Στην αυλή της φιλόξενης Βορεείου βιβλιοθήκης την Τετάρτη 26 Ιουνίου, στον κύκλο γνωριμιών μας με Έλληνες δημιουργούς, συναντηθήκαμε με τη Βασιλική Πέτσα και μιλήσαμε για το βιβλίο της «Το δέντρο της υπακοής» (εκδόσεις Πόλις). Αυτή τη φορά είχαμε την ευκαιρία και τη χαρά να έχουμε μαζί μας μια νεαρή συγγραφέα, με πλούσιο επιστημονικό και λογοτεχνικό βιογραφικό και πολλά υποσχόμενη για τα λογοτεχνικά πράγματα της χώρας μας.
Το 2018
η καλεσμένη μας δημοσίευσε
το πρώτο της μυθιστόρημα. Με αυτό, άλλαξε ρότα: από το διήγημα και τη νουβέλα,
που υπηρέτησε επιτυχημένα, πέρασε στη μεγάλη φόρμα. Και, πολύ σημαντικό, από το τοπικό, με αποκορύφωμα την ντοπιολαλιά της
Καρδίτσας, πέρασε στην παγκοσμιοποιημένη ανθρωπότητα -οι ήρωές της έχουν
διαφορετική καταγωγή, διαφορετικά κοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά με ένα
μόνο κοινό χαρακτηριστικό: ζουν σε ένα εχθρικό περιβάλλον και περιπλανώνται,
αναζητώντας στήριγμα. Οι πιό γνωστοί Έλληνες πεζογράφοι που είναι «παγκόσμιοι»
είναι ο Μιχάλης Μοδινός και η Σώτη Τριανταφύλλου. Αλλά και η θεματική της άλλαξε:
εστιάζει σε ζητήματα ουτοπιών, θρησκευτικών
και πολιτικών, ζητήματα που σχεδόν εκλείπουν από τη μεταπολιτευτική μας
πεζογραφία.
Το δέντρο της υπακοής διαθέτει πρώτα απ’ όλα ένα πολύ ωραίο, και ταιριαστό με το περιεχόμενο, εξώφυλλο από τον πίνακα του Μοντριάν «Δένδρο σε βαλτώδες τοπίο» που θυμίζει τις ταινίες του Ταρκόφσκι. Είναι ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με έξι ιστορίες που εκτυλίσσονται σε όλον τον εικοστό αιώνα και μας μεταφέρουν νοητά στην Ιρλανδία και την Πορτογαλία, στη Σιβηρία, την Αράλη, το Αραράτ και τη Φλόριντα και από εκεί στην Αρκτική. Οι ιστορίες βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα, εκτός από αυτήν με τον Πατέρα.
Α. Ιστορίες γύρω από τη θρησκευτική πίστη:
1. Φάτιμα
Εδώ περιγράφεται μια σειρά οραμάτων της
Παναγίας από τρία ανήλικα βοσκόπουλα στο χωριό Φάτιμα της Πορτογαλίας το 1917 (χρονιά
της Οκτωβριανής Επανάστασης, τέλος του 1ουΠΠ). Η Παναγία θα τους
φανερώσει τρία μυστικά που δεν θα πρέπει να αποκαλύψουν παρά μόνο εν χρόνω.
Όμως ο χρόνος κυλά αντίστροφα για τα αδελφάκια, Φρανσίσκο και Ζασίντα, που θα
πεθάνουν λίγα χρόνια αργότερα από την επιδημία γρίπης. Θα επιζήσει η ξαδέλφη
τους, Λουσία, που θα γίνει μοναχή, και με μεγάλη της ικανοποίηση θα δει την
εργαλειοποίηση της Φάτιμα ως ενός από τα δημοφιλέστερα προσκυνήματα της
Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σημειωτέον ότι το 1989 έγινε τελετή οσιοποίησης του Φρανσίσκο
και της Ζασίντα από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β’, ενώ εκκρεμεί αυτή της Λουσίας που
πέθανε το 2005.
Τα
τρία παιδιά. Πηγή: https://www.sansimera.gr/articles/89
2. Λυκόβ
Η ιστορία μιας οικογένειας Ρώσων Παλαιοχριστιανών,
οι οποίοι έζησαν απομονωμένοι, για 42 χρόνια, στα ενδότερα της Σιβηρίας (1936-1978). Η πρώτη τους απομάκρυνση έγινε
την περίοδο του εμφυλίου μεταξύ Λευκού και Κόκκινου στρατού. Κατά τη δεύτερη,
την εποχή του Στάλιν, θα ζήσουν ασκητικά, μακριά από το άθεο καθεστώς,
αφιερώνοντας τη ζωή τους στην πίστη τους
και στην υπακοή στο θρησκευτικό πατροπαράδοτο τελετουργικό. Αποτέλεσμα; Αδιέξοδο.
Η οικογένεια πέθανε από απόγνωση, από πείνα και ασθένειες. Μόνο η Αγκάφια, η
μικρότερη κόρη της οικογένειας, επέζησε.
Οικογένεια Λικόφ. Πηγή: https://www.iefimerida.gr/kosmos/palaiohristianoi-likof-den-ixeran-gia-polemo
Κιβωτός
Το ταξίδι ενός Αμερικανού ευαγγελιστή, του
δρα Έι. Τζ. Σμιθ, ο οποίος, μετά από μια αποτυχημένη αποστολή στην Κίνα, νιώθει
ότι είναι προορισμένος να ανακαλύψει τη χαμένη κιβωτό του Νώε στο όρος Αραράτ βασιζόμενος
α. σε μια έκθεση (1916) από τον Ρώσο αεροπόρο Βλαδίμηρο Ροσκοβίτσκυ και β. σε μια
αμφιλεγόμενη μαρτυρία ενός Κούρδου αυτόπτη μάρτυρα (1948). Η βασανιστική αναζήτηση της ουτοπίας δεν
δικαιώνεται (1951) και η αποστολή στέφεται από αποτυχία.
Η κιβωτός του Νώε στο όρος Αραράτ. Εργο
του Φλαμανδού Simon de Myle (1570). Πηγή: https://www.kathimerini.gr/culture/books/947839/o-kyrios-tzortz-smith-kai-i-kivotos-toy-noe/
Β. Ιστορίες
γύρω από την πολιτική πίστη:
1. Λιουμπόβ Ορλόβα
Εδώ έχουμε μια διπλή ιστορία. Αφενός, μιας
μεγάλης σταρ του σοβιετικού κινηματογράφου (1902-1975) και, αφετέρου, ενός
πλοίου που πήρε το όνομά της μετά τον θάνατό της. Η σταρ, μετά από την
εξαφάνιση του πρώτου συζύγου της το 1930, επί Στάλιν, περιφέρεται στα κοσμικά
σαλόνια, γνωρίζεται με προσωπικότητες όπως ο Τσάπλιν και ο Πικάσο, στη Ρωσία,
στην Ελβετία, στις Κάννες, υπακούοντας στον δεύτερο άντρα της, «αρλεκίνοι της αυλής», διαλυμένη
από το ποτό και τα αναπάντητα ερωτήματα.
Το πλοίο, ναυπηγημένο στη Γιουγκοσλαβία, ξεκίνησε
ως πολυτελές κρουαζιερόπλοιο για να καταλήξει, χρόνια μετά, το 2013, ρυμουλκούμενο από τον Καναδά στον Άγιο Δομίνικο,
προορισμένο να μετατραπεί σε μετάλλευμα και, εντέλει, ακυβέρνητο κουφάρι στα
διεθνή ύδατα που παλεύει με τα θαλάσσια ρεύματα, χαμένο από κάθε προσπάθεια
εντοπισμού. Τον Νοέμβριο του 2017 δημοσιεύματα του τύπου ισχυρίζονταν ότι οι
μόνοι επιβάτες πλέον του πλοίου ήταν μια φυλή αρουραίων που επιβίωνε τρώγοντας
ο ένας τις σάρκες του άλλου.
Αράλη
Η Αράλη, μια λίμνη πηγή πλούτου, που
στήριξε τους κατοίκους της Σοβιετικής Ένωσης σε κρίσιμες στιγμές, αποξηράθηκε, με
στόχο την άνοδο της παραγωγής και την οικονομική «ανάπτυξη». Οι παρεμβάσεις προκάλεσαν
περιβαλλοντικές ανισορροπίες και κατέληξαν σε εφιάλτη. Αποτέλεσμα: Μια
τεράστια γεωγραφική περιοχή διαβρωμένη, ερημωμένη. Μου θύμισε την έναρξη της
ταινίας «Λεβιάθαν» του Αντρέι Ζβιαγκίντσεφ (2014). Σε αυτή,
υπό τους ήχους της μουσικής του Φίλιπ Γκλας, βλέπουμε έναν τόπο εξαιρετικής
ομορφιάς, στον Αρκτικό Ωκεανό, σπαρμένο με κουφάρια από πλοία και θαλάσσια
κήτη. Οι εγκληματικές αστοχίες που έγιναν στην περίπτωση της Αράλης, υποδηλώνουν
τα μεγάλα οικονομικά και κοινωνικά ερείπια που άφησε πίσω της η προσπάθεια ανάπτυξης της Σοβιετικής Ένωσης. Σε αυτό το συμπέρασμα ωθούν και οι
καταγγελίες για βιολογικά
πειράματα στη νήσο Βοζροντένιε που κόστισαν την υγεία και ασφάλεια των κατοίκων.
Σε αυτό το καταστραμμένο περιβάλλον της λίμνης, ζει ένα 15χρονο αγόρι που ονειρεύεται να διαφύγει από τη ζοφερή πραγματικότητα και να γίνει αστροναύτης. Την ημέρα των γενεθλίων του, ξεπερνώντας τον φόβο του, εξερευνά το κουφάρι ενός από τα παροπλισμένα πλοία της Αράλης.
Η έκτη ιστορία με τίτλο Πατέρας,
έχω την αίσθηση ότι όχι μόνο ανοίγει και κλείνει το μυθιστόρημα, αλλά ότι διατρέχει
όλες τις ιστορίες. Όπως στις ταινίες δρόμου, έτσι και εδώ, ο Πόρικ, ένας άνεργος νέος πατέρας, βαθιά θρησκευόμενος, διαβάζει
ότι το ακυβέρνητο Λιουμπόβ Ορλόβα κατευθύνεται προς την Ιρλανδία. Πανικοβάλλεται
στην ιδέα της επικείμενης καταστροφής, απαγάγει το νήπιο μωρό του, με προορισμό
έναν ασφαλή, κατά τη γνώμη του, τόπο για το νεογέννητο παιδί. Είναι η μόνη
λύση, ψιθυρίζει… κάνει τον σταυρό του. Και ξεκινά. Εν όψει της αναπόφευκτης
καταστροφής, πρέπει να ξαναπιστέψει.15,18 Διασχίζει την Ευρώπη της κρίσης
(Καλαί). Στόχος του να ακολουθήσει ένα άλλο προσκύνημα του Ρωμαιοκαθολικισμού, τον
Δρόμο του Αγίου Ιακώβου στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα στο ΒΔ άκρο της Ισπανίας. Ο
ήρωας θα συλληφθεί και θα εγκλεισθεί σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Δύο χρόνια μετά,
δουλεύει ως κηπουρός σε ένα παραθαλάσσιο χωριό της Ιρλανδίας, ακολουθεί την
ιατρική αγωγή του και περιμένει, με υπομονή, την ημέρα που θα ενωθεί και πάλι
με την οικογένειά του. Η γυναίκα του, η οποία ποτέ δεν τον απαρνήθηκε,
περιμένει και εκείνη αυτή την στιγμή.
Θα γίνει καλά; Δεν είμαι σίγουρη.
Η συγγραφέας θέτει στο κέντρο της θεματικής της την αναζήτηση της ουτοπίας, μιας ουτοπίας που θα απαντά στις ανθρώπινες ελλείψεις και αβεβαιότητες. Ο Χριστιανισμός και ο Σοσιαλισμός απετέλεσαν δύο από τα πλέον ισχυρά οράματα για την ανθρωπότητα. Ο 20ος αιώνας, μάλιστα, χαρακτηρίζεται από την άνοδο και την πτώση των ουτοπιών, όπως αυτή της Οκτωβριανής επανάστασης η οποία αποτελεί κομβικό σημείο αναφοράς για πολλές ιστορίες του βιβλίου.
Η συγγραφέας, εμπλέκει στον αφηγηματικό
της ιστό ιστορίες που ταξιδεύουν στον χώρο και τον χρόνο -από το 1917 μέχρι
σήμερα-, οι οποίες βαθμηδόν εξιστορούν τα ταξίδια επιβίωσης των ηρώων τους. Με
όχημα τις ιστορίες αυτές μιλά για σημαντικά σύγχρονα αδιέξοδα, την
απαξίωση ή αμφισβήτηση των οραμάτων με διάχυτη την αίσθηση της απογοήτευσης,
παραίτησης και εγκατάλειψης.
Στο βιβλίο διαβάζουμε την εκ της λατινικής
φράση: Ταξίδεψα καλά, μολονότι ναυάγησα
Για το ταξίδι ζωής των ηρώων δηλωτικό είναι το ποίημα της Ναταλία Κοντσαλόφσκαγια με τίτλο «Ένα μεγάλο καράβι για τα εγγόνια του» που μεταφράζει η Βασιλική Πέτσα και παραθέτει στην αρχή του βιβλίου της.
Ως γνωστόν, οι ήρωες του μυθιστορήματος
ναυάγησαν. Ταξίδεψαν όμως καλά; Και σε τι κατάσταση βρίσκονται τώρα; Ψάχνουν
την προστασία και την θαλπωρή ή την «ισορροπία μες στο σύμπαν»
όπως ο νεαρός πατέρας; Ας σκύψουμε σε μερικά γεγονότα, ας μοιραστούμε κάποιες
σκέψεις:
Πολλοί από τους ήρωες του μυθιστορήματος πιστεύουν ότι εάν έχουν πίστη, εάν κάνουν αυτό που τους λέει ο Θεός, όπως ο βιβλικός Αβραάμ, όλα θα πάνε προς το καλύτερο. Τόσο ο Πατέρας όσο και ο Αντρέι Λυκόβ αναζητούν ένα (θεϊκό) σημείο που θα τους καθοδηγήσει: «Μυστηριακή γραφή η ζωή γύρω του, τα πράγματα παράξενα, και δεν καταλαβαίνει, ψάχνει ένα σήμα από το χτες, αναζητά ασφαλείς κώδικες ή έστω μια πυξίδα, προς κάπου να στραφεί» (σσ.106-7).
Επίσης, δηλώνουν πως η θέλησή τους να
διατηρήσουν την πίστη τους είναι ακλόνητη: στη σ. 102 ο ιεραπόστολος Σμιθ: «..σφίγγει
τα χείλη του αποφασιστικά, να μην αφήσει περιθώριο για ρωγμές ή χαραμάδα για
την καχυποψία, δεν θα αφήσει την αμφιβολία να κλονίσει την πίστη στον σκοπό,
που λάμπει αναζωογονημένη, δυνατή, μέσα του».
Η πίστη, όπως είναι γνωστό, είναι
ανορθολογική -δεν βασίζεται στον ορθό λόγο- και εμπεριέχει διακινδύνευση (πώς
γνωρίζει κανείς ότι το μήνυμα προέρχεται πράγματι από τον Θεό ώστε η πίστη του
να υπερβεί το καθήκον του ως προς την ανθρώπινη ηθική;).
Οπότε, Εν αρχή είναι η πίστις, για τους ήρωες του μυθιστορήματος.
Απομόνωση από το κοινωνικό περιβάλλον. Σύμφωνα με τον Δανό φιλόσοφο Σέρεν Κίρκεγκορ όσοι επιλέγουν αυτό το
μονοπάτι σκέψης είναι εντελώς μόνοι. Οι ήρωες αυτού του μυθιστορήματος,
πράγματι, είναι πολύ μοναχικοί. Η Λουσία μιλά για θλίψη και εσωτερική
ερήμωση σ. 38.
Με ορμητήριο την πίστη τους, πολλοί από
τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος αποκόπηκαν και αποξενώθηκαν από την πραγματικότητα
και δεν μπόρεσαν να συμφιλιωθούν με τις αλλαγές που παρουσιάστηκαν στο
περιβάλλον τους, να ταυτίσουν τη δική τους διαδρομή με εκείνη της χώρας τους.
Οι ήρωες του μυθιστορήματος είναι τραγικές
προσωπικότητες. Κυνηγούν το απόλυτο, έχουν ανάγκη να ζήσουν σύμφωνα με τις
δικές τους αρχές. Στην ουσία, δεν ενδιαφέρονται να επικοινωνήσουν με αυτόν τον «αμαρτωλό»
κόσμο, το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να ζήσουν και να πεθάνουν χωρίς να
μολύνουν την πίστη τους. Όμως εδώ ενυπάρχει μια τραγική ειρωνεία. Ο άνθρωπος,
αυτό το κοινωνικό ον, μακριά από το περιβάλλον του;
Ως αποτέλεσμα, η σχέση των ηρώων μας με
την τοπική κοινωνία είναι προβληματική. Η Λουσία εξομολογείται ότι φοβάται: –
δεν φτάνει η πίστη, χρειάζεται και η κοινωνική συμπαράσταση, η συμπάθεια και
αποδοχή.
«Δάκρυα και αίμα στο στόμα της, στα πληγιασμένα πέλματα χοντρά χαλίκια.
Η Λουσία περπατά με σκυφτούς τους ώμους, κουτσαίνοντας, στον τραχύ χωματόδεντρο
που οδηγεί στην πόλη της Ουρέμ…Δεν τολμά να σηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει
γύρω της˙ είναι σίγουρη πως όλο το χωριό την έχει δει να βαδίζει ταπεινωμένη
στην οδό του μαρτυρίου της μα κανείς δεν βγήκε να τη χαιρετήσει, φίλος ή
συγγενής ή γείτονας δεν βρήκε κάτι να της πει, κάπως να την ενθαρρύνει. Να
φοβάσαι μόνος: η Λουσία το βιώνει πρώτη της φορά, συνταρακτικό, επίπονο. Θα
‘πρεπε, το ξέρει, να της αρκεί που σύντροφό της έχει τη χριστιανική πίστη της,
μα η ανθρώπινη φύση -το βλέπει τώρα καθαρά, βράχος ποτέ της δεν θα γίνει -είναι
αδύναμη και η ψυχή πότε πετά, αετός αγέρωχος, προς του Θεού τα ουράνια ύψη και
πότε σαν καναρίνι εγκλωβίζεται στις υπόγειες στοές, σημαίνοντας κινδύνους».
[σσ. 121-122]
Η κοινωνία είναι πολύ δύσπιστη, ενίοτε και
σκληρή, απέναντι σε οτιδήποτε περιθωριακό ή ξένο: η τοπική κοινωνία απέναντι
στους Λυκόβ, οι γονείς των παιδιών δεν τα επισκέπτονται στο αστυνομικό τμήμα, η
μητέρα της Λουσία είναι άτεγκτη απέναντί της ακόμα και οι αδελφές της τη
διώχνουν από το κοινό κρεββάτι τους. Άλλωστε, η υπακοή σε κάποια ιδέα σημαίνει
αναπόφευκτα την αντίθεση και αντίσταση σε κάποια άλλη.
Η προσπάθεια, εντέλει των ηρώων μας να ριζώσουν κάπου όπου μπορούν να ζήσουν σύμφωνα με τα πιστεύω τους, αποδεικνύεται μάταιη και ουτοπική: η οικογένεια Λυκόβ αποδεκατίζεται, το μικρό αγόρι εγκλωβίζεται στο κουφάρι του πλοίου, ο Πατέρας κλείνεται σε ψυχιατρική κλινική, η Λιουμπόβ Ορλόβα αυτοκαταστρέφεται πίνοντας.
Οι ίδιοι οι ήρωες αλλάζουν. Οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν δύσκολες και τεταμένες καταστάσεις και
προσπαθούν, με παράτολμους χειρισμούς, να ισορροπήσουν τις αντιθέσεις που τους
κυνηγούν. Αν δεν τα καταφέρουν, σιγά σιγά αυτοκαταστρέφονται. Η άλλοτε σπουδαία
Ρωσίδα σταρ Λιουμπόβ Ορλόβα περιφέρει την ανούσια
ύπαρξή της, μετά την εξαφάνιση του πρώτου αγαπημένου συζύγου της και βρίσκει
καταφύγιο στο ποτό.
Οι άνθρωποι αυτοί είναι εύκολο να
θυσιάσουν, στο βωμό της επιδιωκόμενης ουτοπίας, όχι μόνο τη δική τους αλλά και
τη ζωή των άλλων. Προκειμένου να διαφυλάξει την πίστη της οικογένειάς του, ο
Λυκόβ, «ένας παρατηρητής τρωτός στην απροσπέλαστη μοναξιά του» παρατηρεί
την πόλη που αλλάζει (η θέση των γυναικών, επανάσταση των εργατών ενάντια στους
αγρότες) και αποφασίζει να πάρει την οικογένειά του μακριά από τους ανθρώπους. Στέκεται
ευέξαπτος και άτεγκτος απέναντί τους˙ η γυναίκα του πεθαίνει από πείνα, ο γιος
του Ντμίτρι από επιδημία. Αλλά και ο Ντμίτρι, στέκεται επικριτικός και δεν
συμπαραστέκεται στον αδελφό του τον Σαβίν όταν εκείνος καταρρέει και αυτοκτονεί.
Στον συγκλονιστικό μονόλογό του (στη σ.257) η επιείκεια εκλαμβάνεται ως
αδυναμία της καρδιάς που συσκοτίζει τη διαύγεια πνεύματος και θολώνει την
κρίση.
Παρατηρούμε πως όσο περισσότερο οι άνθρωποι εγκλωβίζονται στους σκληρούς κανόνες, στο τυπικό μιας ιδεολογίας, τόσο περισσότερο απομακρύνονται από αυτήν την ιδεολογία. (και στην πολιτική υπακοή έχουμε αντίστοιχα παραδείγματα, π.χ. τρομοκρατία).
Ανάπτυξη – οικοσύστημα. Ένα ακυβέρνητο καράβι, μια καταστραμμένη λίμνη, θανατηφόρα πειράματα
βιολογικού πολέμου είναι η επιβάρυνση της λεγόμενης ανάπτυξης στο οικοσύστημα. Το
αγόρι νιώθει ανάπηρο μέσα σε μια περιοχή με επιδημία ευλογιάς που, σύμφωνα με
φήμες, οφείλεται σε αποτυχημένα επιστημονικά πειράματα.
Στη σελ. 231 αναφέρεται ένα εμβληματικό
μυθιστόρημα δυστοπίας. Είναι «Το ταξίδι του αδελφού μου Αλεξέι στη γη της
αγροτικής ουτοπίας» του Αλεξάντερ Τσαγιάνοφ που το έγραψε το 1920 και
αφορούσε το 1984. Ίσως γι’ αυτό ο Τζορτζ Όργουελ έβαλε στο δυστοπικό του
μυθιστόρημα «1984» αυτόν τον τίτλο 30 χρόνια αργότερα.
Η κλιματική κρίση που βιώνουμε σήμερα, επιτάσσει,
πολύ περισσότερο, από ό,τι τον προηγούμενο αιώνα, η οικονομική ανάπτυξη να
διασφαλίζει την ισορροπία του οικοσυστήματος. Ας μην ξεχνάμε τη φωνή του γέρου
στο λιμάνι του Αράλσκ «Τα δίχτυα, οι βάρκες, τα εργοστάσια, όλα εδώ είναι… Η
θάλασσα όμως. Πού πήγε η θάλασσα;». 202.
Έρχομαι τώρα στον τίτλο του μυθιστορήματος: Το δέντρο της υπακοής. Είναι παρμένος, όπως μας λέει η συγγραφέας, από τα ημερολόγια της αδελφής Λουσίας [269 Φάτιμα]. Συναντάμε αυτή τη φράση άλλες 4 φορές στο βιβλίο: 198 κιβωτός, 255 Λυκόβ, 291 Λιουμπόβ Ορλόβα και 321 πατέρας.
Στη λογοτεχνία θα αναφέρω τρία βιβλία τα
οποία ασχολούνται με την υποταγή/υπακοή: Υποταγή της
Φρανσουάζ Σαγκάν (1965) για τις ερωτικές σχέσεις, Σπουδή στην υποταγή της
Καναδής Σάρας Μπερνστάιν (2023, Διόπτρα) για τη σχέση ατόμου και κοινωνίας και Υποταγή
του Μισέλ Ουελμπέκ (2015, Εστία) για την πολιτική υπακοή.
Εδώ έχουμε την
υπακοή ως θρησκευτικό, κατά κύριο λόγο, αλλά και ιδεολογικό γνώρισμα.
Διαβάζω ένα μικρό
απόσπασμα από τον μονόλογο (σ. 198) του Σμιθ: «…εγώ, μονάχα εγώ, που πίστεψα
και την ελπίδα μέσα μου πότισα δέντρο δυνατό, στη ρίζα της αμνησίκακης υπακοής,
που οργανωτής προσεκτικός κι επίμονος στάθηκα, θα το αξίζω, φαίνεται, τους
καρπούς του εγώ, αποκλειστικά να δρέψω».
Στο μυθιστόρημα μόνο η Λουσία, πιστεύει πως καλλιεργώντας το δέντρο της υπακοής δεν σημαίνει πως θα απομονωθείς από τη ζωή γύρω σου. Η Λιουμπόβ Ορλόβα γίνεται πειθήνιο όργανο του Αλεξαντρόφ ο οποίος την βάζει να παίζει ρόλους μικρούλας και την περιφέρει στα κοσμικά σαλόνια. Εκείνη «γηραλέο δέντρο -μνημείο- της υπακοής και της πείσμονος αγάπης, δεν θα τον πλήγωνε ποτέ». 290-291
Στο τέλος του μυθιστορήματος, το μέλλον
είναι επισφαλές. Ο πατέρας βλέπει να μπαίνει στο λιμάνι το «Λιουμπόβ Ορλόβα». Το άγνωστο πλησιάζει. Η ουτοπία
γίνεται δυστοπία.
Υπάρχει κάποια χαραμάδα αισιοδοξίας;
Κατά τη γνώμη μου, αυτή πηγάζει από δύο
χαρακτήρες:
α. Το αγόρι που βιώνοντας την σκληρή
πραγματικότητα της τεχνολογικής δυστοπίας της Αράλης, κάνει όνειρα να γίνει
ένας νέος Αλεξέι Λεόνοφ [ο πρώτος Ρώσος κοσμοναύτης]. Πιστεύει ότι «Κάπου
αλλού η ατόφια ζωή πάλλεται, αφού το μηδέν από τις στάχτες του ξαναγεννιέται,
αφού τίποτα σ’ αυτόν τον κόσμο δεν τελειώνει ποτέ» και ονειρεύεται «πως
κάπου, κάποτε, στους άπειρους συνδυασμούς της ύλης, σε κάποια απόκοσμη γωνιά
του σύμπαντος, ξανά ολόκληρος θα υπάρξει» (209, 212), και
β. η μη θρησκευόμενη γυναίκα του πατέρα που
υπομονετικά τον περιμένει να ενωθεί με την οικογένειά του.
Φυσικά, δευτερευόντως, υπάρχουν κάποιες
στιγμές, λίγες είναι η αλήθεια, που μας προσφέρουν αισιοδοξία: Οι ναύτες του
Λιουμπόβ Ορλόβα που, αδελφωμένοι, όταν έχασαν την ελπίδα για σωτηρία, άρχισαν
να τραγουδούν με απελπισμένη ευθυμία το «Ήταν ένα μικρό καράβι» παρότι
το καράβι τους ταξιδεύει ακυβέρνητο (156).
Ή τα παιδιά της Φάτιμα που μεταμορφώνουν το ασφυκτικό θρησκευτικό περιβάλλον
που βιώνουν με το να «κοιτούν τ’ αστέρια… τα φαναράκια των αγγέλων, όπως τα
αποκαλούν» (31).
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να προσθέσω ότι
η πίστη για έναν καλύτερο
κόσμο, θρησκευτική ή πολιτική, γεννά επίσης και την πίστη προς τον άνθρωπο, η
οποία, όπως διαχέεται στην ατμόσφαιρα του μυθιστορήματος, ίσως έχει χαθεί.
Υπάρχει, φυσικά, η διαπίστωση από τον δρα
Σμιθ ότι «θαύμα ο άνθρωπος και άπειρες οι εκδοχές του και οι τρόποι του για
να ζει τη ζωή του και να οργανώνει την κοινωνία του..» σ. 185.
Επειδή
όμως μιλάμε για λογοτεχνία θα ήθελα κι εγώ να μιλήσω για τη λυρική γραφή της
Πέτσα. Η γραφή της είναι φροντισμένη και
δημιουργεί κόσμους γεμάτους γεγονότα, εικόνες και συναισθήματα.
Οι
φαινομενικά διαφορετικές ιστορίες του μυθιστορήματος, οι οποίες μολονότι δεν
συναντιούνται, συνδιαλέγονται μεταξύ τους, δίνουν την αίσθηση ενός πολύεδρου
και, αρχικά, μπερδεύουν τον αναγνώστη. Στην πορεία, όμως, της εξέλιξης
λαμβάνουν τη θέση του συστατικού ενός λογοτεχνικού συνόλου και μολονότι
στέκονται αυτόνομα, συνομιλούν μεταξύ τους. Απευθείας σύνδεση έχουμε στις
ιστορίες του Πατέρα και του πλοίου Λιουμπόβ Ορλόβα. Ας σημειώσω εδώ το
λογοτεχνικό τέχνασμα, το τέλος του κάθε κεφαλαίου να είναι και η αρχή του
επόμενου - 25+26, 40+41... Αυτές οι παύσεις της κάθε ιστορίας, λόγω της
παρεμβολής των υπολοίπων, συντελούν στην ατμόσφαιρα του βιβλίου, δίνοντας
ταυτόχρονα χρόνο στη σκέψη του αναγνώστη. Παρόλο που το βιβλίο έχει ένα στέρεο
πραγματολογικό υπόβαθρο, η όλη του δομή και οργάνωση το απομακρύνει από το
παραδοσιακό μυθιστόρημα – πολυεδρική οργάνωση, σπονδυλωτή αφήγηση, μη γραμμικός
χρόνος, εναλλαγή ιστοριών. Αν κάποιος αναγνώστης επιθυμεί την αντιστοίχιση με
την πραγματικότητα τότε θα χρειαστεί να κάνει κάποια αναζήτηση.
Η
κρυπτικότητα [π.χ. στη σ. 249 ποιος μιλά; ο Γεροφέι;] και πυκνότητα του κειμένου
θυμίζει τον ρώσικο μυστικισμό και ανορθολογισμό. Αντισταθμίζεται από εναλλαγές ευθύ
και πλάγιου λόγου στους διαλόγους και από παραληρηματικούς, σπαρακτικούς, θα
έλεγα, εσωτερικούς μονολόγους, άλλοτε με
λυρικές περιγραφές, άλλοτε με ρεαλιστική αφήγηση, άλλοτε σε τρίτο πρόσωπο
άλλοτε σε δεύτερο ή και σε πρώτο. Η γλώσσα δυσκολεύει τον αναγνώστη όπως
ακριβώς και τα διλήμματα και οι συναισθηματικές εξάρσεις των χαρακτήρων καθώς
βιώνουν την πραγματικότητα γύρω τους. Η αλήθεια είναι ότι είναι το μόνο ελληνικό
μυθιστόρημα που στην αρχή με δυσκόλεψε, στη συνέχεια όμως ακολουθώντας τον
ρυθμό του, με κέρδισε με τις λογοτεχνικές
του αρετές και τον προβληματισμό που συγκροτεί το εννοιολογικό του υπόβαθρο. Η
δεύτερη ανάγνωσή του ήταν εξαιρετικά γόνιμη επίσης και μου
αποκάλυψε με περισσότερη ευκρίνεια τις διασυνδέσεις ανάμεσα στις μαρτυρίες και
τη μυθοπλασία.
Εν κατακλείδι, Το
δέντρο της υπακοής είναι ένα απαιτητικό μυθιστόρημα που ξεχωρίζει στο
σύνολο της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας ζητώντας τη συμμετοχή του αναγνώστη.
Η ιστορία σε αυτό συναντά τις μικροιστορίες των ηρώων σε ένα συγκρουσιακό
περιβάλλον. Αλήθεια τι έχει μείνει από τον 20ό αιώνα;
Στη συνέχεια, ακολούθησε συζήτηση με την καλεσμένη μας την οποία
συντόνισε η Βάσια
Λιακοπούλου.
Υπήρξε η
παρατήρηση πως η συγγραφέας έχει αφιερώσει πολύ χρόνο μελέτης και αναρωτηθήκαμε
ποιο ήταν το κριτήριο της επιλογής των συγκεκριμένων ιστοριών προκειμένου να
στηρίξει τη δική της αφήγηση, ποια, δηλαδή, ήταν η αρχή της δημιουργίας του
μυθιστορήματος.
Η κυρία Πέτσα μας απάντησε πως τυπικά, γίνεσαι συγγραφέας όταν εκδοθεί
κάποιο βιβλίο σου, όμως, λίγο πολύ, όλοι γράφουμε. Κάποιες σκέψεις σε ένα
χαρτί, ίσως κάποιον στίχο, ένα ημερολόγιο. Όσον αφορά την επιλογή των ιστοριών του
βιβλίου απάντησε πως ξεκίνησε από τον πατέρα. Η ιστορία αυτή συνέβη στην
Ιταλία. Τη συνδύασε με την ιστορία του πλοίου. Αναζητούσε, στη συνέχεια, κάποιες
ιστορίες που θα συμπλήρωναν το παζλ. Έτσι προέκυψαν οι υπόλοιπες ιστορίες. Πέρασε
αρκετός χρόνος μέχρι να ωριμάσει η σκέψη μέσα της. Μετά, το βιβλίο γράφτηκε
γρήγορα. Κάθε μέρα, όπου κι αν ήταν, όταν είχε κάποια ώρα διαθέσιμη, έγραφε.
Η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τα θέματα που κυριαρχούν στο βιβλίο όπως αυτά της πίστης, της ουτοπίας, της υπακοής. Θέματα που έχουν έντονο φιλοσοφικό και πολιτικό-κοινωνικό ενδιαφέρον.
Για τους ήρωες του μυθιστορήματος, η υπακοή θεωρείται αρετή. Μπορεί αυτό
να γίνει αποδεκτό σήμερα; Μπορούμε να τη δούμε χωριστά από την ατομική
συνείδηση; [ας θυμηθούμε τη δικαιολόγηση «είχαμε διαταγές-έπρεπε να υπακούσουμε»-
των φρικτών εγκλημάτων των στελεχών των ναζί]. Είναι, εντέλει, σήμερα, τον 21ο
αιώνα, αρετή η υπακοή;
Σχολιάστηκε η ομοιότητα, σε επίπεδο προσδοκιών, με τον «Δον Κιχώτη» του Μ. Θερβάντες και πολλοί φίλοι μας αναφέρθηκαν στη δυσκολία του βιβλίου αλλά και στην ποιότητα της γραφής, την πρωτοτυπία της δομής, το πλούσιο λεξιλόγιο.
Το «Δέντρο της υπακοής» είναι ένα δύσκολο βιβλίο, παρατηρεί η κυρία
Πέτσα, απαιτεί τον αναγνώστη ενεργό. Ο αναγνώστης γίνεται συνδημιουργός
του βιβλίου στον βαθμό, βέβαια, που το επιθυμεί. Σ’ ένα ευκολοδιάβαστο βιβλίο -
χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν είναι καλό βιβλίο - ο αναγνώστης μπορεί να
γίνεται παθητικός δέκτης. Ένα δύσκολο βιβλίο απαιτεί τον αναγνώστη ενεργό, να
συνδιαμορφώνει το βιβλίο, να βλέπει πράγματα που ο συγγραφέας δεν σκέφτηκε.
Κάποιοι θεωρούν το βιβλίο ελιτίστικο. Εγώ δεν το θεωρώ τέτοιο.
Όπως μας αποκάλυψε, το φθινόπωρο αναμένεται να εκδοθεί το νέο της βιβλίο
από τις εκδόσεις Πόλις.
Η όμορφη βραδιά συνέχισε με λιμοντσέλο, λικέρ τσαπουρνιάς, δροσιστικούς
χυμούς, με γλυκάκια και καλούδια που προσέφεραν απλόχερα τα μέλη μας. Όλα με
την συνοδεία ιταλικής μουσικής (μιας και αυτή τη χρονιά διαβάζουμε ιταλική
λογοτεχνία).
Άλλη μια αναγνωστική περίοδος γεμάτη όμορφα βιβλία, γόνιμες συζητήσεις,
επισκέψεις σε μουσεία, θεατρικές παραστάσεις, σινεμά και άλλες εκδηλώσεις
έφτασε στο τέλος της. Δραστηριότητες που ανοίγουν ορίζοντες, βοηθούν στην
κατανόηση της ανθρώπινης κατάστασης, προάγουν την ενσυναίσθηση και αναπτύσσουν
δεσμούς μεταξύ των μελών της Λέσχης μας.
Καλό και δροσερό καλοκαίρι!
Η Βασιλική
Πέτσα γεννήθηκε στην Καρδίτσα το 1983. Σπούδασε Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας
και Θεωρίες του Πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο του Μπέρμιγχαμ και Ευρωπαϊκή
Λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Είναι διδάκτωρ του Πανεπιστημίου
Πελοποννήσου. Η διδακτορική της διατριβή είχε θέμα: «Πολιτική βία, Τρόμος
και Μνήμη στη Σύγχρονη Ελληνική και Ιταλική Λογοτεχνία». Από το 2017
εκπονεί μεταδιδακτορική έρευνα με θέμα: «Αναζητήσεις ταυτότητας και
διαπολιτισμοί στις ελληνικές ταινίες δρόμου και περιπλάνησης. Κινητικότητα,
χώρος και υποκειμενικότητα». Έχει διδάξει Νεοελληνική Λογοτεχνία στο
Ελληνικό Ανοιχτό Πανεπιστήμιο και Κινηματογράφο & Ιστορία στο Πανεπιστήμιο
Αιγαίου. Έχει συμμετάσχει με ανακοινώσεις σε διεθνή συνέδρια και εκδώσει άρθρα
που αφορούν τον ριζοσπαστισμό, το τραύμα και τη μνήμη σε ελληνικά και ιταλικά
αυτοβιογραφικά κείμενα και έργα μυθοπλασίας, καθώς και τον ελληνικό
κινηματογράφο, την κινητικότητα και την ταυτότητα.
Έχει μεταφράσει
λογοτεχνικά βιβλία, μεταξύ των οποίων και Ιταλών συγγραφέων όπως το Οικογενειακό
λεξικό της Ναταλία Γκίνζμπουργκ που έχουμε διαβάσει στη λέσχη μας, αλλά και
Ο νόμος του μίσους του σύγχρονου Αλμπέρτο Γκαρλίνι.
Ξεκίνησε τη δική
της λογοτεχνική πορεία με το διήγημά της με τίτλο "4 χρόνια, 2
μήνες, 1 ημέρα" που έχει δημοσιευθεί στον συλλογικό τόμο "Φανταστείτε
το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει", εκδόσεις "Ιανός",
2009. Τον Δεκέμβριο του 2011 έλαβε μέρος στο 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών που
διοργάνωσε το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου.
Το έργο της (σε
εκδόσεις Πόλις):
- Θυμάμαι (νουβέλα, 2011)
- Όλα τα χαμένα (συλλογή διηγημάτων, 2012)
- Μόνο το αρνί (συλλογή διηγημάτων, 2015)
- Όταν γράφει το μολύβι ˙ Πολιτική βία και μνήμη στη σύγχρονη ελληνική
και ιταλική λογοτεχνία, 2016
(από τη διδακτορική της διατριβή)
- Το δέντρο της υπακοής (μυθιστόρημα, 2018). Στη βραχεία λίστα για τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας και 2ο βραβείο από τον «Αναγνώστη» (εξ ημισείας με τον Αλέξη Πανσέληνο).

·
Φανταστείτε το μέλλον σας σε μια πόλη που αλλάζει˙10 βραβευμένα
διηγήματα. Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2009
·
Ο πρώτος σταθμός˙ 30 ιστορίες. Μεταίχμιο,
2018
·
Η χαμένη λεωφόρος του ελληνικού σινεμά. Νεφέλη, 2019
·
... των δακρύων. Οδός Πανός – Σιγαρέτα,
2019.
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΟ
ΤΗΣ ΕΡΓΟ:
1. Θυμάμαι (νουβέλα, 2011)
Ένας φόνος ενός
ηλικιωμένου άνδρα μέσα στο σπίτι του σε ένα μικρό χωριό. Τον έχουν διαπράξει
δύο ανήλικες μαθήτριες. Γιατί; οι λόγοι της βίαιης πράξης τους παραμένουν
ανεξιχνίαστοι. Μέσα όμως από τις μαρτυρίες των προσώπων του περιβάλλοντός τους,
που απλώνονται σε 34 δισέλιδα, ως επί το πλείστον, κεφάλαια, αναδεικνύεται ένας
κόσμος σκληρότητας, νέων στην εφηβική ηλικία που ασφυκτιούν, χωρίς αθωότητα και
προβάλλει η προβληματική πλευρά της καθημερινότητάς τους. Χαρακτηριστική η
μουσική που συνοδεύει τη νουβέλα: Το μήλο της Αφροδίτης Μάνου και του
Νίκου Πορτοκάλογλου και το Κάτι να σου πω από την Sadahzinia και τους Active Member.
2. Όλα τα χαμένα (συλλογή
διηγημάτων, 2012)
Μια συλλογή με
οχτώ αξέχαστες ιστορίες για την απώλεια που αφηγούνται, με παραληρηματικό λόγο,
οι απελπισμένοι πρωταγωνιστές τους. Χαρακτηριστικές δύο ιστορίες: εκείνη της
μητέρας της οποίας η κόρη λιώνει σαν κερί από νευρική ανορεξία (Σετ ραπτικής),
και εκείνη του συζύγου που μετά από 35 χρόνια γάμου, βλέπει τη γυναίκα του να
χάνεται σταδιακά στον κόσμο της, ένεκα του Altsheimer (Θα σε ξεχνάω κάθε
μέρα).
Ο λόγος,
χειμαρρώδης, πότε σε α’ πρόσωπο και πότε σε γ’, αγκαλιάζει την εκκλησιαστική
αλλά και τη μαθηματική ιδιόλεκτο προκειμένου να εκφράσει τον ιδιαίτερο τρόπο
αντίληψης της απελπισίας των ηρώων της.
3. Μόνο το αρνί (συλλογή
διηγημάτων, 2015)
Τέσσερα
διηγήματα με απλές ιστορίες, και πάλι, που παίρνουν άλλες, τραγικές διαστάσεις,
και πάλι. Μιλούν για το πώς βίωσε η επαρχία τη μεταπολίτευση.
Στην πρώτη, ο
αφηγητής, με την ντοπιολαλιά της Καρδίτσας, αφηγείται τη ζωή του αδελφού του
αντάρτη. Στη δεύτερη, με αφορμή την ιστορία μιας παιδούλας που συλλέγει τα
λαμπερά περιτυλίγματα των ζαχαρωτών, παρακολουθούμε το πώς η κοινωνία
εναποθέτει ένα φοβερό φορτίο ενοχής και ψυχολογικής βίας στους ασχημάτιστους
ακόμα ώμους της για μια «επονείδιστη» πράξη της. Στην τρίτη, η οικογένεια ενός
πρώην επαναστάτη έχει παραδοθεί στον μικροαστισμό˙ εκείνος συντάσσει λόγους για
τη χούντα, εκείνη φτιάχνει πίτες, ο γιος τους βρίσκει καταφύγιο στον
κινηματογράφο. Και στην τελευταία, παρακολουθούμε τη μετάλλαξη ενός νέου του
χωριού που επέστρεψε από το στρατό αλλά κι εκείνη τριών νέων καθηγητών που
διορίζονται σε ένα απομονωμένο χωριό.
H παρουσίαση και συζήτηση με τη Βασιλική Πέτσα του μυθιστορήματός της Το δέντρο της
υπακοής (Πόλις, 2018) έγινε την Τετάρτη 26 Ιουνίου στην αυλή
της Βορεείου βιβλιοθήκης του Δήμου Αμαρουσίου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου