Σελίδες

Κυριακή 4 Αυγούστου 2024

Ίταλο Καλβίνο - Ο στρατηγός στον πόλεμο του βιβλίου *


Στο ένδοξο έθνος της Πανδουρίας, μια υποψία μπήκε μια μέρα στα μυαλά των ανώτερων αξιωματικών: ότι τα βιβλία περιείχαν γνώμες αντίθετες προς το στρατιωτικό κύρος. Πράγματι, από έρευνες και δίκες προέκυψε ότι αυτή τη συνήθεια, την ήδη τόσο διαδεδομένη, να θεωρούν τους στρατηγούς ως ανθρώπους που μπορεί και να σφάλλουν και να σκαρφίζονται καταστροφές και τους πολέμους ως κάτι που καμιά φορά διαφέρει από λαμπρούς περιπάτους προς ένδοξα πεπρωμένα, τη συμμεριζόταν ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων. 

Το Επιτελείο της Πανδουρίας συνεδρίασε για να εκτιμήσει την κατάσταση. Αλλά δεν ήξεραν από πού να αρχίσουν, γιατί κανείς τους δεν ήταν γνώστης σε βάθος του βιβλιογραφικού θέματος. Διορίστηκε μια επιτροπή έρευνας με επικεφαλής τον στρατηγό Φεντίνα, αυστηρό και ευσυνείδητο στρατιωτικό. Η επιτροπή θα έπρεπε να εξετάσει όλα τα βιβλία της ποιο μεγάλης βιβλιοθήκης της Πανδουρίας. Αυτή η βιβλιοθήκη βρισκόταν σε ένα παλαιό μέγαρο, γεμάτο σκάλες και κολόνες, φθαρμένο και εδώ κι εκεί ετοιμόρροπο. Οι ψυχρές αίθουσές του ήταν ασφυκτικά γεμάτες, παραγεμισμένες από βιβλία, εν μέρει αδιάβατες. Μόνον οι ποντικοί μπορούσαν να τις εξερευνήσουν σε όλους τους διαδρόμους τους. 

Οι στρατιωτικοί κατέλαβαν τη βιβλιοθήκη ένα βροχερό πρωινό του Νοέμβρη. Ο στρατηγός κατέβηκε από το άλογο, με το χοντρό του σβέρκο σύρριζα κουρεμένο, με τα φρύδια συνοφρυωμένα πάνω από τη μύτη-δαγκάνα. Από ένα αυτοκίνητο κατέβηκαν τέσσερις υπολοχαγοί, πολύ ψηλοί και αδύνατοι με υψωμένα πηγούνια και χαμηλωμένα βλέφαρα, καθένας τους με το χαρτοφύλακά του στο χέρι του. Έπειτα ερχόταν μια ομάδα στρατιωτών, που στρατοπέδευσαν στην παλιά αυλή, με μουλάρια, μπάλες σανού, σκηνές, ασύρματη τηλεφωνία και σημαίες με αστραφτερά χρώματα. 

Τοποθετήθηκαν σκοποί στις πόρτες και μια πινακίδα που απαγόρευε την είσοδο “εξαιτίας των μεγάλων γυμνασίων και για όλη τη διάρκειά τους”. Ήταν ένα τέχνασμα, ώστε η έρευνα να μπορέσει να διεξαχθεί με μεγάλη μυστικότητα. Οι μελετητές που συνήθιζαν να πηγαίνουν στη βιβλιοθήκη κάθε πρωί, τυλιγμένοι όλοι στα παλτά τους, με σάρπες και μάλλινους σκούφους για να μην παγώσουν, έπρεπε να γυρίσουν πίσω. Απορημένοι αναρωτιούνταν: “Μα πώς γίνονται τα μεγάλα γυμνάσια σε βιβλιοθήκη; Μα δεν θα προκαλέσουν αταξία; Και το ιππικό; Και θα ρίξουν και βολές;”. Από το προσωπικό της βιβλιοθήκης παρέμεινε μόνον ένα γεροντάκι, ο κύριος Κρισπίνο, ο οποίος στρατολογήθηκε για να εξηγήσει στους αξιωματικούς τη μετακίνηση των τόμων. Ήταν ένας κοντούλης τύπος, με το κεφάλι φαλακρό σαν αυγό και μάτια σαν κεφαλές καρφίτσας πίσω από τα γυαλιά. 

Ο στρατηγός Φεντίνα ασχολήθηκε πριν απ’ όλα με την οργάνωση της επιμελητείας, γιατί οι διαταγές ήσαν η επιτροπή να μη βγει από τη βιβλιοθήκη πριν φέρει σε πέρας την έρευνα: ήταν μια εργασία που απαιτούσε συγκέντρωση και δεν έπρεπε να χαλαρώσει η προσοχή τους. Έτσι προμηθεύτηκαν εφόδια σε τρόφιμα, ορισμένες σόμπες στρατώνα, μια προμήθεια σε καυσόξυλα, στα οποία προστέθηκαν και μερικές συλλογές παλαιών περιοδικών, που κρίθηκε ότι δεν είχαν μεγάλο ενδιαφέρον. Ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε τόση ζεστασιά στη βιβλιοθήκη όσο εκείνη την περίοδο. Σε ασφαλείς τόπους, περικυκλωμένους από ποντικοπαγίδες, τοποθετήθηκαν τα ράντζα όπου θα κοιμούνταν ο στρατηγός και οι αξιωματικοί του. 

Έπειτα ο στρατηγός προχώρησε στον καταμερισμό των καθηκόντων. Σε καθένα από τους υπολοχαγούς ανατέθηκαν καθορισμένοι κλάδοι της γνώσης, καθορισμένοι αιώνες ιστορίας. Ο στρατηγός θα έλεγχε τη διαλογή των τόμων και θα σφράγιζε με διαφορετικές σφραγίδες, ανάλογα με το αν το βιβλίο χαρακτηριζόταν αναγνώσιμο για τους αξιωματικούς, τους υπαξιωματικούς, το στράτευμα ή αν έπρεπε να καταγγελθεί στο στρατιωτικό δικαστήριο. 



Και η επιτροπή άρχισε τις εργασίες της. Κάθε βράδυ το ραδιοτηλέφωνο μετέδιδε την έκθεση του στρατηγού Φεντίνα στη στρατιωτική διοίκηση. “Εξετάστηκαν τόσοι τόμοι. Κατασχέθηκαν ως ύποπτοι τόσοι. Χαρακτηρίστηκαν αναγνώσιμοι για αξιωματικούς και στράτευμα τόσοι”. Σπάνια, αυτή οι ψυχροί αριθμοί συνοδεύονταν από κάποια έκτακτη επικοινωνία: το αίτημα για ένα ζευγάρι γυαλιά πρεσβυωπίας ενός υπολοχαγού που είχε σπάσει τα δικά του, η είδηση ότι ένα μουλάρι είχε φάει ένα σπάνιο βιβλίο του Κικέρωνα που είχε μείνει αφύλακτο.

Αλλά πολύ μεγαλύτερη σημασίας γεγονότα ωρίμαζαν, για τα οποία το ραδιοτηλέφωνο δεν μετέδιδε καμία είδηση. Το δάσος των βιβλίων, αντί να αραιώνει, φαινόταν να γίνεται όλο και πιο πυκνό και παγιδευτικό. Οι αξιωματικοί θα είχαν χαθεί αν δεν υπήρχε ο κύριος Κρισπίνο για να τους βοηθάει. Για παράδειγμα, ο ανθυπολοχαγός Αμπρογκάτι σηκωνόταν απότομα όρθιος σαν ελατήριο και πετούσε πάνω στο τραπέζι τον τόμο που διάβαζε: “Μα είναι ανήκουστο! Ένα βιβλίο για τους καρχηδονιακούς πολέμους που μιλάει με καλά λόγια για τους Καρχηδόνιους και ασκεί κριτική στους Ρωμαίους! Πρέπει αμέσως να προβούμε σε καταγγελία”. (Πρέπει να πούμε ότι οι Πανδούριοι, σωστά ή λάθος, θεωρούσαν ότι κατάγονται από τους Ρωμαίους.)

Με το αθόρυβο βήμα του, χάρη στις υφασμάτινες παντόφλες του, τον πλησίαζε ο γέρο-βιβλιοθηκάριος. “Αυτό δεν είναι τίποτα -έλεγε- διάβασε εδώ, πάλι για τους Ρωμαίους, τι έχει γραφτεί, θα μπορούσατε να καταχωρίσετε κι αυτό στα πρακτικά και αυτό…” και του υπεδείκνυε μια στοίβα βιβλία. Ο υπολοχαγός άρχιζε να ξεφυλλίζει τους τόμους, νευρικός, έπειτα με μεγαλύτερο ενδιαφέρον διάβαζε, κρατούσε σημειώσεις. Και έξυνε το κεφάλι του μουρμουρίζοντας: “Διάβολε! Μα πόσα έχουν μάθει! Ποιος θα το ‘λεγε!”.

Ο κύριος Κρισπίνο μετακινούνταν προς τον υπολοχαγό Λουκέτι, που έκλεινε οργισμένος ένα τόμο λέγοντας: «Ωραία πράγματα! εδώ έχουν το θάρρος να εκφράζουν αμφιβολίες για την καθαρότητα των ιδεωδών των Σταυροφοριών! Μάλιστα κύριοι, των Σταυροφοριών!». Και ο κύριος Κρισπίνο χαμογελώντας: «Α, κοιτάξτε, αν πρέπει να συντάξετε πρακτικά γι’ αυτό το θέμα, μπορώ να σας υποδείξω κάποια άλλα βιβλία, όπου μπορείτε να βρείτε περισσότερες λεπτομέρειες…» και του κατέβαζε μισό ράφι. Ο υπολοχαγός Λουκέτι πλησίαζε προσεκτικά με σκυμμένο κεφάλι και για μια βδομάδα τον άκουγαν να ξεφυλλίζει γρήγορα σελίδες και να μουρμουρίζει: «Αυτές οι Σταυροφορίες όμως, ωραία δουλειά!».

Στο βραδινό ανακοινωθέν της επιτροπής ο αριθμός των βιβλίων που είχαν εξεταστεί γινόταν όλο και πιο μεγάλος, αλλά δεν αναφερόταν πλέον κανένα δεδομένο για τις θετικές ή αρνητικές ετυμηγορίες. Οι σφραγίδες του στρατηγού Φεντίνα έμεναν αναξιοποίητες. Αν ο στρατηγός, προσπαθώντας να ελέγξει την εργασία των υπολοχαγών, ρωτούσε κάποιον απ’ αυτούς: «Μα πώς άφησες να περάσει αυτό το μυθιστόρημα; Οι στρατιώτες δίνουν πιο καλή εντύπωση από τους αξιωματικούς! Είναι ένας συγγραφέας που δεν σέβεται την ιεραρχία!», ο υπολοχαγός απαντούσε αναφέροντας άλλους συγγραφείς και πελαγοδρομώντας σε ιστορικούς, φιλοσοφικούς και οικονομικούς συλλογισμούς. Άρχιζαν έτσι γενικές συζητήσεις που συνεχίζονταν για πολλές ώρες. Ο κύριος Κρισπίνο, αθόρυβος με τις παντόφλες του, σχεδόν αόρατος μέσα στη γκρίζα μπλούζα του, παρενέβαινε πάντοτε τη σωστή στιγμή, με ένα βιβλίο που κατά τη γνώμη του περιείχε ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες για το υπό συζήτηση θέμα και που είχε πάντοτε ως αποτέλεσμα να βάζει σε κρίση τις πεποιθήσεις του στρατηγού Φεντίνα.

Εν τω μεταξύ, οι στρατιώτες δεν είχαν τι να κάνουν και έπλητταν. Ένας από αυτούς, ο Μπαραμπάσο, ο πιο μορφωμένος, ζήτησε από τους αξιωματικούς ένα βιβλίο για να διαβάσει. Στην αρχή ήθελαν να του δώσουν ένα από εκείνα τα λίγα που είχαν ήδη χαρακτηριστεί αναγνώσιμα από το στράτευμα. Αλλά όταν σκέφτηκαν τις χιλιάδες των τόμων που απέμεναν ακόμα προς εξέταση, ήρθε στο στρατηγό η ιδέα ότι οι ώρες ανάγνωσης του στρατιώτη Μπαραμπάσο θα ήσαν χαμένες για την υπηρεσία. Και του έδωσε ένα βιβλίο που ήταν ακόμα προς εξέταση, ένα μυθιστόρημα που φαινόταν εύκολο, το οποίο υπέδειξε ο κύριος Κρισπίνο. Αφού θα διάβαζε το βιβλίο, ο Μπαραμπάσο θα έπρεπε να κάνει αναφορά γι’ αυτό στον στρατηγό. Και άλλοι στρατιώτες ζήτησαν και πέτυχαν το ίδιο. Ο στρατιώτης Τομασόνε διάβαζε μεγαλόφωνα σε ένα αναλφάβητο συνάδελφό του και αυτός του έλεγε τη γνώμη του. Στις γενικές συζητήσεις άρχισαν να συμμετέχουν και οι στρατιώτες.

Για τη συνέχεια των εργασιών της επιτροπής δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες. Το τι έγινε στη βιβλιοθήκη στις μακρές χειμερινές εβδομάδες δεν αναφέρθηκε. Γεγονός παραμένει ότι στο Επιτελείο της Πανδουρίας οι ραδιοτηλεφωνικές αναφορές του στρατηγού Φεντίνα έφταναν όλο και πιο αραιά, μέχρις ότου διακόπηκαν εντελώς. Η ανώτατη διοίκηση άρχισε να ανησυχεί. Έδωσε την εντολή να ολοκληρωθεί η έρευνα το συντομότερο δυνατό και να παρουσιαστεί μια πλήρης αναφορά.

Η διαταγή έφτασε στη βιβλιοθήκη ενώ στη ψυχή του Φεντίνα και των ανθρώπων του συγκρούονταν δύο αντιτιθέμενα συναισθήματα: από τη μια μεριά ανακάλυπταν κάθε στιγμή νέες επιθυμίες γνώσης προς ικανοποίηση, απολάμβαναν αυτές τις αναγνώσεις και αυτές τις μελέτες με τρόπο που δεν θα μπορούσαν πρωτύτερα να φανταστούν· από την άλλη μεριά δεν έβλεπαν την ώρα να επιστρέψουν ανάμεσα στους ανθρώπους, να ξαναπιάσουν επαφή με τη ζωή, που τους φαινόταν τώρα τόσο περίπλοκη, σχεδόν ανανεωμένη στα μάτια τους· και από μιαν άλλη μεριά ακόμα, το πλησίασμα της μέρας κατά την οποία έπρεπε να εγκαταλείψουν τη βιβλιοθήκη τούς γέμιζε ανησυχία, γιατί έπρεπε να δώσουν λογαριασμό για την αποστολή τους, και με όλες αυτές τις ιδέες που φύτρωναν στο κεφάλι τους δεν ήξεραν πλέον πώς να γλιτώσουν από τον μπελά. Το βράδυ έβλεπαν από τα τζάμια τα μπουμπούκια στα κλαδιά φωτισμένα από τη δύση του ηλίου και τα φώτα της πόλης να ανάβουν, ενώ κάποιος ανάμεσά τους διάβαζε μεγαλόφωνα τους στίχους ενός ποιητή.

Ο Φεντίνα δεν ήταν μαζί τους. Είχε δώσει διαταγή να τον αφήσουν μόνο του, στο τραπέζι του, γιατί έπρεπε να συντάξει την τεχνική αναφορά. Αλλά κάθε τόσο ακουγόταν το κουδουνάκι να ηχεί και η φωνή του να καλεί: «Κρισπίνο! Κρισπίνο!». Δεν μπορούσε να προχωρήσει χωρίς τη βοήθεια του γερο-βιβλιοθηκάριου και κατέληγαν να κάθονται στο ίδιο τραπέζι και να συντάσσουν μαζί την αναφορά.

Ένα ωραίο πρωινό, επιτέλους, η επιτροπή βγήκε από τη βιβλιοθήκη και πήγε για αναφορά στην ανώτατη διοίκηση. Και ο Φεντίνα παρουσίασε τα αποτελέσματα της έρευνας μπροστά στο συγκεντρωμένο Επιτελείο. Ο λόγος του ήταν ένα είδος σύνοψης της ιστορίας της ανθρωπότητας από τις απαρχές της ως τις μέρες μας, στην οποία όλες οι αναμφισβήτητες, για τους γνωστικούς ανθρώπους της Πανδουρίας, ιδέες υποβάλλονταν σε κριτική, οι ιθύνουσες τάξεις καταγγέλλονταν ως υπεύθυνες για τις κακοτυχίες της πατρίδας, ο λαός εγκωμιαζόταν ως ηρωικό θύμα πολέμων και εσφαλμένων πολιτικών. Ήταν μια περιγραφή λίγο μπερδεμένη, με επιχειρήματα απλοϊκά και αντιφατικά, όπως συμβαίνει σε όποιον έχει πολύ πρόσφατα υιοθετήσει νέες ιδέες. Αλλά για το συνολικό νόημα δεν μπορούσαν να υπάρξουν αμφιβολίες.

Το συμβούλιο των στρατηγών της Πανδουρίας έμεινε άναυδο, γούρλωσε τα μάτια, ξαναβρήκε τη φωνή του, κραύγασε. Ο στρατηγός δεν μπόρεσε ούτε καν να ολοκληρώσει. Μίλησε για ταπείνωση, για δίκη. Έπειτα, από το φόβο σοβαρότερων σκανδάλων, ο στρατηγός και οι τέσσερις υπολοχαγοί συνταξιοδοτήθηκαν για λόγους υγείας, εξαιτίας «μιας σοβαρής νευρικής εξάντλησης, που προκλήθηκε κατά την άσκηση των υπηρεσιακών τους καθηκόντων». Ντυμένους με πολιτικά ρούχα, τους είδαν συχνά να μπαίνουν, τυλιγμένοι στα παλτά τους και κουκουλωμένοι για να μην παγώσουν, στην παλιά βιβλιοθήκη, όπου τους περίμενε ο κύριος Κρισπίνο με τα βιβλία του.

                      


                           

*Με τον τίτλο αυτόν εκδόθηκε από το ΕΚΕΒΙ, στη σειρά φιλόβιβλον,  άρθρο του Ίταλο Καλβίνο στην ιταλική εφημερίδα LUnita στις 23 Νοεμβρίου 1953 και στις 6 Μαΐου 1995.

Επιλογή και μετάφραση Θανάση Γιαλκέτση.

 


Ο Ίταλο Καλβίνο (Italo Calvino, 1923-1985) γεννήθηκε στην Κούβα, αλλά σε νεαρή ηλικία εγκαταστάθηκε με τους γονείς του στην Ιταλία. Το 1943 προσχωρεί στους παρτιζάνους της ιταλικής αντίστασης. Πρωτοεμφανίστηκε στα ιταλικά γράμματα το 1947 με το μυθιστόρημα "Το μονοπάτι με τις αραχνοφωλιές" με θέμα την Αντίσταση, θέμα που πραγματεύεται και στο επόμενο βιβλίο του, μια συλλογή από διηγήματα με γενικό τίτλο "Τελευταίο έρχεται το κοράκι". Ακολουθεί η τριλογία που τον έκανε διάσημο, τρία σύντομα μυθιστορήματα που συνθέτουν τον κύκλο "Οι πρόγονοί μας: Ο διχασμένος υποκόμης", "Ο αναρριχώμενος βαρόνος" και "Ο ανύπαρκτος ιππότης". Ακολουθεί, το 1956, μια συλλογή ιταλικών λαϊκών παραμυθιών που μετέγραψε ο συγγραφέας με τον τίτλο "Ιταλικοί μύθοι", ενώ δυο χρόνια αργότερα εκδίδει τα "Διηγήματα", συλλογή που περιέχει και την πολύ γνωστή ενότητα διηγημάτων "Οι δύσκολοι έρωτες". Ακολουθούν δύο σύντομα μυθιστορήματα, το "Μαρκοβάλντο ή οι εποχές στην πόλη" και το "Η μέρα ενός εκλογικού αντιπροσώπου" (1963) που ολοκληρώνουν τη "νεορεαλιστική" του φάση. Το 1965 και το 1967 εκδίδει δύο συλλογές "φανταστικών" διηγημάτων με τίτλους "Τα κοσμοκωμικά" και "Ταυ με μηδέν", ενώ το 1969 εκπλήσσει όλο τον κόσμο με το "Κάστρο των διασταυρωμένων πεπρωμένων". Ακολουθούν τα έργα "Οι αόρατες πόλεις" (1972), "Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης" (1979) και "Πάλομαρ" (1983). Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν τα έργα "Κάτω απ' τον ιαγουάρο ήλιο", "Σχετικά με το παραμύθι" (δοκίμιο), "Αμερικανικά μαθήματα" (δοκίμιο), "Ο δρόμος του Σαν Τζιοβάνι", "Γιατί να διαβάζουμε τους κλασικούς" (δοκίμιο) και "Πριν να πεις "εμπρός".

Από τη Βιβλιονέτ: https://biblionet.gr/%CF%80%CF%81%CE%BF%CF%83%CF%89%CF%80%CE%BF/?personid=2095

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου