Σελίδες

Τετάρτη 21 Αυγούστου 2024

Ίταλο Καλβίνο - Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς *

 

 

Αρχίζουμε με κάποια πρόταση ορισμού. 

1. Τα κλασικά είναι εκείνα τα βιβλία για τα οποία ακούμε να λένε συνήθως: “Ξαναδιαβάζω…” και ποτέ “Διαβάζω…

Αυτό ισχύει για αυτούς που θεωρούνται “πολυδιαβασμένοι”. Δεν ισχύει για τη νεότητα, ηλικία στην οποία η συνάντηση με τον κόσμο, και με τους κλασικούς ως μέρος του κόσμου, ισοδυναμεί ακριβώς με πρώτη συνάντηση. Το επαναληπτικό πρόθεμα μπροστά από το ρήμα “διαβάζω” μπορεί να είναι μια μικρή υποκρισία από μέρους όσων ντρέπονται να παραδεχθούν ότι δεν έχουν διαβάσει ένα ονομαστό βιβλίο. Για να τους καθησυχάσουμε, αρκεί να παρατηρήσουμε ότι, όσο πολλές και να είναι οι αναγνώσεις “διάπλασης” ενός ατόμου, παραμένει πάντοτε ένας πελώριος αριθμός θεμελιακών έργων που αυτό δεν έχει διαβάσει. 

Όποιος έχει διαβάσει όλο τον Ηρόδοτο και όλο τον Θουκυδίδη ας σηκώσει το χέρι. Και τον Σεν-Σιμόν; Και τον καρδινάλιο του Ρετς; Αλλά και οι μεγάλοι μυθιστορηματικοί κύκλοι του 19ου αιώνα περισσότερο μνημονεύονται παρά διαβάζονται. Τον Μπαλζάκ στη Γαλλία αρχίζουν να τον διαβάζουν στο σχολείο και, από τον αριθμό των εκδόσεων που κυκλοφορούν, θα λέγαμε ότι συνεχίζουν να τον διαβάζουν και μετά. 

Αλλά στην Ιταλία, αν κάναμε μια έρευνα, φοβούμαι ότι ο Μπαλζάκ θα κατέληγε στις τελευταίες θέσεις. Αυτοί που παθιάζονται με τον Ντίκενς στην Ιταλία είναι μια περιορισμένη ελίτ ανθρώπων, οι οποίοι, όταν συναντώνται, αρχίζουν αμέσως να θυμούνται πρόσωπα και επεισόδια σαν να ‘ταν γνωστοί τους άνθρωποι. Πριν από χρόνια, ο Μισέλ Μπιτόρ, διδάσκοντας στην Αμερική, αφού βαρέθηκε να ακούει να τον ρωτούν για τον Εμίλ Ζολά, που δεν τον είχε ποτέ διαβάσει, αποφάσισε να διαβάσει όλο τον κύκλο των Ρουγκόν-Μακάρ. Ανακάλυψε ότι ήταν εντελώς διαφορετικός από ό,τι πίστευε: μια υποβλητική μυθολογική γενεαλογία, την οποία περιέγραψε σε ένα ωραιότατο δοκίμιο. 

Αυτό το αναφέρουμε για να πούμε ότι το να διαβάζει κανείς για πρώτη φορά ένα μεγάλο βιβλίο σε ώριμη ηλικία είναι μια εξαιρετική απόλαυση: διαφορετική (αλλά δεν μπορούμε να πούμε μεγαλύτερη ή μικρότερη) σε σχέση με εκείνη του να το έχει διαβάσει στη νεότητά του. 

Η νεότητα μεταδίδει στην ανάγνωση, όπως και σε κάθε άλλη εμπειρία, μια ιδιαίτερη γεύση και μια ιδιαίτερη σημασία. Ενώ στην ωριμότητα εκτιμούν επιπλέον (θα έπρεπε να εκτιμούν) πολλές λεπτομέρειες και επίπεδα και νοήματα. Μπορούμε λοιπόν να επιχειρήσουμε αυτή την άλλη διατύπωση ορισμού:  

2. Λέγονται κλασικά εκείνα τα βιβλία που αποτελούν ένα πλούτο για όποιον τα έχει διαβάσει και αγαπήσει αλλά αποτελούν ένα πλούτο ίσης αξίας για όποιον διαθέτει την τύχη να τα διαβάσει για πρώτη φορά στις καλύτερες συνθήκες για να τα απολαύσει

Πράγματι, οι αναγνώσεις της νεότητας μπορεί να είναι λίγο ωφέλιμες λόγω ανυπομονησίας, απροσεξίας, αδεξιότητας στη χρησιμοποίηση τον οδηγιών χρήσης, απειρία της ζωής. Μπορεί να είναι (ακόμη και ταυτόχρονα) αναγνώσεις διάπλασης με την έννοια ότι δίνουν μια μορφή στις μελλοντικές εμπειρίες, προμηθεύοντας μοντέλα, πλαίσια, όρους σύγκρισης, σχήματα ταξινόμησης, κλίμακες αξιών, παραδείγματα ομορφιάς: όλα εκείνα τα πράγματα που συνεχίζουν να λειτουργούν ακόμη και αν από το βιβλίο που διαβάσαμε στη νεότητά μας θυμόμαστε λίγα πράγματα ή και τίποτα. Ξαναδιαβάζοντας το βιβλίο σε ώριμη ηλικία, συμβαίνει να ξαναβρίσκουμε αυτές τις σταθερές που ήδη αποτελούν στοιχείο των εσωτερικών μας μηχανισμών και των οποίων έχουμε ξεχάσει την προέλευση. Υπάρχει μια ιδιαίτερη δύναμη του έργου που κατορθώνει να μας κάνει να το ξεχνάμε καθεαυτό αλλά που αφήνει το σπόρο του.

Ο ορισμός που μπορούμε λοιπόν να του δώσουμε θα είναι: 

3. Τα κλασικά είναι βιβλία που ασκούν μια ιδιαίτερη επίδραση τόσο όταν επιβάλλονται ως αλησμόνητα όσο και όταν κρύβονται στα βάθη της μνήμης, παραλλαγμένα από το ατομικό ή συλλογικό ασυνείδητο. 

Για αυτό θα έπρεπε να υπάρχει στην ενήλικη ζωή ένας χρόνος αφιερωμένος σε μια νέα επίσκεψη στις πιο σημαντικές αναγνώσεις της νεότητας. Αν τα βιβλία έχουν παραμείνει τα ίδια (αλλά και αυτά αλλάζουν στο φως μιας διαφοροποιημένης ιστορικής προοπτικής), εμείς έχουμε σίγουρα αλλάξει και η συνάντηση είναι ένα εντελώς νέο γεγονός. Επομένως, το αν χρησιμοποιούμε το ρήμα “διαβάζω” ή το ρήμα “ξαναδιαβάζω” δεν έχει μεγάλη σημασία. Θα μπορούσαμε πράγματι να πούμε: 

4. Κάθε νέα ανάγνωση ενός κλασικού είναι μία ανάγνωση ανακάλυψης όπως η πρώτη.

5. Κάθε πρώτη ανάγνωση ενός κλασικού είναι στην πραγματικότητα μια νέα ανάγνωση

Ο ορισμός 4 μπορεί να θεωρηθεί προσθήκη σε αυτό τον ορισμό:

6. Κλασικό είναι ένα βιβλίο που δεν έχει πάψει ποτέ να λέει αυτό που έχει να πει. 

Ενώ ο ορισμός 5 παραπέμπει σε μια περισσότερο ερμηνευτική διατύπωση όπως: 

7. Τα κλασικά είναι αυτά τα βιβλία που φτάνουν σε μας φέρνοντας πάνω τους τα ίχνη των αναγνώσεων που έχουν προηγηθεί από τη δική μας και φέρνοντας πίσω τους τα ίχνη που έχουν αφήσει στην κουλτούρα ή στις κουλτούρες που έχουν διαπεράσει (ή απλούστερα στη γλώσσα ή στο ήθος). 

Αυτό ισχύει τόσο για τα αρχαία κλασικά όσο και για τα σύγχρονα κλασικά. Αν διαβάζω την Οδύσσεια, διαβάζω το κείμενο του Ομήρου, αλλά δεν μπορώ να ξεχνώ όλα εκείνα που οι περιπέτειες του Οδυσσέα σήμαιναν στη διάρκεια των αιώνων και δεν μπορώ να μην αναρωτιέμαι αν αυτά τα νοήματα ενυπήρχαν στο κείμενο ή αν είναι επιστρώματα ή παραμορφώσεις ή διαστολές. 

Διαβάζοντας τον Κάφκα, δεν μπορώ να μην επιβεβαιώσω ή απορρίψω τη νομιμότητα του επιθέτου “καφκικός” που συμβαίνει να ακούμε κάθε τέταρτο της ώρας, προσαπτόμενο ευθέως και πλαγίως. 

Αν διαβάζω το Πατέρες και γιοί του Τουργκένιεφ ή τους Δαίμονες του Ντοστογιέφσκι, δεν μπορώ να μη σκεφτώ πως αυτά τα πρόσωπα συνέχισαν να επανενσαρκώνονται ως στις μέρες μας. 

Η ανάγνωση ενός κλασικού πρέπει να μας προξενεί κάποια έκπληξη σε σχέση με την εικόνα που είχαμε γι’ αυτό. Γι’ αυτό το λόγο, πάντοτε θα είναι χρήσιμη η συμβουλή για άμεση ανάγνωση των πρωτότυπων κειμένων, αποφεύγοντας όσο περισσότερο δυνατό βιβλιογραφία, κριτική, σχόλια, ερμηνείες. Το σχολείο και το πανεπιστήμιο θα έπρεπε να χρησιμεύουν για να γίνει κατανοητό ότι κανένα βιβλίο που μιλάει για ένα βιβλίο δεν λέει περισσότερα από το βιβλίο για το οποίο γίνεται λόγος. Αντίθετα, όμως, κάνουν το παν για να μας κάνουν να πιστέψουμε το αντίθετο. Υπάρχει μια πολύ διαδεδομένη ανατροπή αξιών, σύμφωνα με την οποία η εισαγωγή, ο κριτικός εξοπλισμός, η βιβλιογραφία χρησιμοποιούνται σαν ένα καπνογόνο προπέτασμα, για να κρύβουν αυτό που το κείμενο έχει να πει μόνο αν το αφήσουμε να μιλήσει χωρίς ενδιάμεσους οι οποίοι ισχυρίζονται ότι γνωρίζουν περισσότερα από αυτό. Μπορούμε να συμπεράνουμε ότι: 

8. Κλασικό είναι ένα έργο που προκαλεί αδιάκοπα μια σκόνη κριτικών λόγων γι’ αυτό, αλλά συνεχώς την τινάζει από πάνω του

Δεν είναι υποχρεωτικό το κλασικό να μας διδάσκει κάτι που δεν γνωρίζαμε. Μερικές φορές ανακαλύπτουμε σε αυτό κάτι που πάντοτε γνωρίζαμε (ή πιστεύαμε ότι γνωρίζουμε), αλλά δεν γνωρίζαμε ότι το είχε πει αυτό πρώτο (ή ότι σε κάθε περίπτωση συνδέεται ιδιαίτερα με αυτό). Και αυτή είναι μια έκπληξη που δίνει πολύ ικανοποίηση, όπως δίνει πάντοτε η ανακάλυψη μιας πηγής, μιας σχέσης, μιας συμμετοχής. 

Από όλα αυτά θα μπορούσαμε να αντλήσουμε έναν ορισμό του τύπου: 

9. Τα κλασικά είναι βιβλία που όσο περισσότερο τα διαβάζουμε, αληθινά, τα βρίσκουμε νέα, απροσδόκητα, πρωτόγνωρα. 

Φυσικά αυτό συμβαίνει όταν ένα κλασικό “λειτουργεί” ως τέτοιο, δηλαδή εδραιώνει μια προσωπική σχέση με αυτόν που το διαβάζει. Αν ο σπινθήρας δεν εκπέμπεται, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Τα κλασικά δεν διαβάζονται από υποχρέωση ή από σεβασμό, αλλά μόνο από αγάπη. Εκτός από το σχολείο: το σχολείο οφείλει να σου μάθει, καλά ή κακά, έναν ορισμένο αριθμό κλασικών, ανάμεσα στα οποία (ή αναφορικά με τα οποία) θα μπορείς στη συνέχεια να αναγνωρίσεις τα “δικά σου” κλασικά. Το σχολείο έχει ως αποστολή του να σου δώσει τα εργαλεία για να πραγματοποιήσεις μια επιλογή. Αλλά οι επιλογές που αξίζουν είναι εκείνες που πραγματοποιούνται έξω και μετά από κάθε σχολείο. Μόνος στις αφιλοκερδείς αναγνώσεις μπορεί να συμβεί να συναντήσεις το βιβλίο που γίνεται το “δικό σου” βιβλίο. Γνωρίζω έναν εξαίρετο ιστορικό της τέχνης, άνθρωπο πάρα πολύ διαβασμένο, ο οποίος από όλα τα βιβλία συγκέντρωσε τη βαθύτερη προτίμησή του στο Η λέσχη Πίκουικ και με κάθε ευκαιρία αναφέρει φράσεις του βιβλίου του Ντίκενς και κάθε γεγονός της ζωής το συνδέει με επεισόδια του Πίκουικ. Σιγά σιγά, αυτός ο ίδιος, το σύμπαν, η αληθινή φιλοσοφία πήραν τη μορφή της Λέσχης Πίκουικ σε μια απόλυτη ταύτιση. Φτάνουμε μέσα από αυτόν τον δρόμο σε μια ιδέα του κλασικού πολύ υψηλή και απαιτητική: 

10. Αποκαλείται κλασικό ένα βιβλίο το οποίο εμφανίζεται σαν ισοδύναμο του σύμπαντος, παρόμοια με τα αρχαία φυλαχτά

Με αυτόν τον ορισμό προσεγγίζουμε την ιδέα του ολικού βιβλίου, όπως το ονειρευόταν ο Μαλαρμέ. Αλλά ένα κλασικό μπορεί να εδραιώνει μια εξίσου ισχυρή θέση αντιπαράθεσης, αντίθεσης. Όλα αυτά που σκέφτεται και κάνει ο Ζαν-Ζακ Ρουσώ με συγκινούν, αλλά όλα μου εμπνέουν μια ασυγκράτητη επιθυμία να του αντιταχθώ, να του ασκήσω κριτική, να καβγαδίσω μαζί του. Φταίει η προσωπική αντιπάθεια που μου εμπνέει ο χαρακτήρας του, αλλά γι’ αυτό θα αρκούσε να μην τον διαβάσω, ενώ αντίθετα δεν μπορώ να μην τον θεωρώ ως έναν από τους συγγραφείς μου. 



Θα πω επομένως: 

11. Ο “δικός σου” κλασικός είναι αυτός για τον οποίο δεν μπορείς να είσαι αδιάφορος και που σου χρησιμεύει για να ορίζεις τον ίδιο τον εαυτό σου σε σχέση ή ακόμη και σε αντίθεση με αυτόν. 

Νομίζω πως δεν χρειάζεται να δικαιολογηθώ αν χρησιμοποιώ τον όρο “κλασικό” χωρίς να κάνω διακρίσεις αρχαιότητας, στιλ, κύρους. (Για την ιστορία όλων αυτών των εκδοχών του όρου, βλέπε το εξαντλητικό λήμμα “κλασικό” του Φράνκο Φορτίνι στην εγκυκλοπαίδεια Einaudi, τόμος III.) Αυτό που διακρίνει το κλασικό σε αυτά που λέω είναι ίσως μόνο ένα αποτέλεσμα απήχησης που ισχύει τόσο για ένα αρχαίο έργο όσο και για ένα σύγχρονο, το οποίο όμως ήδη κατέχει μια δική του θέση σε μια πολιτισμική συνέχεια. Θα μπορούσαμε να πούμε: 

12. Κλασικό είναι ένα βιβλίο που έρχεται πριν από άλλα κλασικά. Αλλά όποιος έχει διαβάσει πρώτα τα άλλα και έπειτα διαβάζει αυτό, αναγνωρίζει αμέσως τη θέση του στη γενεαλογία.

Σε αυτό το σημείο δεν μπορώ πλέον να μεταθέτω το αποφασιστικό πρόβλημα πώς σχετίζεται η ανάγνωση των κλασικών με όλες τις άλλες αναγνώσεις έργων που δεν είναι κλασικά. Πρόβλημα που συνδέεται με ερωτήσεις όπως: “γιατί να διαβάζουμε τα κλασικά αντί να προσηλωνόμαστε σε αναγνώσεις που μας βοηθούν να καταλάβουμε βαθύτερα τον καιρό μας”; και ”Πού να βρούμε το χρόνο και την άνεση του νου για να διαβάζουμε τα κλασικά, έτσι κατακλυσμένοι όπως είμαστε από τη χιονοστιβάδα τυπωμένου χαρτιού της επικαιρότητας”;

Σίγουρα μπορούμε να υποθέσουμε ένα ευτυχές πρόσωπο που θα αφιερώνει το ”χρονο-ανάγνωση” των ημερών του αποκλειστικά στο να διαβάζει Λουκρήτιο, Λουκιανό, Μοντέν, Έρασμο, Κεβέντο, Μάρλοου, τον Λόγο περί της μεθόδου, τον Βίλχελμ Μάιστερ, Κόλεριτζ, Ράσκιν, Προυστ και Βαλερί, με κάποιο ξέσκασμα με Μουρασάκι ή με τους θρύλους της Ισλανδίας. 

Όλα αυτά χωρίς να έχει να κάνει με βιβλιοκριτικές της τελευταίας επανέκδοσης, ούτε με δημοσιεύσεις για τον διαγωνισμό κατάληψης της πανεπιστημιακής έδρας, ούτε με εκδοτικές εργασίες με συμβόλαιο που πλησιάζει στη λήξη του. Αυτό το ευτυχές πρόσωπο, για να διατηρήσει αμόλυντη τη δίαιτά του, θα έπρεπε να απέχει από την ανάγνωση εφημερίδων, να μην υποκύπτει ποτέ στον πειρασμό του τελευταίου μυθιστορήματος ή της τελευταίας κοινωνιολογικής έρευνας. Απομένει να δούμε πόσο σωστή και ωφέλιμη θα ήταν μια παρόμοια υπερβολική αυστηρότητα. Η επικαιρότητα μπορεί να είναι κοινότοπη και θλιβερή αλλά είναι ωστόσο πάντοτε ένα σημείο στο οποίο στεκόμαστε για να κοιτάξουμε προς τα μπρος ή προς τα πίσω. Για να μπορούμε να διαβάζουμε τους κλασικούς οφείλουμε παρ’ όλα αυτά να καθορίζουμε “από πού” τους διαβάζουμε, διαφορετικά τόσο το βιβλίο όσο και ο αναγνώστης χάνονται μέσα σε ένα άχρονο νεφέλωμα. 

Να λοιπόν που τη μέγιστη απόδοση της ανάγνωσης των κλασικών την έχουμε από αυτόν που γνωρίσει να την εναλλάσσει με τη σοφή δοσολογία της ανάγνωσης της επικαιρότητας. Και αυτό δεν προϋποθέτει υποχρεωτικά μια ισορροπημένη εσωτερική ηρεμία. Μπορεί και να είναι ο καρπός μιας ανυπόμονης νευρικότητας, ενός ασθμαίνοντος ανικανοποίητου. 

Το ιδεώδες θα ήταν ίσως να αντιλαμβανόμαστε την επικαιρότητα σαν το θόρυβο έξω από το παράθυρο, που μας προειδοποιεί για την κυκλοφοριακή συμφόρηση και για τις μετεωρολογικές διακυμάνσεις, ενώ παρακολουθούμε το λόγο των κλασικών που ηχεί σαφής και ρέων μέσα στο δωμάτιο. Αλλά είναι επίσης σημαντικό αν για τους περισσότερους η παρουσία των κλασικών γίνεται αντιληπτή σαν μακρινός θόρυβος έξω από το δωμάτιο που έχει κατακλυστεί από την επικαιρότητα καθώς και από την τηλεόραση σε όλη της την ένταση. 

Προσθέτουμε λοιπόν: 

13. Είναι κλασικό αυτό που τείνει να εκτοπίζει την επικαιρότητα στη θέση του μακρινού θορύβου, αλλά ταυτόχρονα δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτό το μακρινό θόρυβο. 

14. Είναι κλασικό αυτό που επιμένει σαν μακρινός θόρυβος ακόμη και εκεί όπου η πιο ασυμβίβαστη επικαιρότητα συμπεριφέρεται σαν αφεντικό. 

Παραμένει το γεγονός ότι η ανάγνωση των κλασικών φαίνεται σε αντίφαση με το δικό μας ρυθμό ζωής, ο οποίος δεν γνωρίζει τους μακρούς χρόνους, την παύση του ουμανιστικού otium και επίσης σε αντίφαση με τον εκλεκτικισμό της κουλτούρας μας, που δεν θα γνώριζε ποτέ πώς να συντάξει έναν κατάλογο των κλασικών που ταιριάζουν στη δική μας περίπτωση. Αυτές οι προϋποθέσεις υλοποιούνταν πλήρως για τον Λεοπάρντι, δεδομένης της ζωής του στο πατρικό σπίτι, της λατρείας του για την ελληνική και λατινική αρχαιότητα και της θαυμαστής βιβλιοθήκης που του μεταβιβάζει ο πατέρας Μονάλντο, με την προσθήκη της ιταλικής λογοτεχνίας στο σύνολό της και επιπλέον της γαλλικής, με εξαίρεση τα μυθιστορήματα και γενικά τις νέες εκδόσεις, που εκτοπίζονταν όλο και περισσότερο στο περιθώριο, προς παρηγοριά της αδελφής (“ο δικός σου Σταντάλ“,  έγραφε στην Παολίνα ). Ακόμη και τις ζωηρότατες επιστημονικές και ιστορικές του περιέργειες ο Τζιάκομο τις ικανοποιούσε με κείμενα που δεν ήσαν ποτέ υπερβολικά up to date: οι συνήθειες των πτηνών στον Μπιφόν, οι μούμιες του Φεντερίκο Ρουίς στον Φοντενέλ, το ταξίδι του Κολόμβου στον Ρόμπερτσον.

Σήμερα, μια κλασική εκπαίδευση, όπως εκείνη του νεαρού Λεοπάρντι, είναι αδιανόητη και πάνω απ’ όλα η βιβλιοθήκη του κόμη Μονάλντο έχει εκραγεί. Οι παλιοί τίτλοι έχουν αποδεκατιστεί, αλλά οι νέοι έχουν πολλαπλασιαστεί καθώς απλώνονται σε όλες τις σύγχρονες λογοτεχνίες και κουλτούρες. Δεν απομένει παρά να επινοήσουμε ο καθένας μας μια ιδεώδη βιβλιοθήκη των δικών μας κλασικών. Και θα έλεγα ότι αυτή θα έπρεπε να σε περιλαμβάνει κατά το ήμισυ βιβλία που έχουμε διαβάσει και που έχουν αξία για μας και κατά το ήμισυ βιβλία που σκοπεύουμε να διαβάσουμε και υποθέτουμε ότι μπορεί να αξίζουν. Αφήνοντας ένα τμήμα κενών θέσεων για τις εκπλήξεις, τις τυχαίες ανακαλύψεις. 

Αντιλαμβάνομαι ότι ο Λεοπάρντι είναι το μόνο όνομα της ιταλικής λογοτεχνίας που έχω αναφέρει. Αποτέλεσμα της έκρηξης της βιβλιοθήκης. Τώρα θα έπρεπε να ξαναγράψω όλο το άρθρο προκειμένου να φανεί πολύ καθαρά ότι οι κλασικοί χρησιμεύουν για να κατανοήσουμε ποιοι είμαστε και πού έχουμε φτάσει και γι’ αυτό η Ιταλοί είναι απαραίτητοι ακριβώς για να τους συγκρίνουμε με τους ξένους και οι ξένοι είναι απαραίτητοι ακριβώς για να τους συγκρίνουμε τους Ιταλούς. Έπειτα θα έπρεπε να το ξαναγράψω άλλη μια φορά, ώστε να μη δημιουργηθεί η εντύπωση ότι οι κλασικοί πρέπει να διαβάζονται επειδή “χρησιμεύουν” σε κάτι. Ο μόνος λόγος που μπορώ να προβάλλω είναι ότι το να διαβάζουμε τους κλασικούς είναι καλύτερο από το να μη διαβάζουμε τους κλασικούς. Και αν κάποιος αντιτείνει ότι δεν αξίζει να κάνουμε τόσον κόπο, θα αναφέρω τον Σιοράν (όχι έναν κλασικό, τουλάχιστον για την ώρα, αλλά έναν σύγχρονο στοχαστή που μόνο τώρα αρχίζει να μεταφράζεται στην Ιταλία): “Ενώ ετοίμαζαν το κώνειο, ο Σωκράτης μάθαινε ένα τραγούδι στο φλάουτο. “Σε τι θα σου χρησιμέψει;” τον ρώτησαν. “Για να ξέρω αυτό το τραγούδι πριν πεθάνω””.

*Με τον τίτλο αυτόν εκδόθηκε από το ΕΚΕΒΙ, στη σειρά φιλόβιβλον,  άρθρο του Ίταλο Καλβίνο στο περιοδικό LEspresso στις 28 Ιουνίου 1981. Περιέχεται στην έκδοση Italo Calvino, Saggi, 1945-1985, Arnoldo Mondadori Editore, 1995, tomo secondo, p. 1816-1824.

 Επιλογή και μετάφραση Θανάση Γιαλκέτση.

 

                                                                

Ο Ίταλο Καλβίνο (Italo Calvino, 1923-1985) γεννήθηκε στην Κούβα, αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Το 1943 προσχωρεί στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης. Πρωτοεμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1947 με το μυθιστόρημα "Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές" με θέμα την Αντίσταση, θέμα που πραγματεύεται και στο επόμενο βιβλίο του, μια συλλογή από διηγήματα με γενικό τίτλο "Τελευταίο έρχεται το κοράκι". Ακολουθεί η τριλογία που τον έκανε διάσημο, τρία σύντομα μυθιστορήματα που συνθέτουν τον κύκλο "Οι πρόγονοί μας: Ο διχασμένος υποκόμης", "Ο αναρριχώμενος βαρόνος" και "Ο ανύπαρκτος ιππότης". Ακολουθεί, το 1956, μια συλλογή ιταλικών λαϊκών παραμυθιών που μετέγραψε ο συγγραφέας με τον τίτλο "Ιταλικοί μύθοι", ενώ δυο χρόνια αργότερα εκδίδει τα "Διηγήματα", συλλογή που περιέχει και την πολύ γνωστή ενότητα διηγημάτων "Οι δύσκολοι έρωτες". Ακολουθούν δύο σύντομα μυθιστορήματα, το "Μαρκοβάλντο ή οι εποχές στην πόλη" και το "Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου" (1963) που ολοκληρώνουν τη "νεορεαλιστική" του φάση. Το 1965 και το 1967 εκδίδει δύο συλλογές "φανταστικών" διηγημάτων με τίτλους "Τα κοσμοκωμικά" και "Ταυ με μηδέν", ενώ το 1969 εκπλήσσει όλο τον κόσμο με το "Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων". Ακολουθούν τα έργα "Οι αόρατες πόλεις" (1972), "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" (1979) και "Πάλομαρ" (1983). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα "Κάτω απ' τον ιαγουάρο ήλιο", "Σχετικά με το παραμύθι" (δοκίμιο), "Αμερικανικά μαθήματα" (δοκίμιο), "Ο δρόμος του Σαν Τζιοβάνι", "Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς" (δοκίμιο) και "Πριν να πεις "εμπρός".

Από τη Βιβλιονέτ: https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=2095

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου