Σελίδες

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Σταυρούλα Παπασπύρου - συζήτηση για το βιβλίο της "Χωρίς μαγνητόφωνο" και κλείσιμο της αναγνωστικής χρονιάς της Λέσχης Ανάγνωσης Αμαρουσίου


Η φετινή χρονιά έφερε τα πάνω κάτω. Ο κορωνοϊός ματαίωσε το μισό πρόγραμμα της λέσχης. Προγραμματισμένες συζητήσεις και συναντήσεις με συγγραφείς αναβλήθηκαν.
Το κλείσιμο όμως της χρονιάς το κάναμε και, παρά τις αποστάσεις που επιμελώς κρατήσαμε, νοιώσαμε τα όμορφα πράγματα που μας δένουν στην λέσχη: τα καλά βιβλία, οι ζωντανές συζητήσεις, οι συναντήσεις με αξιόλογους ανθρώπους, η συντροφιά μας.
Ξεκινήσαμε αυτά τα «κλεισίματα» με μία κριτικό λογοτεχνίας, την Ελισάβετ Κοτζιά, συνεχίσαμε με την πανεπιστημιακό Αναστασία Αντωνοπούλου, μετά με την λογοτέχνιδα Μάρω Δούκα και εφέτος είχαμε την τιμή να έχουμε μαζί μας μια δημοσιογράφο της λογοτεχνίας, την κυρία Σταυρούλα Παπασπύρου. Αφορμή για τη συζήτησή μας αποτέλεσε η έκδοση του βιβλίου της «Χωρίς  μαγνητόφωνοσυναντήσεις με σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες» (Πόλις, 2018).

Ο καλός καιρός, η εορταστική διάθεση, η χαρά που ξαναβρεθήκαμε μετά από τέσσερις μήνες, τα νοστιμότατα μικροεδέσματα και τα αναψυκτικά που πρόσφεραν τα μέλη μας, η παρουσία και η υποστήριξη του προσωπικού της βιβλιοθήκης, αλλά και κυρίως η γεμάτη ζωντάνια παρουσία της Σταυρούλας Παπασπύρου μας άφησαν μια όμορφη ανάμνηση που θα την θυμόμαστε.


Μετά το καλωσόρισμα της προσκαλεσμένης μας, η συντονίστρια της λέσχης μας  Στέλλα Χατζημαρή, μας υπενθύμισε τα πεπραγμένα της χρονιάς με μια αναφορά στην γαλλική λογοτεχνία και, στη συνέχεια, αφού παρουσίασε συνοπτικά το έργο της, έκανε μια εκτενέστερη αναφορά στο βιβλίο της «Χωρίς μαγνητόφωνο»:

Σταυρούλα Παπασπύρου γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 από γονείς που αγαπούσαν τα βιβλία. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μέσα επικοινωνίας στο Institut Francais de Presse, στο Πανεπιστήμιο Paris ΙΙ. Το μικρόβιο της δημοσιογραφίας εισχώρησε μέσα της, όπως αναφέρει, όταν διάβαζε τη στήλη "Ωτοβλεψίες" στις πολιτιστικές σελίδες των "Νέων", ένα μονόστηλο με περιεκτικές ειδήσεις από τον χώρο του πολιτισμού. Έλεγε ότι θέλει να γίνει  δημοσιογράφος  και να γράφεται το όνομά της στις πολιτιστικές σελίδες.
Πράγματι, τα κατάφερε: Δημοσιογράφος του πολιτιστικού ρεπορτάζ από το 1987, έχει εργαστεί στις εφημερίδες Αυγή, Νέα Μεσημβρινή, Ελευθεροτυπία και Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, σε περιοδικά (Τέταρτο, Αντί, Μετρό, Σινεμά, Κλικ, ΜΕΝ, Vogue, κ.ά.), σε τηλεοπτικές εκπομπές (Βιβλιόραμα, Άξιον Εστί, Έχει γούστο κ.ά), καθώς και στο lifo.gr καλύπτοντας κυρίως θέματα βιβλίου. Αγαπημένοι της ξένοι συγγραφείς είναι οι Φίλιπ Ροθ, Πολ Όστερ, Χάινριχ Μπελ και Μίλαν Κούντερα. Αναφέρει ότι το βιβλίο που τη σημάδεψε σε μικρή ηλικία ήταν το «Κάστρο» του Κρόνιν. Τώρα, παρουσιάζει τις νέες εκδόσεις από την εκπομπή Βιβλιοβούλιο στο Κανάλι της Βουλής κάθε Κυριακή στις 8μμ. ενώ, το 2018, κυκλοφόρησε το βιβλίο της Χωρίς μαγνητόφωνο (Πόλις).
Το «Χωρίς μαγνητόφωνο» αποτελεί προϊόν της πολυετούς απασχόλησής της με τη δημοσιογραφία στο χώρο του βιβλίου. Στις 400+ σελίδες του καταγράφονται, όπως λέει και ο υπότιτλος, οι συναντήσεις της με σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες. Περιλαμβάνει εξήντα πέντε βιβλιοπαρουσιάσεις ή συνεντεύξεις με τους συγγραφείς που, εδώ και 30 χρόνια (1989-2017), διάβασε, συνάντησε, συνομίλησε και γνώρισε. Τα κείμενα αφορούν 31 σημαντικούς σύγχρονους Έλληνες λογοτέχνες,
-          λογοτέχνες που είτε έχουμε διαβάσει στη Λέσχη μας: Θανάσης Βαλτινός, Ρέα Γαλανάκη, Σωτήρης Δημητρίου, Μάρω Δούκα, Ιωάννα Καρυστιάνη, Μένης Κουμανταρέας, Χρήστος Οικονόμου.
-          αλλά και λογοτέχνες που ακόμα προσμένουν την αναγνωστική μας ματιά:  Χρήστος Βακαλόπουλος, Βασίλης Βασιλικός, Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Μιχάλης Γκανάς, Θεόδωρος Γρηγοριάδης, Ζυράννα Ζατέλη, Άλκη Ζέη, Νίκος Θέμελης, Ιάκωβος Καμπανέλλης, Ηλίας Μαγκλίνης, Πέτρος Μάρκαρης, Δημήτρης Νόλλας, Γιάννης Ξανθούλης, Νίκος Παναγιωτόπουλος, Αλέξης Πανσέληνος, Τίτος Πατρίκιος, Γιώργος Σκαμπαρδώνης, Έρση Σωτηροπούλου, Φαίδωνας Ταμβακάκης, Πέτρος Τατσόπουλος, Γιάννης Τσίρμπας, Ευγενία Φακίνου, Διονύσης Χαριτόπουλος, Νίκος Χουλιαράς.

Είναι ένα βιβλίο που πολύ μου άρεσε – και θα εξηγήσω το γιατί:

1.    Συνήθως, εμείς οι αναγνώστες, διαβάζουμε στο πλάι του λογοτεχνικού έργου, δύο πράγματα: κριτικές για το συγκεκριμένο λογοτεχνικό έργο ή/και συνεντεύξεις με τους δημιουργούς του. Στο βιβλίο αυτό συναντιούνται και τα δύο αυτά στοιχεία- με αφορμή ένα έργο αποκαλύπτονται πτυχές του δημιουργού του αλλά και μέσω μιας συνέντευξης ή συνομιλίας με έναν συγγραφέα φωτίζεται το λογοτεχνικό του έργο.
Προσφέρει, όμως, και κάτι παραπάνω: σε αυτό περιλαμβάνονται εισαγωγικοί σχολιασμοί για τα βιβλία καθώς και παρατηρήσεις της συγγραφέα για τους λογοτέχνες και το περιβάλλον ή/και την ατμόσφαιρα της συνάντησης. Αυτά τα επιπρόσθετα χαρακτηριστικά συμπληρώνουν και εμβαθύνουν δημιουργικά τα αποτέλεσμα. (π.χ. οι εισαγωγές για την Έρση Σωτηροπούλου σ.369 ή τον Γιώργη Γιατρομανωλάκης σ. 93).
Τα κείμενα της Σταυρούλας Παπασπύρου αποτελούν συμπύκνωση πολλών δεκαετιών και προσδίδουν βάθος και εύρος στο «Χωρίς Μικρόφωνο», έχοντας ένα δοκιμιακό χαρακτήρα για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Μέσα από τις προσεγγίσεις των λογοτεχνών, αποτυπώνεται το κλίμα της εκάστοτε εποχής και συμβάλλουν στον προβληματισμό για το χθες αλλά και για το σήμερα.
Τελικό αποτέλεσμα: Ένα κείμενο ζωντανό, με λογοτεχνικές αρετές, που άλλοτε έχει τη μορφή ερωτοαπαντήσεων και άλλοτε με την ένταξη των απαντήσεων στη ροή της αφήγησης, μας μεταφέρει τη δομή και την ατμόσφαιρα των έργων, το περιβάλλον στο οποίο δημιουργήθηκαν, αλλά και τις απόψεις, τους φόβους, την προσωπικότητα, τον ίδιο τον ψυχισμό του δημιουργού της. Η ίδια, όπως μας εξηγεί, κρατούσε σημειώσεις όπου κατέγραφε τα λεχθέντα και στη συνέχεια, με περισσή φροντίδα και δουλειά  “σκηνοθέτησε” το τελικό κείμενο που έχουμε στα χέρια μας.
 2.    Πολλοί συγγραφείς, με σημαντική παρουσία στα ελληνικά γράμματα, παρουσιάζονται όχι σε μία αλλά σε πολλές αναρτήσεις π.χ. εννέα με τον Μένη Κουμανταρέα, από οκτώ συνομιλίες με τον Θανάση Βαλτινό (1989-2017) και τη Μάρω Δούκα. Με αυτόν τον τρόπο, ανιχνεύονται σημαντικά στοιχεία της ιστορίας της ελληνικής λογοτεχνίας, ιδιαίτερα βοηθητικά για τον ιστοριογράφο της λογοτεχνίας – αποτελεί ένα είδος χρονικού από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ως τις μέρες μας – «ένα ταξίδι στις μεταμορφώσεις της Ελλάδας κατά τα τελευταία τριάντα χρόνια, μέσα από τα έργα, τη δημόσια στάση και το λόγο δημιουργών».
Η λογοτεχνική θεματική των συνομιλιών αγκαλιάζει και τα πολιτικά και κοινωνικά δρώμενα αυτής της 30ετίας.  Μέσα από αυτές τις παρουσιάσεις, παρακολουθούμε την Ελλάδα να στροβιλίζεται στον μεταπολιτευτικό ευδαιμονισμό για να φτάσει στα μνημόνια. Πολλά πρόσωπα – κλειδιά στην πολιτική ζωή του τόπου μας είναι παρόντα.
Όπως συμπεραίναμε πέρυσι, στην αντίστοιχη εκδήλωση με προσκαλεσμένη μας τη Μάρω Δούκα, πολλοί συγγραφείς έβλεπαν την κρίση που ερχόταν, όπως η Η Δούκα, ο Οικονόμου, ο Βακαλόπουλος. Ο Βακαλόπουλος λέει ότι το πρόβλημα είναι πως "πιστέψαμε σε οτιδήποτε άλλο εκτός από την ελευθερία μας, το ανεμπόδιστο δηλαδή της εσωτερικής μας ζωής". Ο Γιάννης Τσίρμπας μιλά για την κοινοτυπία του κακού: η στέρηση της ελευθερίας, δημιουργεί το αίσθημα του εγκλωβισμού και την υπόγεια βία, ζητήματα που ανιχνεύει στο έργο του. Άπαντώντας για τη στάση της κοινωνίας απέναντι στη σεξουαλική ηδονή, ο Ξανθούλης (σ. 323) μιλά για μια εξαιρετικά ανεκτική κι αναιδή  κοινωνία όπου οτιδήποτε υψηλό, αξίες, οράματα, συναισθήματα, εκτιμάται ως παρωχημένο ενώ ο Μιχάλης Γκανάς μιλά για έναν πολύ κουρασμένο λαό και βάζει το θέμα του εκσυγχρονισμού της Ελλάδας χωρίς να χαθεί η ψυχή του τόπου. Τέλος, ο Φαίδων Ταμβακάκης (σ. 384- 385) ομολογεί ότι θέλει πάρα πολλή δουλειά για να μπορεί ένας λαός να έχει αξίες και να τις υπερασπίζεται. Το μέλλον τον τρομάζει …όταν ταλαντευόμαστε ανάμεσα στον αυτοοικτιρμό για την κατάντια μας και την περηφάνια για την πολιτιστική κληρονομιά μας, στον δυτικό κόσμο οι κλασικές σπουδές σβήνουν ενώ κι οι ιστορικοί επικεντρώνονται στους τελευταίους αιώνες, όπου ο ρόλος μας δεν είναι ιδιαίτερα σημαντικός. Οι νέες γενιές, όσοι είναι κάτω των 40, δεν έχουν ιδέα ποιοι είμαστε. Πρέπει να κάνουμε τεράστια προσπάθεια για να συγκρατήσουμε τη μνήμη της χώρας μας στον πλανήτη. Αλλιώς κινδυνεύουν να μας ξεχάσουν εντελώς». Οι περισσότεροι συγγραφείς τονίζουν την ανάγκη στοχασμού και της ατομικής εντιμότητας. Θα  ήθελα να παραθέσω εδώ τα λόγια του Διονύση Χαριτόπουλου: η ζωή δεν είναι για φόβο.

3.    Οι ερωτήσεις της είναι άμεσες και, μερικές φορές, βλέποντας από μια λοξή, διεισδυτική ματιά τους ερωτώμενους και τα λογοτεχνικά δρώμενα, συμβάλλουν στο να δημιουργηθεί ένα κλίμα ουσιαστικού διαλόγου και εξομολόγησης (π.χ. στον Κουμανταρέα: έχετε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό σας; ή στην ερώτηση στον Βαλτινό:  Έχετε άγχος για ξεπεσμένα γηρατειά; - έρχεται η απάντηση καλά γεράματα με πνευματική διαύγεια και σωματική ευρωστία «ανώδυνα ανεπαίσχυντα ειρηνικά»). Αλλού ο Κουμανταρέας (σ.247) εξομολογείται πως ο πατέρας του αποκαλούσε «βρωμιές» τις πρώτες λογοτεχνικές του δοκιμές  
Είναι ερωτήσεις για το πώς βλέπουν τον εαυτό τους ως λογοτέχνη, για το πολιτικό και κοινωνικό περιβάλλον τους, για τα πράγματα που τους πληγώνουν και εκείνα που εκτιμούν. Έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον η προσωπική τους οπτική πάνω στην ελληνική κοινωνία και στις αλλαγές που συντελούνται, φανερές ή ανεπαίσθητες. Άλλωστε, όπως λέει ο Χρήστος Οικονόμου, η ποιοτική λογοτεχνία είναι πολιτική λογοτεχνία, μιας και μπορεί να επηρεάσει τις συνειδήσεις των ανθρώπων.
Είναι ερωτήσεις που θα ήθελε να κάνει ένας αναγνώστης και υποδηλώνουν την τέχνη και τεχνική της συγγραφέα. Και νομίζω, αυτό είναι πολύ σημαντικό! Η ευστοχία με την οποία διατυπώνει εκείνες τις ερωτήσεις που θα θέλαμε και εμείς να κάνουμε.
Έτσι, ο Χρήστος Βακαλόπουλος λέει ότι διατηρεί για τον εαυτό του την πολυτέλεια να σκέφτεται,  ο στίχος του Γκανά (σ. 99) συγκινεί: Αν είναι να περάσω μία ζωή στη σκλαβιά ας είμαι λέω σκλάβος της αγάπης. Ο Βαλτινός πως αναγκάζεται να ταπεινωθεί κάνοντας την κυρία δουλειά του, το γράψιμο, πάρεργο ενώ ο Πέτρος Τατσόπουλος εκποίησε την περιουσία του για να επιζήσει. Ο Δημήτρης Νόλλας (σ. 300) εκμυστηρεύεται πως προτιμά το ρόλο του κατασκόπου παρά του σχοινοβάτη γιατί ο σχοινοβάτης θέλει να βγαίνει στη σκηνή να τον δείχνουν και να τον χειροκροτούν ενώ εκείνος θέλει να μένει απαρατήρητος ανάμεσα στους ανθρώπους, να οσμίζονται πράγματα και στη συνέχεια να χειροκροτείται το έργο του. 

Για τη λογοτεχνία οι στάσεις είναι πολλές και ενδιαφέρουσες: για τον Βαλτινό η λογοτεχνία είναι μια αναζήτηση στη μοναξιά, Ο Χρήστος Οικονόμου ανιχνεύει την «έσω φωνή» των ηρώων, «αυτή με την οποία ψελλίζει κανείς στον εαυτό του τους πιο μύχιους φόβους, τις πιο τρελές ελπίδες του, τις πιο βαριές ενοχές». Γι αυτόν, η λογοτεχνία έχει νόημα όταν μας εμψυχώνει, το γράψιμο παραμένει ένας αγώνας δρόμου για να ξεφύγει από τον εαυτό του και να ενωθεί με τους άλλους με τη βοήθεια της φαντασίας.(σ.333, 339). Η Καρυστιάνη μιλά για μια λογοτεχνία «που ενδιαφέρεται για ό,τι διώκεται: τον πόνο, την ήττα, τη θλίψη, την αδυναμία». Η Γαλανάκη, μέσα από τη δραματικότητα προσώπων και καταστάσεων, εξερευνά την ήττα. Η ήττα κάνει πιο ανθρώπινους τους ήρωές του σύμφωνα και με τον Κουμανταρέα.
Ως προς τη θέση της λογοτεχνίας στην κοινωνία, ο Μιχάλης Γκανάς (σ.102) λέει ότι ο κόσμος δεν ενδιαφέρεται για την ποίηση, η ποίηση ήταν κάποτε μαγεία, οι ποιητικές συλλογές πρέπει να γίνονται best seller και όχι τέχνη δωματίου. Ο Γιώργης Γιατρομανωλάκης πιστεύει ότι ενός κακού βιβλίου μύρια έπονται. Ως συνέχεια, ο Αλέξης Πανσέληνος (σ. 354) λέει ότι τα τελευταία χρόνια η βιομηχανία του βιβλίου έδωσε την ευκαιρία σε έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων να εμφανιστούν ως λογοτέχνες παρόλο που για τους περισσότερους από αυτούς μοναδικό θέμα είναι ο εαυτός τους - ο συγγραφέας δεν είναι ο εαυτός του, χρησιμοποιεί τον εαυτό του ως μέσον, ως πρίσμα, ως οπτική, για να δει και να μιλήσει για καταστάσεις που δεν έχει βιώσει, για εποχές που δεν έχει ζήσει, για ανθρώπους έξω από τον ίδιο και, για να το πετύχει αυτό, δεν υπάρχει πολυτιμότερο όπλο από τη φαντασία Αυτή είναι η ουσία της τέχνης μας. Η φαντασία - την αλήθεια της ζωής τη διαβάζεις και στις εφημερίδες. Ενώ η Ζυράννα Ζατέλη θεωρεί την πραγματικότητα «πολύ μεγαλύτερη από αυτή που συνηθίσαμε να βλέπουμε ή ν’ ακούμε». Για τον Δημήτρη Νόλλα (σ. 311) δεν υπάρχει πιο ακραία ελεύθερο άτομο από έναν αναγνώστη,  έναν καλλιεργημένο εννοείται - αν κι ακόμα και ένας οποιοσδήποτε άνθρωπος θα μπορούσε να απολαύσει αυτή την ελευθερία στο πλαίσιο της προσωπικής του ευαισθησίας και των γνώσεών του. Αλλά και η Μάρω Δούκα (σ.135) προσβλέπει πάντα στον αναγνώστη που φιλοδοξεί μέσα από την ανάγνωση ενός βιβλίου εκτός από την απόλαυση του κειμένου να σμιλέψει τη σχέση του με τον εαυτό του, με τον κόσμο, με τη λογοτεχνία. Άλλοι εκτιμούν θετικά την ελληνική πεζογραφία (Ηλίας Μαγκλίνης) και άλλοι θεωρούν ότι υπολείπεται της ευρωπαϊκής παράδοσης (Θεόδωρος Γρηγοριάδης), ότι δεν παλεύει με την κοινωνία κουβαλώντας και τα ελαττώματά της αλλά επιμένει να δίνει βάρος στη λαγνεία των λέξεων. Πολύ πικραμένος, ο Μένης Κουμανταρέας καταλήγει «όλοι οι συγγραφείς είμαστε μελλοθάνατοι μ’ αναστολή».
4.   
Είναι γραμμένο με άνεση και διαύγεια λόγου και διαβάζεται με αμείωτο ενδιαφέρον. Ίσως αυτή η τεχνική του να κρατά κανείς σημειώσεις και όχι μικρόφωνο να βοηθά στο να καταγραφούν τα σημαντικά, τα ουσιώδη κι όχι τα πολλά. Τα κείμενα αυτά είναι, επίσης, πολύ σημερινά. Αντανακλούν τον τρόπο που βλέπει τη λογοτεχνία η ίδια, είναι αυτός ο ξεχωριστός τρόπος που χαιρόμαστε όλοι όσοι βλέπουμε το Βιβλιοβούλιο τις Κυριακές.
Θα κρατήσω για το τέλος τα λόγια της ίδιας της Σταυρούλας Παπασπύρου: «Τώρα που τα ξαναδιαβάζω συγκεντρωμένα τα κείμενα αυτά, το συνειδητοποιώ καλύτερα: πέρασα τα πιο δημιουργικά μου χρόνια κάνοντας μια δουλειά που αγαπούσα, συναντώντας ανθρώπους που εκτιμούσα για το έργο και τη στάση τους. Κι όλα αυτά σε μια εποχή που ο γραπτός Τύπος είχε κύρος κι η δημοσιογραφία στα μάτια των συμπολιτών μας λογαριαζόταν ακόμα ως λειτούργημα. Ήμουν τυχερή».(Πρόλογος, σ.15)
Πριν να της δώσω τον λόγο, θα ήθελα να πω ότι, όσον αφορά τον εαυτό μου, πιστεύω πως δεν τέλειωσα το διάβασμά του. Θα με συντροφεύει και στα μελλοντικά μου διαβάσματα της  ελληνικής λογοτεχνίας. Γιατί και εγώ, όπως ο Μιχάλης Γκανάς, «δεν πιστεύω σε αυτό που λένε ότι με τα χρόνια συμβιβάζεσαι αλλά ότι πλουτίζεις, βλέπεις τον κόσμο με πιο πλούσιο βλέμμα».
Και γιατί να το κρύψω άλλωστε; Έχω την αίσθηση ότι εμένα, την αναγνώστρια Στέλλα, είχε στο μυαλό της η Σταυρούλα Παπασπύρου όταν δημιουργούσε αυτό το έργο, δίνοντάς μου μια πλήρη εικόνα όσων θα ήθελα να γνωρίζω για τους λογοτέχνες και για τα βιβλία που διαβάζω και θα διαβάσω.

Στη συνέχεια, ακολούθησε ζωηρή συζήτηση με την Σταυρούλα Παπασπύρου να μας μιλάει για το βιβλίο της.
Μια συνέντευξη για να είναι καλή θα πρέπει να είναι μεστή, να έχει περιεχόμενο, να έχει ουσία. Οι συγγραφείς θα πρέπει να είναι καλοί και γνωστοί. Έγραφα στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία που έβγαζε τότε 200.000 φύλλα. Απευθυνόταν σε ένα ευρύτατο κοινό, αλλά δεν διάβαζαν όλοι αυτοί τις λογοτεχνικές σελίδες. 
Στη συνέχεια, μας εξηγεί πώς προέκυψε το Χωρίς μαγνητόφωνο. Στα πρώτα της βήματα, πήρε μαγνητοφωνημένη συνέντευξη από τη Διδώ Σωτηρίου την οποία και δημοσίευσε αυτούσια. Ειπώθηκαν πράγματα που προορίζονταν για τον προφορικό και όχι τον γραπτό λόγο. Την επομένη, την πήρε η Σωτηρίου και την επέπληξε. Έκτοτε, κατάργησε το μαγνητόφωνο και κρατούσε σημειώσεις μεταφέροντας την ουσία των συζητήσεων. Τηλεφωνικές συνεντεύξεις δεν έγιναν εκτός από μία φορά.
Μας μιλάει για πολλούς συγγραφείς: τον Βαλτινό, τον Τσίρκα, τον Γιατρομανωλάκη, τον Βασιλικό, τον Γρηγοριάδη, τον Καμπανέλη, την Σωτηροπούλου, την Γαλανάκη, τον Μάρκαρη, την Καρυστιάνη, τον Χουλιαρά και άλλους. Λεπτομέρειες από τις συνεντεύξεις, τη σχέση που είχε με πολλούς από αυτούς, για το έργο τους. Κάποια μέλη μας κάνουν λόγο για συνεντεύξεις που δεν έχουν λογοτεχνικό περιεχόμενο. Πράγματι οι συνεντεύξεις δεν είναι αμιγώς λογοτεχνικές. Πολλές εστιάζουν και στην επικαιρότητα της εποχής που γίνονται.
Στο ερώτημα αν οι συγγραφείς πιάνουν την εποχή μας απαντά καταφατικά. Ναι, οι καλοί συγγραφείς πιάνουν την εποχή τους. Είναι πολλοί συγγραφείς που είπαν πολλά για την πνευματική μας κατάσταση στα χρόνια της ευημερίας. Εντόπισαν τα σημάδια της κρίσης που ερχόταν. Δυστυχώς δεν τους ακούμε, είναι στο περιθώριο.

Σε αυτές τις συνεντεύξεις πολλοί λογοτέχνες μιλούν επαινετικά για το έργο των συναδέλφων τους. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές του Βαλτινού στον Τσίρκα. Τη συζήτηση απασχόλησε και το θέμα της δημόσιας παρέμβασης των λογοτεχνών στα γεγονότα της τρέχουσας πραγματικότητας. Όπως τόνισε η Ντόρα, μερικές φορές οι πράξεις τους και ο δημόσιος λόγος τους δεν αρμόζει σε πνευματικούς ανθρώπους, γεγονός πολύ απογοητευτικό.
Σε αυτό το σημείο η Στέλλα Χ. λέει ότι τόσα χρόνια δεν διάβαζε τον Σελίν επηρεασμένη από την υποστήριξή του στο ναζιστικό καθεστώς. Φέτος που, στα πλαίσια του αφιερώματος της Λέσχης στη γαλλική λογοτεχνία, αποφάσισε να διαβάσει το Ταξίδι στην άκρη της νύχτας, το λάτρεψε – ένα τόσο αντιπολεμικό βιβλίο γραμμένο από τον συγκεκριμένο συγγραφέα. Η καλεσμένη μας αναφέρει ότι πράγματι ο Σελίν είναι η εξαίρεση στον κανόνα. Οι λογοτέχνες, συνήθως, μοιάζουν με το έργο τους. Συχνά την ρωτάνε πώς είναι οι συγγραφείς από κοντά. Οι συγγραφείς δεν απέχουν πολύ από το έργο τους. Η Γαλανάκη, πχ. είναι νοικοκυρά, αυτό το χαρακτηριστικό της αποτυπώνεται και στα νοικοκυρεμένα της γραπτά. Προσθέτει ότι στο βιβλίο της προσπαθεί να ανιχνεύσει και αυτές τις πτυχές της προσωπικότητάς τους.
Υπήρχε η αντίληψη πως δεν έχει σημασία τι λες αλλά πώς το λες (λαγνεία των λέξεων). Θεωρώ ότι υπάρχουν πολλοί καλοί Έλληνες συγγραφείς. Ο Καμπανέλλης ήταν απόφοιτος του Δημοτικού αλλά μέσα από το θέατρο έμαθε πολλά. Μας εξιστορεί το πώς μπήκε ο Βασίλης Βασιλικός στην πολιτική και συνεχίζοντας λέει ότι εκείνη μαζί με τον Κούρτοβικ και τον Νιάρχο διάβαζαν βιβλία και του πρότειναν για την εκπομπή του.
Διαβάζουν οι ΈλληνεςΟ πυρήνας των σημαντικών αναγνωστών δεν άλλαξε στην εικοσαετία. Διαβάζονται πολλά best sellers. Όσοι γράφουν στις εφημερίδες πρέπει να γεμίζουν κάθε εβδομάδας αρκετές σελίδες και πολλές φορές γράφονται πολλά για μη σημαντικά έργα. Πολύ εύλογα αφηγείται ο Γρηγοριάδης τις δυσκολίες που αντιμετώπισε προκειμένου να γίνει αποδεκτός από τους ομοτέχνους του, ότι περίμενε πολύ στο διάδρομο, σε αντίθεση με μερικούς τωρινούς νέους δημιουργούς. 

Πολλά παιδιά διαβάζουν από αγγλικά και πολλές φορές γράφουν στα αγγλικά παρατηρεί η Χρυσάνθη.
Ναι, αλλά αν δεν διαβάζουμε Έλληνες λογοτέχνες πώς θα μάθουμε την γλώσσα; Πως θα μάθουν τα παιδιά να εκφράζονται στα ελληνικά, πώς οι αυριανοί συγγραφείς? Έχουμε πολύ αξιόλογους Έλληνες συγγραφείς, αλλά η γλώσσα είναι μικρή και το κράτος δεν ασχολήθηκε ποτέ. Δεν έχουμε διαύλους για να μας γνωρίζουν οι ξένοι. Η Τουρκία επιδοτεί μεταφράσεις τουρκικών βιβλίων στο εξωτερικό. Η προσπάθεια που έγινε με την Έκθεση βιβλίου στην Φρανκφούρτη το 2001 όπου η Ελλάδα ήταν η τιμώμενη χώρα, δεν είχε, δυστυχώς, συνέχεια Λίγοι Έλληνες συγγραφείς διαβάζονται στο εξωτερικό (ενδεικτικά αναφέρονται οι Μάρκαρης, Γαλανάκη, Καρυστιάνη)
Όπως τονίζει και η Χρυσάνθη, η μη αγγλόφωνη λογοτεχνία έχει συγκριτικά λιγότερες δυνατότητες να διαδοθεί – είναι χαρακτηριστικό πως στις ΗΠΑ το ποσοστό της ξένης παραγωγής είναι πολύ λιγότερο από 3%. 
Με αφορμή την απογοητευτική διατύπωση ότι οι σχολικές βιβλιοθήκες κατάντησαν φωτοτυπικά κέντρα, έγινε μεγάλη κουβέντα για την ανάγκη ενίσχυσης των βιβλιοθηκών, τη στελέχωσή τους με βιβλιοθηκονόμους που θα συνεργάζονται με τους εκπαιδευτικούς, για το ΕΚΕΒΙ και τις λέσχες ανάγνωσης. 
Στην ερώτηση του Νίκου για το πόσα βιβλία διαβάζει και πώς τα επιλέγει, η κυρία Παπασπύρου απάντησε ότι διαβάζει, κατά μέσο όρο, 3 βιβλία την εβδομάδα. Για το Βιβλιοβούλιο, την εκπομπή στο κανάλι της Βουλής, μας λέει ότι έχει πλήρη ελευθερία και διαβάζει ό,τι της αρέσει.

Ολοκληρώνοντας, αρκετά μέλη μας μίλησαν θετικά για το βιβλίο, με τη Βασιλεία να λέει χαρακτηριστικά: το βιβλίο έχει λογοτεχνικές αρετές, με ενθουσίασε.


Η συζήτηση με τη Σταυρούλα Παπασπύρου με αφορμή το βιβλίο της Χωρίς μαγνητόφωνο (Πόλις, 2018) στη Λέσχη Ανάγνωσης Αμαρουσίου, έγινε τη Δευτέρα 29 Ιουνίου 2020 στη Βορέειο Βιβλιοθήκη.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου