλφ, το  Παρίσι για τον Βίκτωρα Ουγκώ, η Λισαβόνα του Φερνάντο Πεσόα, το Μεξικό του Πάκο Ιγκνάσιο Τάιμπο ΙΙ, η Αλεξάνδρεια του Καβάφη, του Τσίρκα και της Ιορδανίδου, η Νέα Υόρκη του Πολ Όστερ …

Ο Πειραιάς κι η Σύρα του Καραγάτση, η Αθήνα του Ταχτσή και του Μάρκαρη, η Θεσσαλονίκη του Ιωάννου, του Μίσσιου, του Χριστιανόπουλου, του Ζουργού, το Ηράκλειο του Καζαντζάκη και της Γαλανάκη, τα Γιάννινα του Χατζή, τα Χανιά της Δούκα, η Σκιάθος του Παπαδιαμάντη, η Λέσβος του Μυριβήλη…

Το Μπερλίν είναι ένα υβριδικό βιβλίο, ένας συνδυασμός προσωπικής αφήγησης, τρίχρονης δημοσιογραφικής έρευνας και μυθοπλασίας. Όπως γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου στο «Βήμα» είναι «ένα διαφορετικό, προσωπικό βιβλίο, ψηφίδα μνήμης και ειλικρίνειας σε ένα αναμνηστήριο οικοδόμημα, εργοτάξιο εν εξελίξει». Οι αναφορές σε άλλες μαρτυρίες είναι πολλές – αναφέρω ενδεικτικά: την ταινία Λευκή κορδέλα του Χάνεκε, την Έβδομη σφραγίδα του Μπέργκμαν και την 9ωρη ταινία Σοά του Κλοντ Λανζμάν, τον Ζέμπαλντ (άλλωστε η όλη δομή του βιβλίου μου θυμίζει τον μεγάλο αυτόν στοχαστή), τον Μπέρνχαρντ, τον Φραντς Κάφκα & την Φελίτσε, τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, τον Κλωντ Λανζμάν, τον Πάουλ Βεράχεν κ.ά. 

Το Μπερλίν είναι ένα σύντομο αλλά συμπυκνωμένο, πολυεπίπεδο βιβλίο. Κινείται παράλληλα στους εξής άξονες: Τις συνεδρίες της αφηγήτριας με το Γερμανό ψυχοθεραπευτή της, τα ευρήματα από την έρευνά της για τους εκτοπισμένους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, τη ζωή της ως μετανάστρια; στη Γερμανία όταν άφησε πίσω της την Ελλάδα της κρίσης και τη στάση της σε ζητήματα ταυτότητας (με το που παντρεύτηκε έναν αλλόθρησκο έπαυσε να είναι η ίδια και τα παιδιά της όμοια με τους ανθρώπους γύρω της, έγιναν οι άλλοι-«Το έβλεπα στα βλέμματα», λέει η συγγραφέας, «στις αντιδράσεις, όταν τα παιδιά έλεγαν ότι πηγαίνουν στο εβραϊκό σχολείο, στο ανεπαίσθητο πάγωμα… στην ελαφριά ενόχληση γιατί η παρουσία μας τους θύμιζε αναγκαστικά το παρελθόν»).

Και αλλού: «Είναι κανονικός ή αφομοιωμένος;», την ρωτούν για τον, εβραϊκής καταγωγής, σύζυγό της. Τι να απαντήσει; Ότι οι περισσότεροι Εβραίοι της Ελλάδας έγιναν στάχτη και οι απόγονοι όσων λίγων επέζησαν ζουν αφομοιωμένοι προκειμένου να μη διεγείρουν τον αντισημιτισμό της ελληνικής κοινωνίας;

Αξιοσημείωτη είναι η μακροπερίοδος γραφή – σαν το κουβάρι που ξετυλίγεται και η πολυφωνικότητα της αφήγησης (τις περιγραφές του εξωτερικού χώρου διαδέχονται οι μαρτυρίες διαφορετικών προσώπων και η εσωτερική φωνή της αφηγήτριας). Το τρίτο πρόσωπο διαδέχεται το πρώτο και, μερικές φορές, παρεισφρέει το δεύτερο: «Ισαάκ Ρόζενμπεργκ ήσουν καλός μαθητής, ήθελες να ασχοληθείς με τον αθλητισμό, αλλά η καρδιά σου δεν σου το επέτρεψε, μπήκες στο πανεπιστήμιο και αμέσως μετά βρέθηκες στο... Άουσβιτς, πέθανες μόλις τέσσερις εβδομάδες πριν από το τέλος του πολέμου» 92-93.

Θεωρώ ότι ανταποκρίθηκε στο απαιτητικό αυτό είδος γραφής με έναν θετικό, στοχαστικό και συγκινητικό τρόπο. Αυτό οφείλεται, νομίζω, και στο ότι, όταν το διαβάζουμε δεν βλέπουμε τη συγγραφέα ιστορικό και δημοσιογράφο αλλά μια νέα μητέρα που τριγυρνά στους δρόμους της πόλης και της μνήμης της προκειμένου να αναμετρηθεί με τον κόσμο της.

 


Ενθυμούμενοι την 27η Ιανουαρίου, Διεθνή ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος, θα ξεκινήσω τον επίλογό μου, από τον Βασίλι Γκρόσσμαν, ο οποίος, στην Κόλαση της Τρεμπλίνκα, αποκαλύπτει τις μεθόδους της «βιομηχανίας» μαζικής εξόντωσης χιλιάδων ανθρώπων. Εκεί γράφει: «Στην αρχή αφαιρούσαν από τον άνθρωπο την ελευθερία, το σπίτι, την πατρίδα και τον οδηγούσαν σε μια ανώνυμη δασική ερημιά. Ύστερα, σε μια αλάνα δίπλα στο σιδηρόδρομο, τού έπαιρναν τα ρούχα του, τις επιστολές, τις φωτογραφίες των δικών του, ακολούθως, πίσω από το φράκτη του στρατοπέδου, του έπαιρναν τη μητέρα, τη γυναίκα, το παιδί. Μετά έπαιρναν από τον γυμνό άνθρωπο τα έγγραφά του, τα πετούσαν στη φωτιά: του αφαιρούσαν το όνομά του. Τον έσπρωχναν σε έναν διάδρομο με ένα χαμηλό πέτρινο ταβάνι – του αφαιρούσαν τον ουρανό, τα αστέρια, τον άνεμο, τον ήλιο. Και τότε άρχιζε η τελευταία πράξη της ανθρώπινης τραγωδίας – ο άνθρωπος περνούσε στον τελευταίο κύκλο της κόλασης της Τρεμπλίνκα».

Στην προσπάθειά του να καταλάβει ο Λέβι, διαπιστώνει ότι η μνήμη είναι απατηλή και απαιτεί να την διορθώνει κανείς διαβάζοντας και ερευνώντας. Είναι πολύ σημαντική η μνήμη για την οικοδόμηση μιας ανθρώπινης συνείδησης που θα αντιλαμβάνεται την παθητικότητα ως ανήθικη και θα αποτελεί τη μόνη εγγύηση για να μην επαναληφθεί η φρίκη. Και αυτό το μικρό βιβλίο, υποδεικνύει ακόμα έναν τρόπο προσέγγισης του ολοκαυτώματος, αναιρώντας εκείνες τις θεωρητικές απόψεις που επιμένουν στο μη αναπαραστήσιμο της Σοά (το Ολοκαύτωμα στα εβραϊκά). Σε αντίθεση με τις τυποποιημένες ομιλίες σε επετειακές εκδηλώσεις, η συγγραφέας αντιπροτείνει: «Ο καλύτερος τρόπος να προσεγγίσει κανείς το Ολοκαύτωμα, ναι, ο καλύτερος τρόπος είναι να γνωρίσεις τα θύματα και τους επιζώντες, να περπατήσεις εκεί που έχουν περπατήσει, να περάσεις έξω από το σπίτι τους, να μάθεις ασήμαντες λεπτομέρειες για τις ζωές τους….» σ. 81 Αυτό κάνει η συγγραφέας μας, ξεχωρίζει κάποιους από τους ανθρώπους και τους φέρνει στο σήμερα, δίνοντάς τους πρόσωπο και ιστορία.  Έτσι, η Γκαμπριέλε και οι συγκάτοικοί της γεφύρωσαν τις ζωές τους με εκείνες των εξαφανισθέντων, ορθώνοντας ένα ανάχωμα στη λήθη, καμωμένο από αναρίθμητες τελίτσες που οι ίδιοι έχουν ενώσει και συνεχίζουν να συνδέουν, εντάσσοντας την καθημερινότητα των άλλων στη δική τους, συμφιλιώνοντας το παρελθόν με το παρόν.

Ο Γερμανός φιλόσοφος Καρλ Γιάσπερς, σε εισαγωγικό μάθημα αμέσως μετά τη λήξη του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου που δημοσιεύτηκε με τον τίτλο «Το πρόβλημα της γερμανικής ευθύνης», είπε και τα εξής: «Αν δεν αγωνιζόμαστε ώστε η εξουσία να βρίσκεται στην υπηρεσία του δικαίου, διαπράττουμε ένα ουσιώδες πολιτικό σφάλμα το οποίο είναι συγχρόνως και ηθικό σφάλμα».

Και ο Ζέμπαλντ στην «Ανάδυση της μνήμης» γράφει: “Ευθύνη των συγγραφέων είναι να ανταποκρίνονται σε γεγονότα που επηρεάζουν την  κουλτούρα τους». σ. 185


 


Η εκδήλωση που είχε η Λέσχη μας με προσκαλεσμένη την Άντζη Σαλταμπάση ήταν μια εκδήλωση ιστορικής μνήμης.  Δύο μέρες νωρίτερα, στις 27 Ιανουαρίου, ήταν η Διεθνής ημέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος από το ναζιστικό καθεστώς του Β’ Παγκοσμίου πολέμου. Στην καρδιά της συζήτησης ήταν οι τρόποι με τους οποίους το παρελθόν επηρεάζει το παρόν και το μέλλον.

Το Μπερλίν διαδέχτηκε τη συζήτηση που είχε γίνει τον ίδιο μήνα για το  βιβλίο του Πρίμο Λέβι «Αν αυτό είναι ο άνθρωπος», με αποτέλεσμα την εμβάθυνση του προβληματισμού σε αυτά τα καίρια θέματα. Η κυρία Σαλταμπάση και το βιβλίο της έδωσαν το έναυσμα για μια πολύ ζωντανή συζήτηση στην οποία συμμετείχαν όλα τα μέλη μας.

Όπως μας εξήγησε η κυρία Σαλταμπάση, η δική της γέφυρα μεταξύ των μεταφράσεών της κοινωνικών και πολιτικών βιβλίων και της λογοτεχνίας, είναι η γλώσσα. Η σχέση της με τη Γερμανία είναι σχέση μέσω της γλώσσας. Άλλωστε, από μικρή διάβαζε γερμανική λογοτεχνία.

Η Άντζη Σαλταμπάση, με ζωντανό και τεκμηριωμένο λόγο, συζήτησε μαζί μας θέματα μνήμης, παρόντος και παρελθόντος. Στο βιβλίο της, άλλωστε, έχουν αποθησαυριστεί οι αναμνήσεις της όχι με επινοημένα ευρήματα, αλλά μετά από μια φιλόπονη διαδικασία εκσκαφής και εξόρυξης – το Μπερλίν βασίζεται στις δικές της εμπειρίες και στα διαβάσματά της, σε στενή συσχέτιση με το περιβάλλον στο οποίο έζησε στη Γερμανία. Η έρευνά της ξεκίνησε μέσα από περιπάτους χωρίς κάποιο συγκεκριμένο στόχο. Η αναζήτησή της κινήθηκε, ουσιαστικά, σε τρία νήματα: προσωπικό τραύμα, συλλογικό τραύμα και πραγματικές ιστορίες. Όλες οι εγκιβωτισμένες μικροϊστορίες είναι ή βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα. Το Μπερλίν είναι μια κατασκευή με αυτοβιογραφικά στοιχεία.

Τη συζήτηση απασχόλησαν θέματα όπως: Γιατί πρέπει να θυμόμαστε; πώς πρέπει να διαχειριζόμαστε την επώδυνη μνήμη; Είναι σωστό να μετατίθεται το κακό σε μια σφαίρα που δεν μπορεί να την αγγίξει ο άνθρωπος; Είναι λάθος να αντιμετωπίζουμε το κακό σαν κάτι "ακατανόητο", σαν μία "ιστορική ανωμαλία"; Τι γίνεται όχι μόνο από το πλεόνασμα λήθης, αλλά και από το πλεόνασμα μνήμης με βάση και την ακόλουθη παρατήρηση ενός Γερμανού:  «Δεν θυμάμαι να έχω μάθει ποτέ τίποτα για άλλα δόγματα ή για άλλες θρησκείες στο σχολείο, τα μόνα πράγματα που μας μαθαίναν ήταν για τους Εβραίους, οι Εβραίοι οι Εβραίοι οι Εβραίοι, οι Εβραίοι και η καταδίωξή τους, σε όλα τα μαθήματα, στα θρησκευτικά, στα Αγγλικά, στη Γλώσσα, στα Γαλλικά, οι Εβραίοι και το πώς τους σκοτώσαμε, οι Εβραίοι, τα πάντα για τους Εβραίους και τι τους κάναμε». 

Μεγάλο μέρος της συζήτησης αφιερώθηκε στη σημερινή Γερμανία, στη νέα γενιά και σε θέματα εκπαίδευσης και γνώσης σε σχέση με το Ολοκαύτωμα. Σύμφωνα με την «Ανάδυση της μνήμης» του Ζέμπαλντ, κανείς δεν μιλούσε τη δεκαετία του ‘60 για το ολοκαύτωμα, ούτε μέσα στην οικογένεια. Ο Ντέμπλιν αναφέρει ότι οι άνθρωποι περπατούσαν «στο δρόμο ανάμεσα στα φοβερά συντρίμμια, κυριολεκτικά λες και τίποτε δεν είχε συμβεί, λες και η πόλη είχε ανέκαθεν την ίδια όψη (1 εκατομμύριο τόνοι βόμβες σε 131 πόλεις, 600.000 νεκροί, 3.5 εκατομμύρια σπίτια καταστραμμένα, 7.5 εκατομμύρια άστεγοι)». Όπως μας λέει η καλεσμένη μας, το θέμα των θηριωδιών των ναζί ήταν πολύ έντονο τη δεκαετία του ’60 - το 1968, για παράδειγμα, με τους Μπάαντερ - Μάινχοφ. Σήμερα ένα μεγάλο ποσοστό των νέων θέλει να το βγάλει αυτό από πάνω του.

Όσον αφορά την Ελλάδα, η αντιμετώπιση των Εβραίων σε διάφορες περιοχές ήταν διαφορετική - στη Ζάκυνθο π.χ. ενώθηκαν, στην Κέρκυρα όμως καταδόθηκαν ενώ η εβραϊκή κοινότητα των Ιωαννίνων μεταφέρθηκε σχεδόν όλη σε στρατόπεδα εξόντωσης. Αναφέρεται από μια φίλη, το γεγονός της πληρωμής εισιτηρίων από τους διωκόμενους στο τρένο για το Άουσβιτς και τα άλλα στρατόπεδα – μάλιστα εξακολουθεί να τίθεται το αίτημα της επιστροφής αυτών των χρημάτων.

Όλοι αναρωτηθήκαμε αν είναι στα σχέδιά της να μεταφραστεί το Μπερλίν στα γερμανικά. Από ότι καταλάβαμε υπάρχει αυτή η πιθανότητα.

Ολοκληρώνοντας τη συζήτηση, κρατώ τη ρήση «ιστορική ευθύνη» της κυρίας Σαλταμπάση: Όταν μια κοινωνία επιλέγει συνειδητά να πορευτεί συντροφιά με την αμνησία, η μνήμη αποτελεί ηθική και πολιτική στάση – άλλωστε, η ενοχή φεύγει όταν το αποφασίσει το θύμα όχι ο θύτης.

Κατά τη διάρκεια της συζήτησης, και με αφορμή το εξώφυλλο του βιβλίου όπου απεικονίζεται το μνημείο το αφιερωμένο στη μνήμη της νομπελίστριας ποιήτριας Νέλλυ Ζαχς, διαβάστηκε από την Βασιλεία το ποίημά της «Σε σας που χτίζετε το καινούργιο σπίτι»

Όταν θα στήσεις πάλι τους τοίχους σου –
Την εστία σου, την κλίνη σου, το τραπέζι και το κάθισμα –
Μην κρεμάς τα δάκρυά σου γι’ αυτούς που έφυγαν,
Που δεν θα κατοικήσουν ποτέ μαζί σου
Στην πέτρα
Ούτε στο ξύλο –
Αλλιώς θα έχει δάκρυα ο ύπνος σου
Ο σύντομος, που σου απομένει.

Μη στενάζεις όταν στρώνεις το κρεβάτι σου,
Γιατί θα σμίξουν τα όνειρά σου
Με τον ιδρώτα των νεκρών.

Αχ, είναι οι τοίχοι και τα σκεύη
Δεκτικά όπως οι άρπες του ανέμου
Κι όπως ένας αγρός, που μέσα του μεγαλώνει ο πόνος σου,
Και νιώθουν τη συγγένεια σου με τη στάχτη.

Χτίσε, όταν σταλάζει η ώρα στην κλεψύδρα,
Αλλά μην κλαις για τα λεπτά που φεύγουν
Μαζί με τη σκόνη, Που σκεπάζει το φως.

 

Επίσης, αναφέρθηκε ένα εξαιρετικό ντοκιμαντέρ του Βασίλη Λουλέ με τίτλο «Φιλιά στα παιδιά», στο οποίο πέντε μικρά Εβραιόπουλα στην Ελλάδα της Γερμανικής Κατοχής που επιβίωσαν μιλούν σήμερα για την τρομακτική εμπειρία τους. Το ντοκιμαντέρ βρίσκεται στην πλατφόρμα της Ertflix.

Τέλος, σχολιάστηκε από όλες και όλους τους παρευρισκόμενους, ο σπουδαίος τρόπος με τον οποίο συμπλέκονται στο βιβλίο η ατομική, η συλλογική και η πολιτισμική μνήμη και η άμεση διαχείριση των εμπειριών, των βιωμάτων της συγγραφέα μέσω της λογοτεχνίας, με εργαλείο τη γλώσσα.

Ήταν μια γεμάτη στοχασμό βραδιά αυτή που ζήσαμε, μια πολύτιμη εμπειρία διαλόγου με μια συγγραφέα που, με εργαλείο της τη  λογοτεχνία, βοηθά την αποκρυπτογράφηση του σήμερα βασισμένη στη μνήμη και στην ιστορία.

 

H παρουσίαση και συζήτηση με την κυρία Άντζη Σαλταμπάση του βιβλίου της Μπερλίν (Πόλις, 2017) έγινε την Δευτέρα 29 Ιανουαρίου στον πολυχώρο πολιτισμού Άρτεμις στο Μαρούσι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου