Ο Όσκαρ Ουάιλντ υπήρξε
μια μεγάλη λογοτεχνική μορφή της Ιρλανδίας. Συγγραφέας θεατρικών έργων και του
περίφημου μυθιστορήματος «Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέυ»,
διηγηματογράφος αλλά και δοκιμιογράφος, είχε μια σκανδαλώδη, για την εποχή του,
ζωή και την τραγική μοίρα από τα σαλόνια της αριστοκρατίας να βρεθεί, για δυο
χρόνια, στη φυλακή καταδικασμένος σε καταναγκαστικά έργα. Πίσω από τη λαμπερή
φυσιογνωμία του ευφυούς παραδοξολόγου και άριστου ομιλητή που γοήτευε το
ακροατήριό του, πίσω από την ακτινοβολούσα βιτρίνα της προσωπικότητάς του,
κρυβόταν η τρυφερή ευαισθησία ενός ποιητή.
Σαν
το ζαφείρι ήταν της θάλασσας το χρώμα
κι
έμοιαζε οπάλιο πυρωμένο τ’ ουρανού το δώμα.
Σηκώσαμε
πανιά...και πρίμο φύσαγε τ’ αγέρι,
στις
ανατολικές γαλάζιες χώρες να μας φέρει.
Απ’
την ολόρθη πλώρη βιαστικό το βλέμμα
τη
Ζάκυνθο αγναντεύει, το κάθε της ρέμα
και
το κάθε λιοστάσι,
της
Ιθάκης τ’ ακροθαλάσσι,
του
Λύκαιου τα κορφοβούνια χιονισμένα,
της
Αρκαδίας τα βουνά μ’ ανθούς σπαρμένα.
Κανείς
άλλος ήχος τη σιωπή δεν ταράζει,
παρά
το πανί που στο κατάρτι παφλάζει,
το
νερό που στα πλάγια του πλοίου φλοισβίζει
και
γέλιο κοριτσιών που στην πρύμνη αναβρύζει.
Την
ώρα που άρχιζε να φλέγεται η Δύση
κι
ο ήλιος πορφυρός στα νερά είχε καθίσει,
τη
γη της Ελλάδας είχα τέλος πατήσει.
μτφρ. Στάθης Σπηλιωτόπουλος
Το ελληνικό χώμα που πάτησε πρώτη φορά ο νεαρός ποιητής ήταν αυτό της Κέρκυρας. Έγραψε ένα ποίημα με τον τίτλο «Άγιοι Δέκα» (Santa Decca), έναν θρήνο για το θάνατο των αρχαίων θεών.
«Πέθαναν οι θεοί: στη γλαυκομάτα
Αθηνά
πια δεν προσφέρουμε στεφάνια της
ελιάς,
ούτε ένα μέρος της σοδειάς στην
Περσεφόνη.
Τα μεσημέρια τραγουδούν ανέμελα οι
βοσκοί
γιατί ο Πάνας πέθανε και τα
παιχνίδια του
στα μυστικά τα ξέφωτα και τις
κρυφές μονιές
πια πήραν τέλος. Έπαψε ο Υλας να
γυρεύει τις πηγές,
ο μέγας Παν είναι νεκρός και της
Μαρίας άρχει ο γιός.
Κι όμως – σ’ αυτό το γητεμένο από
τη θάλασσα νησί,
μασώντας τα πικρά φρούτα της
μνήμης,
κάποιος θεός ίσως κείτεται
κρυμμένος στ’ ασφοδίλια.
Αχ, έρωτα! τέτοιος αν βρίσκεται
κανείς, απ’ την οργή του
ας τρέξουμε γρήγορα να ξεφύγουμε!
Μα όχι, δες,
οι φυλλωσιές θροούν: ας μείνουμε
λιγάκι ακόμη».[ii]
Η επίσκεψη του Όσκαρ Ουάιλντ στο Αρχαίο Θέατρο του Άργους ήταν η αιτία για να γράψει ένα εξαιρετικό ποίημα για τη λήθη και τη φθορά των αρχαίων θεάτρων, αλλά και για την τραγική μοίρα των ανθρώπων, όταν η λατρεία του χρήματος κυριαρχεί. Πόσο διαχρονικό, πόσο σύγχρονο αυτό το ποίημα!
ΣΤΟ
ΘΕΑΤΡΟ ΤΟΥ ΑΡΓΟΥΣ
Τσουκνίδες
και παπαρούνες φθείρουν το λαξευτό σκαλί:
κανένας
ποιητής στεφανωμένος με την ελιά της αθανασίας
δεν
τραγουδά το ευχάριστο άσμα του, ούτε η γοερή Τραγωδία
τρομάζει
τον αέρα. Το πράσινο στάρι κυματίζει γλυκά,
εκεί
που κάποτε ο Χορός κινούνταν με γοργούς ρυθμούς.
Μακριά
στην Ανατολή μια πορφυρή έκταση θάλασσας,
οι
χρυσαφένιοι βράχοι που φυλάκισαν τη Δανάη,
και
το βεβηλωμένο Άργος μπρος στα πόδια μου.
Δεν
είναι τώρα η ώρα να θρηνούμε τα περασμένα,
το
ναυάγιο ενός έθνους πάνω στην πέτρα του Χρόνου,
ή
τις φοβερές καταιγίδες της παμφάγου Μοίρας,
διότι
τώρα οι άνθρωποι φωνασκούν μπρος στην πόρτα μας,
ο
κόσμος γέμισε πανούκλα,
αμαρτία
και έγκλημα,
ακόμα
και ο θεός έχει χάσει το μισό θρόνο του για Χρυσάφι!
μτφρ. Γιάννης Καρβέρας
Ο Όσκαρ Ουάιλντ άρχισε να γράφει από πολύ μικρός. Σε ηλικία 13 ετών έγραψε ένα ποίημα για την αγαπημένη αδελφούλα του, την εννιάχρονη Ίσολα, που ο θάνατός μας τον συγκλόνισε. Το ποίημα που έγραψε στη μνήμη της έχει τον τίτλο «ΑΝΑΠΑΥΣΟΥ»
κάτω
απ’ το χιόνι
αφουκράζεται
μας μαργαρίτες που μεγαλώνουν,
μίλα
σιγανά.
Τα
χρυσαφένια μας λαμπερά μαλλιά,
θαμπωμένα
απ’ τη φθορά,
σποδός
γένηκε και χώμα
τούτη
που’ ταν όμορφη και νια.
Όμοια
με κρίνο, σαν χιόνι λευκή
καλά
καλά δεν το κατάλαβε,
πως
γλυκά μεγάλωσε
και
γένηκε γυναίκα.
Νεκρόκασα,
πέτρα βαριά,
το
στήθος μας ραγίζεται.
Ολομόναχος,
η καρδιά μου πονά
ενώ
εκείνη ξεκουράζεται.
Αγάλια
αγάλια, ν’ ακούσει δεν μπορεί
τη
λύρα ή το σονέτο
θαμμένη
εδώ όλη μου η ζωή
σωρός
κατ’ απ’ τη γη.
(Μέρλιν
Χόλαντ, Όσκαρ Ουάιλντ η ζωή και το έργο του, μετ.
Νίκου Δαβανέλλου)
Στο βιβλίο του ο Χόλαντ αναφέρει: «ο Όσκαρ ήταν ένα στοργικό, ευγενικό, μοναχικό, ονειροπόλο αγόρι, του οποίου η μοναξιά και η απαρηγόρητη θλίψη έβρισκαν ανακούφιση στις μεγάλες και συχνές επισκέψεις στον τάφο της αδελφής του, στο νεκροταφείο του χωριού».
Μέσα
σε ένα φάκελο, διακοσμημένο με διάφορα παιδικά σχέδια, έβαλε μια τούφα από τα
μαλλιά της πολυαγαπημένης αδελφής του. Τον φάκελο αυτό τον είχε πάντα μαζί του.
Βρέθηκε μέσα στα λιγοστά πράγματά του, μετά τον θάνατό του, από τους φίλους
του.
Από νεαρή ηλικία και μέχρι λίγο πριν φύγει από τη ζωή, ο Όσκαρ Ουάιλντ δημοσίευσε 4 ποιητικές συλλογές. Πολλά από τα πρώτα του ποιήματα είναι ερωτικά και αποπνέουν μελαγχολία. Σε ένα από αυτά, αφιερωμένο στη σύζυγό του Κόνστανς, ο ποιητής τραγουδά με τη λύρα του στην αγαπημένη του, ένα ερωτικό τραγούδι, που μέσα του κρύβει έναν μυστικό κώδικα επικοινωνίας.
ΔΕΝ
ΓΡΑΦΩ ΠΟΜΠΩΔΗ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ
Δεν
γράφω πομπώδη τραγούδια
σαν
προανάκρουσμα της λύρας μου,
αλλ’
απ’ τον ποιητή ευθύς στο ποίημα
θα
τολμούσα να πω τα λόγια μου.
Γιατί,
αν απ’ αυτά τα πεσμένα πέταλα
ένα
σου φανεί ωραίο,
η
αγάπη μου θα το φυσήξει
ωσότου
στα μαλλιά σου καθήσει.
Κι
όταν ο άνεμος κι ο χειμώνας παγώσουν
πέρα
για πέρα την άνανθη χώρα,
θα
ψιθυρίσουν για τον κήπο,
κι
εσύ, θα καταλάβεις.
Μτφρ. Μελισσάνθη
Στο ποίημά του «Η σιωπή του έρωτα», ο ποιητής θρηνεί για την ατολμία του να εκμυστηρευθεί τον έρωτά του, με επακόλουθο η αγαπημένη να φύγει μακριά.
Η
ΣΙΩΠΗ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
Έτσι
όπως συχνά ο ήλιος με την εντυπωσιακή του λάμψη
διώχνει
το θαμπό φεγγάρι, όσο κι αν αντιστέκεται
στη
σκοτεινή σπηλιά του, χωρίς να ακούσει
ούτε
ένα τραγούδι από το αηδόνι,
έτσι
η ομορφιά σου μου σφραγίζει τα χείλη
και
κάνει παράφωνα για μένα τα πιο όμορφα τραγούδια.
Κι
όπως την αυγή πάνω από τα λιβάδια,
περνά
ο άνεμος με τα ορμητικά του φτερά
και
σπάει τα καλάμια, με τα δυνατά φιλιά του,
που
αυτά μόνο, μπορούν να γίνουν όργανα τραγουδιού,
έτσι
τα ορμητικά μου πάθη, παραδέρνουν συνέχεια μέσα μου
και
η τόσο μεγάλη αγάπη κάνει την αγάπη μου βουβή.
Μας
τα μάτια μου σου έδειξαν εσένα
γιατί
είμαι σιωπηλός κι λύρα μου ακούρδιστη,
πριν
γίνει ο χωρισμός μας μοιραίος
και
πριν μας αναγκάσει να φύγουμε
εσύ
για άλλα χείλη που τραγουδούν με αρμονία
κι
εγώ εδώ να αναπολώ μάταια
φιλιά
που δεν έδωσα, τραγούδια που δεν είπα.[iii]
.jpg)
Η Σφίγγα είναι ένα μεγάλο ποίημα του Όσκαρ Ουάιλντ που κινείται στο χώρο του φανταστικού, διατρέχει την αρχαία ιστορία της Αιγύπτου και εμπεριέχει φιλοσοφικούς στοχασμούς. Είναι ένα δυνατό ποίημα, ένας ύμνος στον έρωτα, μια περίτεχνη περιγραφή του ωραίου στον άντρα, μια εικονοπλαστική αφήγηση για την ομορφιά της γυναίκας και ο θαυμασμός του ποιητή για την αινιγματική και ακτινοβολούσα ωραιότητά της. Οι εφημερίδες της εποχής μίλησαν για «ένα από τα πιο αξιόλογα ποιήματα που έχουν γραφτεί ποτέ από ανθρώπινο χέρι. Αν τέτοιες γραμμές δεν έχουν το στοιχειωμένο, μαγικό άγγιγμα ενός αληθινού ποιητή, δεν ξέρουμε πού να το αναζητήσουμε σε όλη την αγγλική λογοτεχνία».
Μια σφίγγα, μισή γυναίκα και μισή ζώο, στέκεται στο φοιτητικό δωμάτιο του ποιητή και ακίνητη, μυστηριώδης, θελκτική καρφώνει τα μάτια της επάνω του. Το ποίημα είναι ένας μονόλογος που ο ποιητής απευθύνει στη σιγηρή Σφίγγα. Της μιλά για την πατρίδα της την Αρχαία Αίγυπτο, τους έρωτές της με τους βασιλείς της χώρας και κυρίως για τον μεγάλο Άμμωνα. Η περιγραφή του Ωραίου από τον μεγάλο αισθητιστή ποιητή, συνοδεύεται από τη μελαγχολία περασμένων μεγαλείων που έγιναν συντρίμμια. Οι αντιθέσεις ανάμεσα στο μεγαλείο Αλλοτινών εποχών και στη θλιβερή πραγματικότητα του Σήμερα είναι πολύ έντονες.
Στην
πιο αμυδρή γωνιά της κάμαράς μου για πιότερο
απ’
όσο η φαντασία μου περιεργάζεται
μια
καλλονή και σιγηρή Σφίγγα με παρατηρεί
μέσα
από μια μεταλλασσόμενη κατήφεια.
Άγρια
και στάσιμη μήτε ανασηκώνεται
μήτε
κινείται
διότι
τα ασημένια φεγγάρια δεν είναι τίποτα για αυτήν
όπως
και ένα τίποτα
γι’
αυτήν είναι οι ήλιοι που περιστρέφονται.
Το
κόκκινο διαδέχεται το γκρίζο στον αγέρα
καθώς
τα κύματα
του
φεγγαρόφωτος πεπλατισμένα ακολουθούν
αλλά
με την Αυγή δεν αναχωρεί
και
στο λυκόφως παραμένει εκεί.
Ο ποιητής προτρέπει τη σφίγγα να
του μιλήσει.
Παρουσιάσου,
αγαπημένε μου επόπτη! Τόσο νυσταλέα,
τόσο
αγαλμάτινη!
Παρουσιάσου,
εξαίσια γκροτέσκα! Μισή γυνή
και
μισή ζώο!
...
Αμέτρητοι
εξαντλημένοι αιώνες είναι κτήμα σου
ενώ
εγώ μόλις που έχω δει
κάποια
είκοσι θέρη να ρίχνουν το πράσινό τους
για
τα φανταχτερά χρώματα του φθινοπώρου.
Αλλά
εσύ μπορείς να αναγνώσεις τα ιερογλυφικά στους
μεγάλους
οβελίσκους από ψαμμίτη,
και
έχεις συνομιλήσει με τους Βασιλίσκους και έχεις
δει
τους Ιππόγρυπες...
Ο
ποιητής συνεχίζει να μιλά κάνοντας μια μεγάλη διαδρομή στην ιστορία της
Αιγύπτου, του Νείλου και των αρχαίων βασιλέων. Φαντάζεται τους εραστές της Σφίγγας
και αρχίζοντας τους στίχους με το μήπως απαριθμεί πιθανούς εραστές της αινιγματικής
γυναίκας, που έχουν σχέση με τον Νείλο, την Αίγυπτο και τους θεούς της, έως
ότου φθάσει στον μεγάλο Άμμωνα.
Πόσο
διακριτικό, πόσο μυστικό είναι το χαμόγελό σου!
Μήπως
δεν αγαπούσες κανέναν; Όχι, ξέρω,
ο
μεγάλος Άμμων ήταν σύντροφός σου! Κοιμόταν
πλάι
σου δίπλα στο Νείλο!
Βάδιζε
στην άμμο της ερήμου, έφτασε
την
κοιλάδα όπου βρισκόσουν,
ανέμενε
μέχρι την αυγή της ημέρας και τότε άγγιξε
τα
μελανά στήθη σου με το χέρι του.
Φίλησες
το στόμα του με χείλη φλογισμένα,
έκανες
τον κερασφόρο θεό δικό σου,
στάθηκες
πίσω του επάνω στον θρόνο του, τον αποκάλεσες
με
το μυστικό του όνομα.
Ψιθύρισες
τερατώδεις χρησμούς στα
σπήλαια
των αυτιών του.
Με
αίμα κατσικιών και αίμα μοσχαριών
τον
δίδαξες τερατώδη θαύματα.
Ο
λευκός Άμμων ήταν ο σύντροφός σου! Το
στρώμα
σας ήταν ο αχνιστός Νείλος!
Και
με το κυρτό αρχαϊκό χαμόγελό σου παρακολουθούσες
το
πάθος του να ανάβει και να αργοσβήνει.
Με
συριακά έλαια τα φρύδια του ήταν λαμπερά
και
απλωμένα σαν σκηνή το μεσημέρι
τα
μαρμαρένια μέλη του έκαναν χλωμό το φεγγάρι
και
δάνειζαν στην ημέρα ένα διαυγέστερο φως.
Το
πρόσωπό του ήταν σαν τον μούστο που βρίσκεται
μέσα
σε δοχείο με νιόκοπο οίνο.
Οι
θάλασσες δεν θα μπορούσαν να επισκιάσουν
το
τέλειο γαλάζιο των οφθαλμών του.
Επάνω
σε βάθρο από μαργαριτάρι και πορφύριο
ήταν
ολόφωτος για να τον δείς
γιατί
στο στήθος του από ελεφαντόδοντο
έλαμπε
το θαυμαστό ωκαιάνιο-μεράλδι.
...
Δέκα
εκατοντάδες ξυρισμένοι ιερείς υποκλίνονταν στον
Άμμωνα
εμπρός
απ’ τον βωμό του μέρα και νύχτα,
δέκα
εκατοντάδες λαμπάδες φέγγιζαν το φως της
στο
σκαλιστό σπίτι του Άμμωνα και- τώρα,
ο
όφις και η οχιά με τα μικρά τους
σέρνονται
από λίθο σε λίθο
γιατί
καταστράφηκε ο οίκος τους κι είναι επιρρεπής
ο
γιγάντιος ροδομάρμαρος μονόλιθος!
Και
στην κορυφή του σωρού ο γαλανόσωμος
πίθηκος
του Ώρου κάθεται
και
φλυαρεί ενώ η συκιά σχίζει της κολώνες
του
περιστυλίου.
Ο
θεός είναι διασκορπισμένος εδώ και εκεί
κρυμμένος
στην ανεμοδαρμένη άμμο
κι
είδα το γιγάντιο γρανιτένιο χέρι του ακόμη σφιγμένο
από
απύθμενη απελπισία.
Ο ποιητής απευθύνεται πάλι στη Σφίγγα και την προτρέπει να φύγει, να πάει να συναντήσει τον ακρωτηριασμένο εραστή της. Εκείνη μπορεί να τον αναστήσει πάλι.
Πήγαινε
αναζήτησε τα κομμάτια του στον βάλτο και
εξάγνισέ
τα στη νυχτερινή πάχνη,
κι
από τα κομμάτια της σμίλεψε ξανά
τον
ακρωτηριασμένο εραστή σου!
Βάδισε,
αναζήτησε τα κράματα που βρίσκονται
διάσπαρτα
και με τα θρυμματισμένα κομμάτια πλάσε
τον
μελανιασμένο σου σύντροφο! Ξύπνα τρελά πάθη στον άλογο λίθο!
Σαγήνευσε
το θαμπό αυτί του με συριανούς ύμνους!
Ω,
πόσο αγαπούσε το σώμα σου! Να είσαι βελούδινη!
Ρίξε
αιθέριο έλαιο νάρδου στα μαλλιά του και ανέμισε μαλακά
ρολά
από λινό ύφασμα γύρω από τα άκρα του!
Πέρα
μακριά στην Αίγυπτο! Μη φοβάσαι. Μόνο ένας
θεός
είχε κάποτε πεθάνει
μόνο
ένας θεός άφησε την πλευρά του να πληγωθεί
από
την λόγχη ενός στρατιώτη.
Μα
αυτοί οι εραστές σου, νεκροί δεν είναι
κι
ακόμη έξωθεν της εκατοντάδων πήχεων πύλης
ο
κυνομούρης Ανούβης στέκει με κρίνα λωτού
για
την κεφαλή σου.
Οι
εραστές σου νεκροί δεν είναι, το γνωρίζω θα ακούσουν
θα
ορθωθούν και θα ακούσουν τη χροιά σου
και
θα χτυπήσουν τα κύμβαλά τους,
και
θα χαρούν και θα τρέξουν ώσπου
να
φιλήσουν το στόμα σου! Και έτσι,
βάλε
φτερά στο πλεούμενό σου! Βάλε ίππους
στο
εβένινο αμάξι σου! Πίσω στον
Νείλο
σου! Ή αν είναι ανιαροί
οι
πεθαμένοι θεοί για Σε,
ακολούθησε
τα ίχνη κάποιου περιπλανώμενου
λέοντα
στη χάλκινη χρωματιστή πεδιάδα,
άπλωσε
το χέρι σου και πιάσε τον από τη χαίτη και
απαίτησε
να γίνει εραστής σου!
Η Σφίγγα κοιτάζει αμίλητη, ακίνητη τον ποιητή και εκείνος αδημονεί.
Γιατί
χρονοτριβείς; Φύγε από δω! Κουράστηκα
απ’τους
σκυθρωπούς σου τρόπους,
κουράστηκα
απ’ το ακίνητό σου βλέμμα,
τη
νωχελική σου μεγαλοπρέπεια.
Η
φριχτή και βαριά αναπνοή σου κάνει το φως
να
τρεμοπαίζει στη λάμπα,
και
στο μέτωπό μου νιώθω την υγρασία και τον
τρόμο,
την πάχνη της νυχτιάς και του θανάτου.
Οι
οφθαλμοί σου είναι σαν φανταστικά φεγγάρια
που
τρέμουν σε κάποια στάσιμη λίμνη, η γλώσσα σου
είναι
σαν τον κόκκινο όφι που λικνίζεται
σε
φανταστικές μελωδίες,
ο
σφιγμός σου δηλητηριώδης μελωδία και
ο
μαύρος λαιμός σου είναι σαν την οπή
που
άφησε κάποιος πυρσός ή κάρβουνο
πάνω
σε μια σαρακινή ταπετσαρία.
Τι
φιδίσια μανία, φρέσκια από την κόλαση,
με
άξεστες χειρονομίες, ακάρθαρτες, που έκλεψες
από
την κοιμωμένη ανάμεσα της παπαρούνες πριγκίπισσα
και
εκείνη σε οδήγησε σε ένα φοιτητικό κελί;
Ποιο
άφωνο στοιχειό της αμαρτίας σερνόταν
μες
της κουρτίνες της νυχτιάς
κι
είδε τον λύχνο μου να καίει φωτεινός και
έκρουσε
και σε κάλεσε να εισέλθεις;
Φύγε
από δω, απεχθές μυστήριο! Φρικτό
ζώο,
φύγε από δω!
Ξυπνάς
μέσα μου κάθε κτηνώδες αίσθημα, με κάνεις
αυτό
που δεν θα ήθελα να είμαι ποτέ.
Απατηλή
Σφίγγα! Απατηλή Σφίγγα! Από την καλαμιώδη
Στύγα
ο
γερο- Χάρων, ακουμπισμένος στο κουπί του,
προσμένει
το κέρμα μου. Σύρε εμπρός, και άσε με,
με
τον εσταυρωμένο μου,
του
οποίου το ωχρό φορτίο, αρρωστημένο από τον πόνο,
παρακολουθεί
τον κόσμο με εξαντλημένους οφθαλμούς
και
θρηνεί για κάθε ψυχή που θνήσκει, και θρηνεί
για
κάθε ψυχή δοσμένη στη ματαιότητα.
(Μετάφραση Ευάγγελος Ρουσσάκης)
Το ποίημα «Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ» δεν είναι μόνο το κορυφαίο ποίημα του Όσκαρ Ουάιλντ, αλλά και ένα από τα σπουδαιότερα ποιήματα σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι ένα ποίημα συγκλονιστικό. Εκφράζει τον ανθρώπινο πόνο και τη δυστυχία των απόκληρων της κοινωνίας, των ανθρώπων που ζουν κάτω από το ύποπτο, σκληρό βλέμμα του φύλακα των φυλακών. Η μόνη επαφή τους με τον έξω κόσμο είναι ένα κομμάτι γαλανού ή συννεφιασμένου ουρανού, την ώρα που ο ένας πίσω από τον άλλο κάνουν το γύρο της στενόχωρης αυλής. Εκεί ο λαμπρός ομιλητής των σαλονιών γνώρισε την αλληλεγγύη και τη συντροφικότητα των καταδικασμένων ανθρώπων. Τους συμπόνεσε και έγραψε για κείνους και για τον ίδιο την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ. Το ποίημα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του C.T.W., στρατιώτη της Βασιλικής Φρουράς που κρεμάστηκε στις 7 Ιουλίου 1896. Ο στρατιώτης είχε σκοτώσει τη γυναίκα του, τη γυναίκα που αγαπούσε.
ΜΠΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΦΥΛΑΚΗΣ ΤΟΥ ΡΗΝΤΙΓΚ
(αποσπάσματα, μετ. Ρήγας Γαρτάνης)
Αναμεσίς στους καταδίκους περπατούσε
με
μια τρισάθλια γκρίζα φορεσιά.
Φορούσε
σκούφο κρίκετ στο κεφάλι,
κι
είχε μια πρόσχαρη λαφριά περπατισιά,
μ’
άλλον ποτέ δεν είδα ν’ αγναντεύει
το
φως με τόσο πάθος στη ματιά.
Άλλον
ποτέ δεν είδα ν’ αγναντεύει
την
τέντα αυτή ψηλά τη θαλασσιά,
που
οι δεσμώτες ουρανό την ονομάζουν,
με
μια λαχτάρα τέτοια στη ματιά,
το
κάθε συννεφάκι που περνούσε
λάμνοντας
στ’ ασημένια του πανιά.
Κι
ως σ’ άλλον κύκλο μέσα περπατούσα,
μαζί
με πονεμένα πλάσματα άλλα,
και
ως αναρωτιόμουνα αν ήταν
το
κρίμα του μικρό ή απ’ τα μεγάλα,
άκουσα
μια φωνή να μουρμουρίζει:
«αυτόν
τον δύστυχο τον έχουν για κρεμάλα».
Ναι,
ήξερα ποια σκέψη στοιχειωμένη
έκανε
πιο γοργά τα βήματά του,
τη
λαμπερήν ημέρα ν’ αγναντεύει
με
τόσο πάθος μεσ’ τα βλέμματά του.
Είχε
σκοτώσει, ό,τι αγάπαε κι εδικάστει
σε
θάνατο, και φτάναν τα στερνά του.
Μα
κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι αγαπάει,
κι
αυτό ας φτάσει σ’ όλωνε τ’ αυτιά,
άλλοι
με κολακείες σε σκοτώνουν,
κι
άλλοι με το φαρμάκι στη ματιά.
Και
οι δειλοί μ’ ένα φιλί τους σε σκοτώνουν,
κι
αυτοί που είναι γενναίοι με μια σπαθιά!
...
Άλλον
ποτέ δεν είδα ν’ αγναντεύει
την
τέντα αυτή ψηλά τη θαλασσιά,
που
οι δεσμώτες ουρανό την ονομάζουν,
με
μια λαχτάρα τέτοια στη ματιά,
τα
συννεφάκια που πλανιώνται στους αιθέρες,
σέρνοντας
πίσω τα σγουρά τους τα μαλλιά.
Δε
μπέρδευε τα χέρια του, ούτ’ έκλαιγε,
δεν
εθρηνούσε σαν παιδί μικρό,
μόνο
έπινε τη δρόσο σαν να ήτανε
το
βάλσαμο, σαν ένα γιατρικό,
και
με το στόμα ανοιχτό κατάπινε
το
φως του ήλιου, ωσάν κρασί γλυκό.
...
Με
έρωτα και μια ζωή ωραία
είναι
γλυκό το να χορεύεις με βιολιά.
Με
κιθάρες και με φλάουτα να χορεύεις
είναι
λεπτή κι εξαίσια δουλειά,
μα
όμορφο δεν είναι να χορεύεις
με
τα ποδάρια κρεμασμένα σε θηλειά.
...
Τρικλίζοντας
γύρω τριγύρω περπατούσαμε,
σα
μια παρέλαση που κάνουν οι τρελλοί!
Μα
δε μας ένοιαζε: το ξέραμε πως είμασταν
του
Σατανά η Ταξιαρχία η παρδαλή,
για
καρναβάλι κωμικό κατάλληλοι
με
πόδια βαριά και ξυρισμένη κεφαλή.
Με
νύχια ματωμένα που δε νοιώθαμε
κατραμωμένο
ανοίγαμε σκοινί,
πορτοπαράθυρα
τρίβαμε και ξύναμε,
κάναμε
και τα κάγκελα γυαλί,
κι
έπειτα σαπουνίζαμε το πάτωμα,
φλυαρώντας
με τους κάδους μας πολύ.
Τσουβάλια
εράβαμε, πέτρες εσπάγαμε
και
μεσ’ τη σκόνη τρυπανίζαμε γραμμή,
κάδους
τσουγκρίζαμε, στο μύλο ιδρώναμε,
κι
ήσαν οι ύμνοι μας ωσάν αλαλαγμοί:
μα
στην καρδιά του καθενός ο τρόμος φώλιαζε
και
μας βασάνιζε βουβός κάθε στιγμή.
Κι
έτσι βουβά οι μέρες μας σερνόντουσαν,
σα
θάλασσα στα φύκια τυλιγμένη:
και
την πικρή την κλήρα λησμονούσαμε
που
τους μωρούς και άθλιους περιμένει.
...
Ο
μαύρος κόκορας κι ο κόκκινος λαλήσανε
αλλά
δεν έλεγε ποτέ να ξημερώσει,
και
ίσκιοι τρόμου κυρτωμένοι εσερνόντουσαν
ως
τις γωνιές όπου είχαμε ξαπλώσει,
διαβολεμένο
μπάλλο μπρος στα μάτια μας,
τα
αερικά της νύχτας είχαν στρώσει.
Ορμητικά
γλυστρούσανε και φάγκριζαν
μέσα
στην καταχνιά σαν το στρατάρη
και
μ’ απαλές στροφές και φιγουρίσματα
σ’
έναν χορό που κοροιδεύαν το φεγγάρι,
με
βήμα τυπικό ξαναζευγάρωναν
με
μια αποτρόπαια και άγρια χάρη.
Κι
απέ σαρδώνια και μορφάζοντας τους έβλεπα
τους
λιγνούς ίσκιους χέρι χέρι ν’ αλαργεύουν,
και
πέρα ως πέρα μεσ’ το δρόμο τα φαντάσματα
μακάβρια
σαραμπάντα να χορεύουν,
αραβουργήματα
τα κολασμένα φτιάχνοντας
σαν
αμμουδιά που οι κυκλώνες αναδεύουν.
Στα
νύχια των ποδιών στριφογυρίζοντας,
σα
φρενιασμένες μαριονέτες επηδούσαν,
τις
φοβερές τους μάσκες οδηγούσανε,
και
με σουραύλια φόβου ετρυπούσαν
τ’
αυτιά. Ρέκαζαν τραγουδώντας μεγαλόφωνα,
για
να ξυπνήσουν τους νεκρούς ετραγουδούσαν.
Ολόγυρα
χορεύαν και βαλσάρανε
δυο
δυο, σε μια πομπή χαμογελώντας,
και
με τσακίσματα μιας πόρνης λοξανέβαιναν
στον
ουρανό, όλο εμάς στραβοκοιτώντας,
με
πονηρό χαμόγελο στα χείλη τους
την
προσευχή μας θεατές ακολουθώντας.
Το
πρωινό τ’ αγέρι έξω βόγκησε
κι
η νύχτα σιγανή αργοπηγαίνει,
τα
ζοφερά τα υφάδια της μαζεύοντας
στον
γιγαντένιον αργαλειό της δένει.
Τη
δικαιοσύνη του ήλιου περιμέναμε,
και
προσευχόμαστε με την ψυχή σωσμένη.
Στη
φυλακή των θρήνων πα στα τείχη της,
μ’
ολολυτά ο αγέρας τριγυρνάει,
που
πια την κάθε ώρα μας τη νοιώθαμε,
σαν
ατσαλένια ρόδα να κυλάει.
Ω
θρηναγέρι! Τόσο πια εφταίξαμε,
που
ένα τέτοιο θεριό να μας φυλάει;
Αρχίσαν
τέλος οι ίσκιοι να σαλεύουνε
στης
φυλακής τους τοίχους που ασπρίζαν,
που
το τρισάνιδο κρεβάτι μου αγναντεύανε,
και
σιδεριές πάνω στους τοίχους ζωγραφίζαν,
και
του θεού η αυγή να ρίχνει τρόμο
κάπου
στον κόσμο που όλα κοκκινίζαν.
...
Ντυμένοι
σα μαιμούδες και παλιάτσοι,
μέσα
σε μια τεράτων φορεσιά,
με
τόξα και με βέλη, αστροσπαρμένη,
μ’
ήσυχη σιγανή περπατησιά,
την
ασφαλτένια αυλή μας γυροφέρναμε
χωρίς
κανείς να βγάζει τσιμουδιά.
Και
ως σιγά σιγά, το γύρο κάναμε,
μεσ’
απ’ το χάος του μυαλού μας ξεπετιόταν
εικόνες
φρίκης, και ο τρόμος μέσα μας,
σαν
κυκλώνας φοβερός στροβιλιζόταν,
σειρά
σειρά περνούσε από τον καθένα μας
κι
φρίκη από πίσω του σερνόταν.
...
Τι
του φονιά η καρδιά, έτσι νομίζουνε,
πως
κάθε σπόρο που φυτεύουν μαγαρίζει,
δεν είν’ αλήθεια! Η γη ειν’ του θεού
πιο σπλαχνική και όλα τα
εξαγνίζει,
και πως το ρόδο γίνεται πιο
άλικο,
και το άσπρο ρόδο, πιο άσπρο
λουλουδίζει.
Μα ρόδα σαν αφρόγαλα ή άλικα
στης φυλακής το χώμα δεν
ανθίζουν,
στουρνάρια κι αμμοχάλικα και
θρύψαλα
όλα κει μέσα την καρδιά την
απελπίζουν,
τι τα λουλούδια ξέρουμε πως
πλάστηκαν,
κάποια γλυκιά γιατριά να μας
χαρίζουν.
Κι έτσι ποτέ τα πέταλα των ρόδων,
τα λευκά ή σαν ανθοσμία
ρουμπινιά,
δε θα ροήσουν φύλλο φύλλο στην
αυλή μας,
πάνω σε κείν’ την λασπωμένη
απλωσιά,
και στους δεσμώτες για να πουν
πως ο Θεάνθρωπος
έχει για όλους μας πεθάνε πια.
ΔΕΝ ΞΕΡΩ αν ειν’ δίκαιοι οι
Νόμοι,
κι ούτε ξέρω αν οι Νόμοι αδικούνε,
ό,τι ξέρουν οι κατάδικοι είναι
μόνο,
τα ντουβάρια τα ψηλά όπου μας
κλειούνε,
κι η κάθε μέρα μας σαν ένας
χρόνος είναι,
χρόνος που οι μέρες του
αργοκυλούνε.
...
Ξέρω ακόμη οτι οι Νόμοι,
Που οι άνθρωποι για ανθρώπους
ψηφίζουν,
από τότε που σκοτώθηκε ο Άβελ,
και οι θλίψεις πα στον κόσμο μας
αρχίζουν,
ότι οι Νόμοι με δρεπάνι
κολασμένο,
αντίς σιτάρι αγριάγκαθα θερίζουν.
Κάθε έγκλημα σαν τσουκνίδα
μολυσμένη,
στης φυλακής το φαύλο χώμα
μεγαλώνει,
κι ό,τι ωραίο στην ψυχή του έχει ο άνθρωπος
το μαραίνει η φυλακή και το
σκοτώνει.
Νύχτα μέρα σε τυλίγει η
απελπισία,
και η χλωμή η αγωνία σε πλακώνει.
Δεν είναι η Πείνα ούτε η Δίψα
μέσα μας,
που ωσάν αστρίτες η μια την άλλη
τους πληγώνει
για την τροφή της φυλακής που μας
μοιράζουνε,
γατί αυτό που μας παιδεύει και
μας λυώνει,
είν’ τα φαρμάκια της ημέρας που
σηκώνουμε,
και την καρδιά μας την πλακώνουν
σα νυχτώνει.
Κι ούτε φωνή ανθρώπου κει δεν
έρχεται,
έστω μια λέξη να μας πει
συγκινημένη,
γιατί ένα μάτι τραχύ και ανελέητο
πίσω από κάθε πόρτα περιμένει.
Κι έτσι λησμονημένοι απ’ όλους
ρέβουμε
με το κορμί και την ψυχή
αφανισμένη.
...
Στις φυλακές της πολιτείας του
Ρήντιγκ
σ’ ένα λάκκο που η ντροπή τον
ατιμώνει,
πεταμένος κάποιος άμοιρος κει
μέσα
μεσ’ τα δόντια κάποιας φλόγας
αργολιώνει,
σ’ ένα λάκκο δίχως όνομα
πλαγιάζει,
τυλιγμένος σ’ ένα πύρινο σεντόνι.
Ας μείνει στη γαλήνη ώσπου ο
Σωτήρας
τη Δευτέρα Παρουσία να σημάνει.
Δεν είναι χρεία να χυθούν ανόητα
δάκρυα,
κανένας στεναγμός δε θα τον
γιάνει.
Είχε σκοτώσει αυτήν που αγαπούσε,
κι έπρεπε για τούτο να πεθάνει.
Μα κι ο καθείς σκοτώνει ό,τι
αγαπάει
κι αυτό ας φτάσει σ’ όλωνε τ’
αυτιά,
άλλοι με κολακείες σε σκοτώνουν
κι άλλοι με το φαρμάκι στη ματιά,
οι δειλοί μ’ ένα φιλί τους σε
σκοτώνουν
κι αυτοί που’ ναι γενναίοι με μια
σπαθιά.
Ο Αλμπέρ Καμύ, θαυμαστής του Όσκαρ Ουάιλντ, έγραψε για την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντιγκ «...όταν ο Ουάιλντ έπλενε το πάτωμα του κελιού του με χέρια που δεν είχαν αγγίξει παρά σπάνια λουλούδια, σε τίποτα δε μπορούσαν να τον βοηθήσουν όσα είχε γράψει κι αν κάτι εδώ τον βοηθά είναι μόνο η ιδιοφυία και το ταλέντο του, που κάνουν την κραυγή των φυλακισμένων να ακουστεί στα πέρατα του κόσμου και να γίνει γνωστή παντού η δυστυχία τους...».
Η
ευαισθησία του μεγάλου ποιητή είναι ορατή επίσης στις ιστορίες που διηγούνταν
στα παιδιά του, και τις οποίες συγκέντρωσε σε δύο βιβλία. Πρόκειται για
ιστορίες που δεν είναι μόνο για παιδιά, αλλά και για κάθε ευαίσθητη ψυχή, είτε
έχει στην πλάτη της 10 χρόνια ή 10 δεκαετίες.
Ο
ευτυχισμένος πρίγκηπας και ο φίλος του το χελιδόνι
θυσιάζουν τα πάντα για να απαλύνουν τη δυστυχία των απλών, φτωχών ανθρώπων. Ο
ευαίσθητος, νεαρός βασιλιάς, λίγο πριν τη στέψη του, απαρνιέται όλα του τα
πλούτη γιατί σιγά σιγά συνειδητοποιεί πως όλα αυτά τα πλούτη κρύβουν πίσω τους
τον πόνο, τον μόχθο, τη δυστυχία, ακόμη και τον θάνατο φτωχών ανθρώπων που
παλεύουν για τον επιούσιο.
Ο
σκληρόκαρδος γίγαντας δεν σκέφτεται παρά μόνο τον εαυτό του,
όμως την ευτυχία θα τη βρει στη συνάντηση με ένα αθώο, μικρό παιδί και στην
άδολη αγάπη του για εκείνον. Η σκληρή καρδιά του γίγαντα θα λυγίσει και θα αγαπήσει
το παιδί. Λίγο πριν το βιολογικό του
τέλος, ο γίγαντας συναντά τον ίδιο τον Χριστό που μετανιωμένο τον οδηγεί στον
παράδεισο.
Αυτές
είναι κάποιες από τις ιστορίες των δύο βιβλίων, «Ο ευτυχισμένος πρίγκηπας» και «Ο κήπος με τις ροδιές». Ένα μπουκέτο συγκινητικών ιστοριών βρίσκεται σ’
αυτά τα βιβλία.
Μετά την αποφυλάκισή του ο Όσκαρ Ουάιλντ άλλαξε το όνομά του και κατέφυγε στη Γαλλία. Τα τελευταία τρία χρόνια του τα έζησε μέσα στη φτώχια. Το έρριξε στο ποτό και δεν ξανάγραψε τίποτα, τελείωσε μόνο την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ που το μεγαλύτερο μέρος της είχε γράψει μέσα στη φυλακή. Πέθανε το 1900 στη Γαλλία, λησμονημένος από όλους. Ελάχιστοι φίλοι παραβρέθηκαν στην κηδεία του σε ένα άσημο κοιμητήριο λίγο έξω από το Παρίσι.
Το
1909 ένα μεγαλόπρεπο μνημείο κατασκευάστηκε για τον Όσκαρ Ουάιλντ στο ονομαστό νεκροταφείο του Πέρ-Λασέζ, όπου
βρίσκονται οι τάφοι πολλών προσωπικοτήτων.
Ένιωσα μεγάλη συγκίνηση όταν επισκέφθηκα τον
τάφο του μεγάλου ποιητή που οι στάχτες του βρίσκονται εκεί μέσα. Το επίγραμμα
στο μνημείο είναι ένα τετράστιχο από την Μπαλάντα της φυλακής του Ρήντινγκ.
Του ελέους το λαγήνι θα γεμίσουνε
ξένοι με το δάκρυ το αλμυρό.
Οι απόκληροι γι’ αυτόνε θα
θρηνήσουνε
αυτοί που’ χουν τον θρήνο αδελφό.
Όπως πληροφορήθηκα αργότερα, το μνημείο σχεδιάστηκε από τον γλύπτη Τζέικομπ Έπστάιν κατόπιν ανάθεσης από τον φίλο του Ουάιλντ, Ρόμπερτ Ρος. Ένας άγγελος με επιρροές από την αιγυπτιακή και ινδική τέχνη υψώνεται πάνω από τον τάφο. Το μνημείο είναι πολύ εντυπωσιακό και συνδυάζει το μεγαλείο και την πτώση του Όσκαρ Ουάιλντ. Κατά την κατασκευή του, είχε προβλεφθεί, να υπάρχει χώρος για να δεχθεί τις στάχτες του αποθανόντα συγγραφέα. Αυτό δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί παρά μόνο το 1957, όταν οι συντηρητικές αντιλήψεις είχαν αμβλυνθεί και ο συγγραφέας είχε καταξιωθεί παγκοσμίως.
Ένα
εξαιρετικό βιβλίο για τη ζωή και το έργο του Όσκαρ Ουάιλντ έγραψε ο μοναδικός
εγγονός του, Μέρλιν Χόλαντ. Το βιβλίο περιέχει πολλές και μέχρι
πρόσφατα άγνωστες λεπτομέρειες της ζωής του Ουάιλντ και είναι επίσης
εμπλουτισμένο με ένα σημαντικό φωτογραφικό υλικό. Εκτός από τις φωτογραφίες του
Ουάιλντ και των συγγενικών και φιλικών του προσώπων, χειρόγραφες σελίδες του
συγγραφέα, εικονογραφήσεις από τα βιβλία του, γελοιογραφίες που δημοσιεύτηκαν
σε εφημερίδες της εποχής και άλλο πλούσιο φωτογραφικό υλικό κοσμεί τις σελίδες
του βιβλίου.
Ο
Μέρλιν Χόλαντ είναι εγγονός του Ουάιλντ από τον μικρό του γιο Βίβιαν. Ο μεγάλος
του γιος Σύριλ έχασε τη ζωή του στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο.
Θέλω επίσης να συμπληρώσω πως η σύζυγός του, Ουάιλντ Κόνστανς, αναγκάστηκε, κάτω από την κατακραυγή του κόσμου, να αλλάξει το επώνυμό της σε Χόλαντ και να καταφύγει στην Ιταλία.
Βιβλιογραφία
·
André
Gide,
Όσκαρ Ουάιλντ, απόδοση Ναπολέων Λαπαθιώτης. Ίνδικτος, 2005.
· Όσκαρ
Ουάιλντ, «Η μπαλάντα της φυλακής του Ρήντιγγ», πρόλογος Αλμπέρ Καμί,
μετ. Ρήγας Γαρταγάνης. Κοροντζής.
· Όσκαρ
Ουάιλντ, «Η μπαλάντα της φυλακής του Ρέντιγκ», εικονογράφηση Γιάννη Καρύδη, μετ. Στάθης Σπηλιωτόπουλος. Γκοβόστης.
·
Όσκαρ
Ουάιλντ, Η σφίγγα, μετ. Ευάγγελος Ρουσσάκης. Δαιδάλεος, 2023.
·
Όσκαρ
Ουάιλντ, Εννέα μαγικά παραμύθια, μετ. Ρένα Χατχούτ. Γράμματα, 1990.
· Μέρλιν Χόλαντ, Όσκαρ Ουάιλντ, η ζωή και το έργο του, μετ. Νίκος Δαβανέλλος. Ψυχογιός, 2000.
ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΤΟΥ ΌΣΚΑΡ ΟΥΑΙΛΝΤ
Ο
Ιρλανδός συγγραφέας Όσκαρ Ουάιλντ γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1854 και πέθανε στη
Γαλλία το 1900. Ασχοληθηκε με όλα τα είδη του λόγου. Έγραψε ποίηση, θεατρικά
έργα και δοκίμια. Πολύ γνωστό είναι το μοναδικό του μυθιστόρημα «Το πορτραίτο
του Ντόριαν Γκρέυ».
Τα
θεατρικά του έργα παίχτηκαν επί σκηνής την εποχή του και είχαν μεγάλη επιτυχία.
Τα σπουδαιότερα από αυτά είναι «Η βεντάλια της Λαίδης Ουίντερμηρ» 1892, «Μια
γυναίκα χωρίς σημασία» 1893, «Σαλώμη» 1893, το οποίο γραμμένο στα Γαλλικά,
παρουσιάστηκε στο Παρίσι το 1896, «Η σημασία του να είναι κανείς σοβαρός» 1895.
Μεταξύ των δοκιμίων του, τα οποία περιστρέφονται γύρω από την αισθητική των κειμένων, περιλαμβάνεται και το μοναδικό πολιτικό του κείμενο «Η ψυχή του ανθρώπου στο Σοσιαλισμό».
Ο
Ουάλντ ασπάστηκε το ρεύμα του Αισθητισμού που είχε μεγάλη πέραση στην εποχή
του. Σύμφωνα με το βασικό αξίωμα της
θεωρίας του Αισθητισμού, η ομορφιά αποτελεί το υπέρτατο αγαθό και, ως εκ
τούτου, η ζωή αξίζει και πρέπει να βιώνεται σαν ένα έργο τέχνης. Πολλές πτυχές
της ζωής και του έργου του Ουάιλντ μπορούν να εξηγηθούν με βάση τις παραπάνω
αρχές. Στα γραπτά του συχνά ανιχνεύουμε
τον ύμνο του Ωραίου.
Ο
Ουάιλντ είχε σχέσεις με πολλές γυναίκες πριν γνωρίσει και παντρευτεί το 1894
την Κόνστανς Λλόιντ. Μαζί της απέκτησε δύο παιδιά, τον Σύριλ και τον Βίβιαν. Σε
μια εποχή που ο γάμος του περνούσε κρίση, μετά τη δεύτερη εγκυμοσύνη της
συζύγου του, ο Ουάιλντ συνήψε ομοφιλοφιλικές σχέσεις. Ο δεσμός του με τον νεώτερό του Αλφρεντ Ντάγκλας υπήρξε η αρχή του τέλους του. Ο πατέρας του Αλφρεντ
οδήγησε τον Ουάιλντ σε μια σειρά από δίκες και, τελικά, ο ποιητής καταδικάστηκε
στις 25-5-1895 σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα, λόγω προσβολής των χρηστών
ηθών (ομοφιλοφιλία).
Αυτό υπήρξε το θλιβερό τέλος του μεγάλου Όσκαρ Ουάιλντ, του εξαίρετου ομιλητή και διάσιμου παραδοξολόγου, που σύχναζε στα σαλόνια της αριστοκρατίας στα τέλη του 19ου αιώνα. Ο κόσμος των σαλονιών γύρισε την πλάτη στον ποιητή μετά την καταδίκη του. Ακόμα και ο Ζιντ, ένας από τους φίλους του, ομολόγησε πως ντράπηκε να συναντήσει τον Ουάιλντ στο Παρίσι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου